Ο Πρωθυπουργός της Ελλάδος Κώστας Σημίτης κάποια στιγμή όπως όλοι οι άνθρωποι πεθαίνει και πάει και χτυπάει την πόρτα του Παραδείσου. Βγαίνει ο Aγιος Πέτρος και τον ρωτάει:
Α. Π: Ποιος είσαι;
Σ: Κώστας Σημίτης, Πρωθυπουργός της Ελλάδος.
Α. Π: Και θες να μπεις στον Παράδεισο; Χμ, με όλα όσα έκανες στη γη; Λυπάμαι κύριε Πρωθυπουργέ αλλά η θέση σας είναι στην κόλαση.
Τι να κάνει και ο Σημίτης πάει στην κόλαση. Παρουσιάζεται ο Εωσφόρος και του λέει:
Ε: Ποιος είσαι;
Σ: Κώστας Σημίτης, Πρωθυπουργός της Ελλάδος.
Ε: Και τι θες εδώ;
Σ: Στον Παράδεισο δεν υπάρχει θέση για μένα.
Ε: Εδώ που τα λέμε ούτε και στην Κόλαση υπάρχει. Μπορείς να πάρεις όμως τη θέση κάποιου και να τον στείλεις στον Παράδεισο. Είναι τρεις οι υποψήφιοι αυτή τη στιγμή οι που περιμένουν αντικαταστάτη. Εσύ θα διαλέξεις ποιανού τη θέση θες να πάρεις. Πάμε να δεις τον πρώτο.
Πηγαίνουν σε μια λίμνη και βλέπουν τον Καραμανλή να κολυμπάει και να αναζητά στο βάθος της λίμνης έναν θησαυρό τον οποίο δε βρίσκει ποτέ. Σκέφτεται λίγο και λέει:
"Δεν μπορώ εγώ, ο Κώστας Σημίτης που πέτυχα όλους τους στόχους της ελληνικής πολιτικής κι έβαλα την Ελλάδα στην ΟΝΕ, να ψάχνω αιωνίως έναν ανύπαρκτο θησαυρό. Ποτέ στη ζωή μου δεν κυνήγησα ουτοπίες για να το κάνω τώρα και μάλιστα αιωνίως! Όχι, όχι, απορρίπτεται"
Ε: Εντάξει, πάμε να δεις τον επόμενο.
Ο επόμενος υποψήφιος για τον παράδεισο είναι ο Ανδρέας Παπανδρέου που με έναν κασμά σπάει κάτι τεράστιες κοτρόνες από το πρωί μέχρι το βράδυ κι απ το βράδυ μέχρι το πρωί.
Σ: Εγώ που έβαλα την Ελλάδα στην ΟΝΕ να κάνω τέτοια πράγματα αιωνίως! Όχι κύριε Εωσφόρε, εγώ δεν έκανα κάτι απλά για να βρίσκομαι σε δουλειά. Εγώ άλλαξα την πολιτική του Κινήματος, έβαλα υψηλούς στόχους και δούλεψα σκληρά για να τους πετύχω. Δεν μπορώ να κάθομαι να σπάω πέτρες. Απορρίπτεται κι αυτό.
Ε: Εντάξει, πάμε να δεις το τελευταίο αλλά τώρα υποχρεωτικά θα πρέπει να διαλέξεις κάτι.
Πηγαίνουν σε ένα δωμάτιο και βλέπουν τον Κλίντον και τη Μόνικα να του παίρνει τσιμπ**κια από το πρωί μέχρι το βράδυ και απ το βράδυ μέχρι το πρωί.
Σ: Αυτό διαλέγω. Είναι η επιβράβευση που μου αξίζει, ύστερα από όσα έκανα για το καλό της χώρας μου.
Ε: Εντάξει, Μόνικα, μπορείς να πας στον Παράδεισο, βρήκαμε ποιος θα σε αντικαταστήσει.
Ο Κωστίκας μόλις γύρισε σπίτι του είδε τον θείο του απο την Αμερική και έκαναν τον εξής διάλογο:
- "Θείε, τι δουλειά κάνεις στην Αμερική;"
- "Εγώ Κωστίκα, σπούδασα φιλοσοφία!"
- "Ααα! Και τι είναι φιλοσοφία;"
- "Φιλοσοφία αγόρι μου, είναι μια σειρά σκέψεων που στο τέλος οδηγούν σε μια αλήθεια!"
- "Μπορείς να μου δώσεις ένα παράδειγμα;"
- "Βεβαίως αγόρι μου. Λοιπόν, έχεις ενυδρείο;"
- "Έχω."
- "Αρα αγαπάς την θάλασσα."
- "Ναι, την αγαπάω."
- "Αρα αγαπάς τα ψάρια."
- "Ναι τα αγαπάω."
- "Αρα αγαπάς τους ανθρώπους που κολυμπούν στην θάλασσα."
- "Ναι τους αγαπάω."
- "Αρα αγαπάς και τις γυναίκες που κολυμπούν στην θάλασσα."
- "Ναι τις αγαπάω."
- "Αρα δεν είσαι πούστης."
- "Ααα! Βγήκε μια αλήθεια θείε! Τώρα κατάλαβα!"
Ο Κωστίκας συνάντησε σε λίγο τον Γιωρίκα, και αφού του εξήγησε για τον θείο του στο τέλος του είπε:
- "Γιωρίκα, ξέρεις τι είναι φιλοσοφία;"
- "Όχι."
- "Ου, ρε άσχετε."
- "Γιατί εσύ ξέρεις Κωστίκα;"
- "Ναι και θα σου εξηγήσω. Λοιπόν, έχεις ενυδρείο;"
- "Όχι."
- "Ε, τότε είσαι πούστης!"
Βάζει η δασκάλα εργασία στα παιδιά να γράψουν μία παράγραφο που να έχει την φράση:
"Βγάζω λοιπόν το συμπέρασμα".
Λέει ο Γιαννάκης:
- Ξυπνάω το πρωί, τρώω με την οικογένειά μου και έρχεται η λιμουζίνα και πάει εμένα στο σχολείο, την μαμά μου στο Κολωνάκι και τον πατέρα μου στο γραφείο του. Το μεσημέρι έρχεται η λιμουζίνα και μας παίρνει, πάμε σπίτι και τρώμε όλοι μαζί, ενώ ο μπαμπάς μου διαβάζει τους Νew York Times. Βγάζω λοιπόν το συμπέρασμα ότι είμαστε μια πλούσια οικογένεια.
Λέει ο Κωστάκης:
- Ξυπνάω το πρωί, τρώω με την οικογένειά μου, έρχεται η τζάγκουαρ και με πηγαίνει στο σχολείο, πηγαίνει τον μπαμπά μου στην δουλειά του, και την μαμά μου στο Κολωνάκι. Το μεσημέρι πάλι η τζάγκουαρ έρχεται και μας πάει σπίτι. Στο τραπέζι ο μπαμπάς μου διαβάζει την Ναυτεμπορική, και τον Επενδυτή. Βγάζω λοιπόν το συμπέρασμα ότι είμαστε μια πλούσια οικογένεια.
Λέει ο Τοτός:
- Εγώ ξυπνάω το πρωί, ντύνομαι, παίρνω το λεωφορείο, στριμόχνομαι με άλλους και πηγαίνω σχολείο.
Το σαββατοκύριακο πηγαίνω με την οικογένεια μου στο χωριό και στο αυτοκίνητο στριμόχνομαι με τα αδέρφια μου. Όταν φτάνουμε βλέπω την γιαγιά μου να κατεβαίνει τον λόφο κρατώντας στο ένα χέρι μια πολιτική εφημερίδα και στο άλλο το Μαντάμ Φίγκαρο. Βγάζω λοιπόν το συμπέρασμα ότι η γιαγιά μου είχε πάει για χέσιμο...
Νόμοι του Μέρφυ:
1. Ο νόμος του τηλεφώνου: Όταν καλείς, λάθος αριθμό ποτέ δεν είναι απασχολημένο.
2. Ο νόμος της μηχανικής επιδιόρθωσης: Μόλις τα χέρια σου γεμίσουν με γράσο ή άλλο υλικό που λερώνει, θα σε πιάσει φαγούρα στη μύτη ή κάπου άλλου.
3. Ο νόμος του εργαστηρίου: Οποιοδήποτε αντικείμενο και αν πέσει, θα κυλήσει προς το λιγότερο προσιτό για εσένα μέρος.
4. Ο νόμος του λεωφορείου: Όταν είσαι στη στάση αρκετή ώρα και αποφασίσεις και ανάψεις τσιγάρο, τότε θα έρθει το λεωφορείο
5. Ο νόμος του τσιγάρου: Μόλις ανάψεις τσιγάρο, θα προκύψει κάτι που πρέπει να κάνεις, μέχρι το τσιγάρο να καεί από μόνο του.
6. Ο νόμος του άλλοθι: Εάν πεις ψέματα στη δουλειά, ότι άργησες επειδή π. Χ. έσκασε το λάστιχο του αυτοκινήτου, την επόμενη μέρα το λάστιχο θα σκάσει πραγματικά
7. Ο νόμος του αφρόλουτρου: Μόλις βυθιστείς στην μπανιέρα και έχεις χαλαρώσει, θα χτυπήσει το τηλέφωνο.
8. Ο νόμος της συνάντησης: Η πιθανότητα να συναντήσεις κάποιον που ξέρεις, αυξάνεται όταν είσαι με κάποιον που δεν θέλεις να σας δουν μαζί
9. Ο νόμος του αποτελέσματος: Όταν ένα μηχάνημα δεν δουλεύει και προσπαθήσεις να το αποδείξεις στον ειδικό που έχει έρθει να το φτιάξει, τότε θα δουλέψει.
10. Ο νόμος του θεάτρου: Τα άτομα που έχουν θέσεις όσο πιο μακριά γίνεται από το διάδρομο, φτάνουν πάντα τελευταίοι
11. Ο νόμος του καφέ: Μόλις φτιάξεις ζεστό καφέ στη δουλειά, το αφεντικό θα σου ζητήσει να κάνεις μια δουλειά που θα διαρκέσει ακριβώς μέχρι να κρυώσει ο καφές
Ενας πατέρας, δικηγόρος το επάγγελμα, αφού κατάφερε και έκανε και το γιο του δικηγόρο για να συνεχίσει το γραφείο του, άρχισε να του αναθέτει σιγά-σιγά κάποιες υποθέσεις απο τις δικές του, για να πάρει μπρος.
Ενας πατέρας, δικηγόρος το επάγγελμα, αφού κατάφερε και έκανε και το γιο του δικηγόρο για να συνεχίσει το γραφείο του, άρχισε να του αναθέτει σιγά-σιγά κάποιες υποθέσεις απο τις δικές του, για να πάρει μπρος.
Μετά απο ενα μήνα, έρχεται ο γιος γεμάτος χαρά και λεει στον πατέρα ενθουσιασμένος:
- Πατέρα, τελείωσα εκείνη την υπόθεση που εσύ την παίδευες για χρόνια!
- Να βλάκα! Με αυτή την υπόθεση σε μεγάλωσα!
Καλοκαίρι. Μεσημέρι. Καύσωνας. Ο κύριος Πετρίδης επιστρέφει στο διαμέρισμα του κάπου στην άκρης της πόλης μετά από ένα κουραστικό πρωινό στο γραφείο του. Παρκάρει το αυτοκίνητο του και με το χαρτοφύλακα στο χέρι, ξεκινάει να διασχίσει το δρόμο για να μπει στην είσοδο του κτιρίου όπου μένει. Στα μισά του δρόμου αντιλαμβάνεται τον ιδρωμένο σωματώδη τύπο που έχει μόλις ξεφορτώσει δύο φέρετρα από το φορτηγάκι του και τα έχει ακουμπήσει στον τοίχο της πολυκατοικίας για να ξαποστάσει.
- Μπα, ποιος να πέθανε, εδώ στην πολυκατοικία. Κάποιος ηλικιωμένος δεν άντεξε τον καύσωνα μάλλον.
Συνεχίζει να περπατάει, αλλά ο ιδρωμένος τύπος τον κοιτάει περίεργα. Μόλις φτάνει να μπει στην είσοδο της πολυκατοικίας, ο τύπος αποφασίζει να του μιλήσει:
- Μπορείτε μήπως να με βοηθήσετε να μεταφέρω τα φέρετρα μέχρι τον τρίτο όροφο; Κάνει πολύ ζέστη για να το κάνω μόνος μου.
Ο κύριος Πετρίδης το σκέφτεται λίγο και δέχεται. Στο πίσω μέρος του μυαλού του όμως αναρωτιέται ποιος είναι αυτός που έμενε στον ίδιο όροφο με αυτόν και πέθανε. Βάζουν τα φέρετρα το ένα πάνω στο άλλο, το ακουμπάν πάνω στους ώμους τους, και ξεκινάνε να σκαρφαλώνουν τις σκάλες... Φτάνουν στον τρίτο όροφο και περπατάνε προς της δεξιά μεριά του διαδρόμου, ανησυχητικά κοντά στην είσοδο του διαμερίσματος του κυρίου Πετρίδη. Τελικά ο φορτωμένος εργάτης αποφασίζει ότι έφτασε στον προορισμό του και ακουμπάνε τα φέρετρα ακριβώς πλάι στην είσοδο του διαμερίσματος του κυρίου Πετρίδη. Γεμάτος απορία, προσπαθεί να βρει μερικές εξηγήσεις:
- Μα καλά, αυτό είναι το διαμέρισμα που μένω εγώ. Τι θέλει ένα ζευγάρι φέρ..
- Είστε ο κύριος Πετρίδης; Δεν το κατάλαβα τόση ώρα. Έφερα τα παιδιά από την κατασκήνωση.
Το καλοκαίρι έφτασε και μία τετραμελής οικογένεια πήγε για τις διακοπές της σ ένα ξενοδοχείο.
Οι μέρες πέρασαν και ήρθε η ώρα να φύγουν. Ο πάτερ φαμίλιας πήγε στη reception για να πληρώσει:
- Ορίστε οι 300000 χιλιάδες που είχαμε συμφωνήσει για 15 μέρες διαμονή.
- Κύριε, του λέει ο υπάλληλος, το ποσό είναι 400000δρχ.
- Γιατί; ρωτάει ο πατέρας όλο απορία.
- Διότι 40000 είναι επειδή χρησιμοποιήσατε την πισίνα.
- Μα εμείς δεν τη χρησιμοποιήσαμε, λέει ο πατέρας.
- Εδώ ήταν κύριε, ας τη χρησιμοποιούσατε, λέει ο υπάλληλος.
- Καλά, λέει ο πατέρας τα υπόλοιπα τι αφορούν;
- Οι υπόλοιπες 60000 αφορούν τις αθλοπαιδιές και το μπαρ.
- Μα κύριε, λέει εκνευρισμένος ο πατέρας, εμείς δε χρησιμοποιήσαμε τίποτε από όλα αυτά.
- Εδώ ήταν κύριε, ας τα χρησιμοποιούσατε του ξαναλέει ο υπάλληλος.
Μάλιστα, λέει ο πατέρας και βγάζει ένα πακέτο δεκαχίλιαρα, τα δίνει στον υπάλληλο και φεύγει.
Μόλις κάνει πέντε βήματα ο υπάλληλος τον ξαναφωνάζει:
- Κύριε έχετε κάνει λάθος.
Πλησιάζει ο πατέρας και ο υπάλληλος συνεχίζει:
- Εδώ κύριε μου έχετε δώσει 300000 αντί για 400000.
Ο πατέρας τότε του λέει: α, βέβαια σας κράτησα τις 100000 επειδή μου πηδήξατε τη γυναίκα.
- Μα κύριε, λέει ο υπάλληλος κοκκινίζοντας, κανείς δε σας πήδηξε τη γυναίκα.
Τότε ο πατέρας του απαντά:
- Εδώ ήταν κύριε, ας την πηδούσατε! και έκανε μεταβολή και έφυγε...
Καλοκαίρι. Ζέστα. Μεσημέρι.
Ο μέρμηγκας, με ένα φανελάκι εργασίας, μούσκεμα στον ιδρώτα, σέρνει ένα τεράστιο στάχυ.
Ησυχία.
Έξαφνα, από τη γωνία εμφανίζεται ένα раjеrо turbo intercooler.
Στρίβει με χειρόφρενο και σταματάει απότομα μπροστά στον σαστισμένο μέρμηγκα.
Μέσα στο раjеrо, ο τζίτζικας με γυαλικά ηλίου, βερμούδα με φοινικόδεντρα, δύο πληθωρικές γκόμενες στο πλάι και τις σανίδες του surf στην οροφή.
- Μέρμηγκα, άντε άστα και φύγαμε για windsurfing. ʼντε, παράτα τα, τα κάνεις αύριο.
Ο μέρμηγκας ρίχνει ένα κουρασμένο βλέμμα στον τζίτζικα. Κάπου την έχει ξανακούσει αυτή την ατάκα, ίσως λίγο παραλλαγμένη.
- Δεν μπορώ, μάστορα, έχω δουλειά να κάνω. Πρέπει να προετοιμαστώ για το χειμώνα. Πήγαινε εσύ.
Ο τζίτζικας σηκώνει τους ώμους, το раjеrо σπινάρει και χάνεται στον ορίζοντα.
Μεσημέρι της επομένης. Ο μέρμηγκας, και πάλι ιδρωμένος σέρνει ένα τεράστιο λοβό μπιζελιού.
Νέκρα. Από τη στροφή πετάγεται το γνωστό раjеrо.
- Μάστορα, παράτα τα, πήδα μέσα, από δω η Σούζη και η Μαίρη, έλα πάμε για jet-ski ...
Χειμώνας. Παγωνιά. Χιόνι. Ο μέρμηγκας, στη ζέστα του τζακιού του, μαζί με τη γυναίκα του και τα παιδιά του, απολαμβάνουν τη θαλπωρή.
Τα ξύλα τριζοβολούν πάνω από τη θράκα. Έξαφνα, το κουδούνι της πόρτας κτυπάει.
- Ασε, θα ανοίξω εγώ, λέει η γυναίκα του μέρμηγκα. Κάθε χρόνο η ίδια ιστορία. Μόνο αυτός μπορεί να είναι...
Η πόρτα ανοίγει. Ο τζίτζικας, με τη στολή και τα γυαλιά του σκι, κασκόλ, και στο υπόβαθρο το раjеrо με αλυσίδες στους τροχούς.
- Που είναι ο φίλος μου ο μέρμηγκας, φωνάζει. Θέλω το μέρμηγκα.
Ο μέρμηγκας πλησιάζει την πόρτα.
- Έλα, ντύσου, πάμε για σκι, άντε τι κάθεσαι, άντε.
- Δεν μπορώ μάστορα, πρέπει να μείνω με την οικογένεια, έχω υποχρεώσεις, δεν μπορώ ...
Ο τζίτζικας σηκώνει τους ώμους, και γυρνάει να φύγει.
Ο μέρμηγκας κάνει να γυρίσει προς τα μέσα, κοντοστέκεται, ξαναγυρνά προς το раjеrо και λέει του τζίτζικα:
- Και αν τυχόν συναντήσεις τον Αίσωπο, πες του ΝΑ ΠΑΕΙ ΝΑ ΓΑΜΗΘΕΙ!