Ένας Έλληνας μπαίνει σε μια τράπεζα της Νέας Υόρκης και ζητάει πληροφορίες για ένα δάνειο.
Λέει στον υπάλληλο των δανείων ότι θέλει να ταξιδέψει στην Ελλάδα λόγω των εορτών των Χριστουγέννων για 2 εβδομάδες και χρειάζεται οπωσδήποτε να πάρει ένα δάνειο των $5.000. Ο υπάλληλος του εξηγεί ότι η τράπεζα θα χρειαστεί ένα είδος εξασφάλισης για να του χορηγήσει το δάνειο.
Έτσι ο Έλληνας βγάζει από την τσέπη του και αφήνει πάνω στο γραφείο τα κλειδιά από μία ολοκαίνουρια Ferrari, που είναι παρκαρισμένη στην είσοδο της Τράπεζας. Αφού πραγματοποιείται ο έλεγχος από την Τράπεζα ότι το αυτοκίνητο είναι όντως στο όνομά του, μέσα σε 20 λεπτά εγκρίνεται το δάνειο, ο Έλληνας παίρνει τα χρήματα και φεύγει. Μόλις φεύγει, ο διευθυντής της Τράπεζας και οι υπάλληλοί του ξεκαρδίζονται στα γέλια που ο Έλληνας έβαλε υποθήκη μία Ferrari των $200.000 για να πάρει δάνειο $5000!
Ένας υπάλληλος παίρνει το αυτοκίνητο και το αφήνει στο υπόγειο γκαραζ της τράπεζας. Δύο βδομάδες αργότερα, ο Έλληνας επιστρέφει, πληρώνει $5000 και τον τόκο, που ανέρχεται στα $15.41. Ο υπάλληλος του λέει:
- Κύριε, είμαστε ευτυχείς που συνεργαστήκατε με την τράπεζά μας, όλα έγιναν σωστά μόνο που έχουμε μία απορία. Όσο εσείς λείπατε, ελέγξαμε στον υπολογιστή και βρήκαμε ότι είσαστε δισεκατομμυριούχος! Το περίεργο είναι ποιος ήταν ο λόγος που πήρατε το δάνειο!
Και ο Έλληνας απαντά:
- Πες μου ένα άλλο σημείο στη Νέα Υόρκη που θα μπορούσε να αφήσει κανείς μια Ferrari με ασφάλεια για δύο εβδομάδες, πληρώνοντας για πάρκινγκ μόνο 15.41 δολάρια!
Ήταν ένας τύπος κακομοίρης , μικροκαμωμένος , που είχε μία γυναίκα νταρντάνα που τον καταπίεζε ! Κάθε μέρα πήγαινε στη δουλειά , μετά γύριζε , μαγείρευε , έπλενε τα πιάτα , σκούπιζε , σφουγγάριζε , και έτρωγε και μερικές σφαλιάρες έτσι για να περνάει η ώρα της γυναίκας του .
Αυτή πάντα με τα καλλυντικά στο χέρι , αραγμένη στη τηλεόραση κλπ κλπ ...
Πήγαινε λοιπόν ο άμοιρος σε έναν ψυχολόγο , μήπως και καταφέρει να κάνει τίποτα , γιατί δεν πήγαινε άλλο ...
Μετά από έναν μήνα λοιπόν ψυχολογικής υποστήριξης , του λέει ο ψυχολόγος " λοιπόν φίλε μου , είσαι έτοιμος ! Να πας σπίτι σου , και να δείξεις ποιο είναι το αφεντικό ! Να την σκίσεις τη γάτα ! ".
Αναπτερωμένος λοιπόν ο φίλος μας , πάει σπίτι του όλο τσαμπουκά ! Μπαίνει μέσα , και βλέπει τη γυναίκα του αραγμένη όπως πάντα στη τηλεόραση . Παίρνει βαθιά ανάσα , και αρχίζει να της φωνάζει !
" Κοίταξε να σου πω ! Πρέπει να καταλάβεις ποιο είναι το αφεντικό εδώ μέσα ! Πάω να κάνω ένα μπανάκι ! Μόλις βγω , έξω το φαΐ ζεστό στο τραπέζι ! Θα ρίξω και έναν ύπνο , και μετά θα φορέσω το καλό μου κουστούμι και θα βγω έξω ΜΟΝΟΣ μου ! Το καταλαβαίνεις αυτό ; Και μάντεψε ποιος θα μου βάλει το κουστούμι ! ".
Απαθής η τύπισσα , γυρίζει , τον κοιτάζει και του λέει ...
" Ο νεκροθάφτης μωρό μου ; "

Ένας νεαρός φοιτητής της ιατρικής , γιος γιατρού κι αυτός , αποφοιτεί προς μεγάλη χαρά του πατέρα του . Μετά την ορκωμοσία λέει στον πατέρα του να τον πάρει στη δουλειά να εξασκήσει τις γνώσεις του .
Πατέρας : Στάσου παιδί μου . Αυτά που έμαθες είναι άχρηστη θεωρία . Την πραγματική ιατρική τη μαθαίνει κανείς στην πράξη . Αύριο θα πάμε να επισκεφτούμε μαζί ασθενείς και θα καταλάβεις τι σου λέω .
Πηγαίνουν , λοιπόν , οι δυο τους στην πρώτη ασθενή , μια παντρεμένη νοικοκυρά γύρω στα σαράντα κατάκοιτη από τους πόνους στη μέση . Ο πατέρας γιατρός πάει να της γράψει τη συνταγή , του πέφτει ο στύλος στο πάτωμα , τον μαζεύει και λέει στη γυναίκα :
Πατέρας : Κυρία μου , θα πρέπει να κουράζεστε λιγότερο . Δουλεύετε πάρα πολύ μέσα στο σπίτι και δεν κάνει . Λίγη ανάπαυση δεν βλάπτει .
Γυναίκα : Έχετε δίκιο γιατρέ μου κι ο άνδρας μου μου το λέει αλλά δεν τον ακούω . Θέλω να είναι όλα στην εντέλεια μέσα στο σπίτι , το χω πάρει απ τη μάνα μου .
Όταν βγήκαν από το διαμέρισμα λέει ο γιατρός junior στο μεγάλο :
Γιος : Πώς κατάλαβες ότι κάνει πολλές δουλειές ;
Πατέρας : Να , παιδί μου . άφησα το στυλό να πέσει χάμω , επίτηδες . Όταν έσκυψα να τον μαζέψω είδα ότι το πάτωμα έλαμπε από καθαριότητα . Δεν υπήρχε σκόνη ούτε για δείγμα . Έτσι κατάλαβα ότι η γυναίκα σκοτώνεται στη δουλειά . Την επόμενη ασθενή θα την εξετάσεις εσύ να δούμε τι έμαθες .
Φτάνουν στην επόμενη ασθενή και την βρίσκουν κατάκοιτη στο κρεβάτι . Πάει ο μικρός γιατρός να γράψει τη συνταγή , αφήνει το στυλό να πέσει στο πάτωμα , τον μαζεύει και λέει :
Γιος : Κυρία μου , κουράζεστε πολύ . Κάνετε πάρα πολλές δουλειές για την ενορία αλλά θα πρέπει να τις μετριάσετε λίγο , γιατί θα σας τρέχουμε στο νοσοκομείο . Δεν λέω , ευλογία Κυρίου είναι να εργάζεστε για την ενορία αλλά " παν μέτρον άριστον ".
Γυναίκα : Αχ , ναι γιατρέ μου έχετε απόλυτο δίκιο . Θα πρέπει να δουλεύω λιγότερο για την ενορία .
Όταν βγήκαν λέει ο πατέρας γεμάτος απορία :
Πατέρας : Πώς κατάλαβες ότι εργάζεται για την ενορία ;
Γιος : Να , όταν έσκυψα να μαζέψω τον στυλό , είδα τον παπά κάτω απ το κρεβάτι .
Μόναχο, ένα υγρό απόγευμ α σε ένα σιδηροδρομικό σταθμό. Ο κύριος Βασίλης Τσάπας, χρόνια τώρα μετανάστης στη Γερμανία, επιστρέφει στην πατρίδα, αφού έχει αποκτήσει μεγάλη περιουσία με σκληρή δουλειά. Ο σταθμός είναι σχεδόν άδειος και ο Βασίλης βαδίζει πάνω-κάτω αναμένοντας.
Σε μια στιγμή, το μάτι του αντιλαμβάνεται ένα ορθογώνιο κουτί, περίπου δύο μέτρα σε ύψος, ένα μέτρο πλάτος και άλλο τόσο βάθος (κάτι σαν αυτόματο πωλητή της pepsi), με πολλά λαμπιόνια, μια φωτεινή πινακίδα με scrolling message, μια σχισμή και ένα φαρδύ κόκκινο κουμπί. Το μήνυμα που κυλούσε στην πινακίδα έλεγε:
"Η μηχανή που γνωρίζει τα πάντα. Ρίξτε συνολικά δύο μάρκα σε κέρματα στη σχισμή και πατήστε το φαρδύ, κόκκινο κουμπί."
Παραξενεύτηκε ο Βασίλης, του περίσσευαν και μερικά μάρκα, στην πατρίδα του γυρνούσε, το τρένο δεν θα ερχότανε για δέκα λεπτά ακόμη, έριξε το αντίστοιχο των δύο μάρκων στη σχισμή και πάτησε το κουμπί. Το φωτεινό μήνυμα έσβησε, μετά ξανάναψε δείνοντας περίεργα ακατανόητα σχήματα, ξαναέσβησε, περίεργοι ήχοι ακούστηκαν, και τελικά το εξής μήνυμα άρχισε να κυλάει στον πίνακα (στα γερμανικά, πάντα):
"Είσαι ο Βασίλης Τσάπας, μετανάστης από την Ελλάδα, που πέρασες δεκαπέντε χρόνια δουλεύοντας σκληρά στο Μόναχο. Έχεις γυναίκα και δύο παιδιά στη Θεσσαλονίκη και περιμένεις το τρένο των 19:00 για να γυρίσεις σπίτι σου."
Ο Βασίλης κοκκάλωσε. Ανάπνευσε, κούνησε το κεφάλι του δεξιά και αριστερά, έβγαλε τα γυαλιά του, τα έτριψε, ψυχοψάχτηκε, ανέλυσε, αλλά η απορία του έμεινε: Πως είναι δυνατόν μία μηχανή στο σιδηροδρομικό σταθμό του Μονάχου να ξέρει τα πάντα για αυτόν;
Μονομιάς, μπαίνει μέσα στο σταθμό, χαλάει μερικά μάρκα ακόμη, πηγαίνει στις τουαλέτες, ανοίγει μία από τις βαλίτσες του, φοράει ένα εντελώς διαφορετικό παντελόνι, τρεις μπλούζες, από τις οποίες τη μία
Ανάποδα, χτενίζει τα μαλλιά του από την αντίθετη φορά, αντικαθιστά της αρβύλες του με ένα ζευγάρι δερμάτινα σαντάλια, βάζει όλα τα χαρτιά του (ταυτότητες, διαβατήρια, πιστωτικές κάρτες) μέσα στη βαλίτσα, παραδίδει τη βαλίτσα για φύλαξη και ξαναπάει μπρος στο μηχάνημα. Ρίχνει το αντίστοιχο δύο μάρκων στη σχισμή και πατάει το φαρδύ, κόκκινο κουμπί.
Το φωτεινό μήνυμα σβήνει, ξανανάβει δείνοντας περίεργα ακατανόητα σχήματα, ξανασβήνει, περίεργοι ήχοι ακούγονται, και τελικά το εξής μήνυμα αρχίζει να κυλάει στον πίνακα (στα γερμανικά, πάντα):
"Είσαι ο Βασίλης Τσάπας, μετανάστης από την Ελλάδα, που πέρασες δεκαπέντε χρόνια δουλεύοντας σκληρά στο Μόναχο. Εχεις γυναίκα και δύο παιδιά στη Θεσσαλονίκη και περιμένεις το τρένο των 19:00 για να γυρίσεις σπίτι σου."
Ο Βασίλης τα παίρνει. Τρεχάτος μπαίνει στο σταθμό, ανακτάει της βαλίτσες του από την υπηρεσία φύλαξης, μπαίνει στις τουαλέτες, βγάζει ένα μεγάλο ξυράφι, ξυρίζει το κεφάλι του, γδύνεται εντελώς, φοράει το πορτοκαλί ράσο που μόλις αγόρασε από το τμήμα σουβενίρ του σταθμού, και ξυπόλυτος τρέχει πίσω στο μηχάνημα, το οποίο μετά από την γνωστή διαδικασία αναβοσβήματος των λαμπιονιών του, δίνει την ίδια απαράλαχτη απάντηση:
"Είσαι ο Βασίλης Τσάπας, μετανάστης από την Ελλάδα, που πέρασες δεκαπέντε χρόνια δουλεύοντας σκληρά στο Μόναχο. Εχεις γυναίκα και δύο παιδιά στη Θεσσαλονίκη και περιμένεις το τρένο των 19:00 για να γυρίσεις σπίτι σου."
Τρελαίνεται. Αγοράζει ένα σετ αλυσίδες από το τμήμα σουβενίρ, μια ξανθή μακρυμάλλικη περούκα, δερμάτινο παντελόνι, μαντήλες, ραφτά iron maiden, τα φοράει όλα, υιοθετεί προσωρινά καμπoυριασμένο περπάτημα και κακόμοιρο ύφος και πλησιάζει το μηχάνημα. Ρίχνει το αντίστοιχο δύο μάρκων σε κέρματα στη σχισμή και πατάει το φαρδύ, τεράστιο και εχθρικό κόκκινο κουμπί. Η μηχανή σβήνει, ξανανάβει, θορυβεί, και ξανασβήνει. Κανει μια μετρήσιμη παύση και τελικά, με μεγάλα γράμματα το παρακάτω μήνυμα αρχίζει να κυλάει από τα δεξιά προς τα αριστερά πάνω στον πίνακα (στα γερμανικά, πάντα):
"Είσαι ο Βασίλης Τσάπας, μετανάστης από την Ελλάδα, που πέρασες δεκαπέντε χρόνια δουλεύοντας σκληρά στο Μόναχο. Εχεις γυναίκα και δύο παιδιά στη Θεσσαλονίκη, αλλά με τις αηδίες που έκανες έχασες το τρένο των 19:00 για θεσσαλονίκη και δεν θα γυρίσεις σπίτι σου. Τουλάχιστον όχι σήμερα."
Είναι δύο φυλακισμένοι και ρωτάει ο ένας τον άλλο.
Α: Τι έκανες κι είσαι στη φυλακή;
Β: Ήμουν στη δουλειά και δεν αισθανόμουν καλά. Μια και δεν είχε πολύ δουλειά
Μου λέει αφεντικό "άντε πήγαινε σπίτι σου να συνέλθεις". Πάω κι εγώ σπίτι
Μου και βρίσκω τη γυναίκα μου στο κρεβάτι με τον καλύτερό μου φίλο. Ε,
Άρπαξα τη κυνηγητική μου καραμπίνα και την άδειασα πάνω τους και βρέθηκα
Εδώ. Εσύ τι έκανες;
Α: Πού να σου τα λέω. Σφαγή.
Β: Αντε ρε και φαίνεσαι καλό παιδί.
Α: Γυρίζω σπίτι μου και λέω στη γυναίκα μου:
"Αγάπη μου, άκουσα ένα
Καταπληκτικό ανέκδοτο. Ακου να πεθάνεις απ τα γέλια". Της λέω το ανέκδοτο
Και την πιάνει ένα νευρικό γέλιο, γέλαγε ασταμάτητα επί δύο ώρες μέχρι που
Της ήρθε ανακοπή και πέθανε. Ο εισαγγελέας δε με πίστεψε και μου απήγγειλε
Κατηγορία ανθρωποκτονίας. Ήμουν στην πρώτη σελίδα όλων των εφημερίδων. Στη
Δίκη όταν έφτασε η ώρα της απολογίας μου, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου μου
Είπε ειρωνικά:
"Ώστε ισχυρίζεστε πως η σύζυγός απεβίωσε από το πολύ γέλιο.
Για πέστε το και σ εμάς αυτό το τόοοοσο καταπληκτικό ανέκδοτο που λέτε πως
Της είπατε". Τους διηγήθηκα το ανέκδοτο κι άρχισαν όλοι να γελάνε
Ασταμάτητα. Ο Πρόεδρος, ο Εισαγγελέας, οι Δικαστές, οι Ένορκοι, οι
Δικηγόροι, οι αστυνομικοί, το ακροατήριο. Μόνο δυο Πόντιοι που κάθονταν στην
Άλλη άκρη της αίθουσας δεν γελούσαν. Πέρασαν δυο ώρες τρεις ώρες κι όλοι
Γελούσαν μέχρι που ξεψύχησαν ένας ένας. Μετά από δύο εβδομάδες πέθαναν και
Οι δύο Πόντιοι
Μια νοικοκυρά που κατοικεί κοντά στο σταθμό των Κ. Πατησίων, παραγγέλνει σ΄ένα μαραγκό μια ντουλάπα για την κρεβατοκάμαρα της. Αφού τη φτιάχνει ο μαραγκός πάει και την τοποθετεί. Μόλις φεύγει σε 10 λεπτά περνάει το τρένο και ΜΠΑΜ κάτω η ντουλάπα.
Παίρνει τηλέφωνο πάλι τον μαραγκό και αμέσως πάει να την
Διορθώσει. Δεν περνάνε πάλι 10 λεπτά περνάει το τρένο και ΜΠΑΜ πάλι η ντουλάπα κάτω. Τον αναπαίρνει τηλέφωνο, ξαναπάει αυτός και βάζει δυο τακάκια πάνω στην ντουλάπα. Μόλις φεύγει περνάει πάλι το τρένο πάρτην κάτω πάλι την ντουλάπα. Παίρνει πάλι τηλέφωνο τον μαραγκό, και αγανακτισμένος αυτός της
Λέει¨
- Θα κάτσω μέσα στην ντουλάπα και μόλις περάσει το τρένο θα δω που είναι το πρόβλημα και θα το φτιάξω. Κάθεται λοιπόν μέσα στην ντουλάπα με το σφυρί στο χέρι και περιμένει το τρένο. Εν τω μεταξύ γυρίζει ο σύζυγος απο την δουλειά βγάζει το σακάκι του και πάει να το κρεμάσει στην ντουλάπα. Ξαφνικά βλέπει τον μαραγκό μέσα στην ντουλάπα και αρχίζει να του φωνάζει.
- Ρε αλήτη τι κάνεις εδώ μέσα? και απαντάει ο μαραγκός.
- Αμα σου πω ότι περιμένω το τρένο θα με πιστέψεις?!
Ο απελπισμένος καθηγητής στέλνει στο γυμνασιάρχη δυό ταραξίες μαθητές της τάξης.
- Τι έκανες εσύ, παιδί μου; ρωτάει ο γυμνασιάρχης τον πρώτο.
- Τίποτα, κύριε γυμνασιάρχα. Πήρα το τετράδιό του διπλανού μου.
- Τρείς μέρες αποβολή. Πήγαινε, τον διακόπτει ο γυμνασιάρχης. Εσύ τι έκανες; απευθύνεται στον δεύτερο μαθητή.
- Τίποτα, κύριε. Πέταξα μόνο το σφουγγαράκι απο το παράθυρο.
- Καλά, δεν ειναι τόσο σημαντικό. Πήγαινε τώρα.
Πέντε μέρες μετά ο καθηγητής στέλνει ξανά τον ίδιο μαθητή στον γυμνασιάρχη.
- Τί έκανες αυτή τη φορά; ρωτάει ο γυμνασιάρχης.
- Πέταξα το σφουγγαράκι από το παράθυρο.
- Και σε ξαναστείλανε για αυτό; Νομίζουν ότι δεν έχω τίποτε καλύτερο να κάνω; Φύγε παιδί μου!
Και τότε εισβάλλει στο γραφείο ένας εξαγριωμένος κύριος.
- Ποιός είστε, κύριε; τον ρωτάει ο γυμνασιάρχης. Και πως ορμάτε έτσι στο γραφείο μου;
- Ποιός είμαι ρωτάτε; Ο πατέρας του Σφουγγαράκη είμαι!
Πάνε τρεις άνθρωποι στον παράδεισο και λέει ο Αγιος Πέτρος:
- Μόνο όποιος είχε σκληρό θάνατο θα περάσει μέσα.
Πάει ο πρώτος:
- Εγώ γύρισα από τη δουλειά πιο νωρίς γιατί νόμιζα πως η γυναίκα μου με απατάει. Μπαίνω μέσα στο σπίτι και δεν ήταν κανείς. Βγαίνω στο μπαλκόνι και βλέπω έναν να κρέμεται επειδή πίστεψα πως ήταν ο εραστής της γυναίκας μου του πάτησα τα χέρια για να πέσει κάτω, αλλά σώθηκε κι έτσι καθώς πήγαινα να του πετάξω το ψυγείο για να σκοτωθεί παθαίνω καρδιακό και πεθαίνω.
- Είχες πολύ σκληρό θάνατο. Μπες μέσα. Ο επόμενος!
Πάει ο δεύτερος.
- Εγώ έκανα γυμναστική στο μπαλκόνι μου στον έκτο όροφο. Σε μια στιγμή σκόνταψα και έπεσα άλλα πιάστηκα από τα κάγκελα του πέμπτου. Κι ενώ ζητάω βοήθεια βγαίνει ένας άντρας έξω και μου πατάει τα πόδια. Τότε πέφτω σε ένα θάμνο και σώζομαι άλλα βγαίνει τότε εκείνος ο άντρας και μου πετάει ένα ψυγείο. Και τότε σκοτώνομαι.
- Είχες κι εσύ σκληρό θάνατο. Πέρνα μέσα. Ο επόμενος!
Πάει κι ο τρίτος.
- Εγώ το μόνο που θυμάμαι είναι ότι μπήκα σε ένα ψυγείο!

Ο Πρωθυπουργός της Ελλάδος Κώστας Σημίτης κάποια στιγμή όπως όλοι οι άνθρωποι πεθαίνει και πάει και χτυπάει την πόρτα του Παραδείσου. Βγαίνει ο ‘Aγιος Πέτρος και τον ρωτάει:
Α. Π: Ποιος είσαι;
Σ: Κώστας Σημίτης, Πρωθυπουργός της Ελλάδος.
Α. Π: Και θες να μπεις στον Παράδεισο; Χμ, με όλα όσα έκανες στη γη; Λυπάμαι κύριε Πρωθυπουργέ αλλά η θέση σας είναι στην κόλαση.
Τι να κάνει και ο Σημίτης πάει στην κόλαση. Παρουσιάζεται ο Εωσφόρος και του λέει:
Ε: Ποιος είσαι;
Σ: Κώστας Σημίτης, Πρωθυπουργός της Ελλάδος.
Ε: Και τι θες εδώ;
Σ: Στον Παράδεισο δεν υπάρχει θέση για μένα.
Ε: Εδώ που τα λέμε ούτε και στην Κόλαση υπάρχει. Μπορείς να πάρεις όμως τη θέση κάποιου και να τον στείλεις στον Παράδεισο. Είναι τρεις οι υποψήφιοι αυτή τη στιγμή οι που περιμένουν αντικαταστάτη. Εσύ θα διαλέξεις ποιανού τη θέση θες να πάρεις. Πάμε να δεις τον πρώτο.
Πηγαίνουν σε μια λίμνη και βλέπουν τον Καραμανλή να κολυμπάει και να αναζητά στο βάθος της λίμνης έναν θησαυρό τον οποίο δε βρίσκει ποτέ. Σκέφτεται λίγο και λέει:
"Δεν μπορώ εγώ, ο Κώστας Σημίτης που πέτυχα όλους τους στόχους της ελληνικής πολιτικής κι έβαλα την Ελλάδα στην ΟΝΕ, να ψάχνω αιωνίως έναν ανύπαρκτο θησαυρό. Ποτέ στη ζωή μου δεν κυνήγησα ουτοπίες για να το κάνω τώρα και μάλιστα αιωνίως! Όχι, όχι, απορρίπτεται"
Ε: Εντάξει, πάμε να δεις τον επόμενο.
Ο επόμενος υποψήφιος για τον παράδεισο είναι ο Ανδρέας Παπανδρέου που με έναν κασμά σπάει κάτι τεράστιες κοτρόνες από το πρωί μέχρι το βράδυ κι απ το βράδυ μέχρι το πρωί.
Σ: Εγώ που έβαλα την Ελλάδα στην ΟΝΕ να κάνω τέτοια πράγματα αιωνίως! Όχι κύριε Εωσφόρε, εγώ δεν έκανα κάτι απλά για να βρίσκομαι σε δουλειά. Εγώ άλλαξα την πολιτική του Κινήματος, έβαλα υψηλούς στόχους και δούλεψα σκληρά για να τους πετύχω. Δεν μπορώ να κάθομαι να σπάω πέτρες. Απορρίπτεται κι αυτό.
Ε: Εντάξει, πάμε να δεις το τελευταίο αλλά τώρα υποχρεωτικά θα πρέπει να διαλέξεις κάτι.
Πηγαίνουν σε ένα δωμάτιο και βλέπουν τον Κλίντον και τη Μόνικα να του παίρνει τσιμπ**κια από το πρωί μέχρι το βράδυ και απ το βράδυ μέχρι το πρωί.
Σ: Αυτό διαλέγω. Είναι η επιβράβευση που μου αξίζει, ύστερα από όσα έκανα για το καλό της χώρας μου.
Ε: Εντάξει, Μόνικα, μπορείς να πας στον Παράδεισο, βρήκαμε ποιος θα σε αντικαταστήσει.
Ο Κωστίκας μόλις γύρισε σπίτι του είδε τον θείο του απο την Αμερική και έκαναν τον εξής διάλογο:
- "Θείε, τι δουλειά κάνεις στην Αμερική;"
- "Εγώ Κωστίκα, σπούδασα φιλοσοφία!"
- "Ααα! Και τι είναι φιλοσοφία;"
- "Φιλοσοφία αγόρι μου, είναι μια σειρά σκέψεων που στο τέλος οδηγούν σε μια αλήθεια!"
- "Μπορείς να μου δώσεις ένα παράδειγμα;"
- "Βεβαίως αγόρι μου. Λοιπόν, έχεις ενυδρείο;"
- "Έχω."
- "Αρα αγαπάς την θάλασσα."
- "Ναι, την αγαπάω."
- "Αρα αγαπάς τα ψάρια."
- "Ναι τα αγαπάω."
- "Αρα αγαπάς τους ανθρώπους που κολυμπούν στην θάλασσα."
- "Ναι τους αγαπάω."
- "Αρα αγαπάς και τις γυναίκες που κολυμπούν στην θάλασσα."
- "Ναι τις αγαπάω."
- "Αρα δεν είσαι πούστης."
- "Ααα! Βγήκε μια αλήθεια θείε! Τώρα κατάλαβα!"
Ο Κωστίκας συνάντησε σε λίγο τον Γιωρίκα, και αφού του εξήγησε για τον θείο του στο τέλος του είπε:
- "Γιωρίκα, ξέρεις τι είναι φιλοσοφία;"
- "Όχι."
- "Ου, ρε άσχετε."
- "Γιατί εσύ ξέρεις Κωστίκα;"
- "Ναι και θα σου εξηγήσω. Λοιπόν, έχεις ενυδρείο;"
- "Όχι."
- "Ε, τότε είσαι πούστης!"
Βάζει η δασκάλα εργασία στα παιδιά να γράψουν μία παράγραφο που να έχει την φράση:
"Βγάζω λοιπόν το συμπέρασμα".
Λέει ο Γιαννάκης:
- Ξυπνάω το πρωί, τρώω με την οικογένειά μου και έρχεται η λιμουζίνα και πάει εμένα στο σχολείο, την μαμά μου στο Κολωνάκι και τον πατέρα μου στο γραφείο του. Το μεσημέρι έρχεται η λιμουζίνα και μας παίρνει, πάμε σπίτι και τρώμε όλοι μαζί, ενώ ο μπαμπάς μου διαβάζει τους Νew York Times. Βγάζω λοιπόν το συμπέρασμα ότι είμαστε μια πλούσια οικογένεια.
Λέει ο Κωστάκης:
- Ξυπνάω το πρωί, τρώω με την οικογένειά μου, έρχεται η τζάγκουαρ και με πηγαίνει στο σχολείο, πηγαίνει τον μπαμπά μου στην δουλειά του, και την μαμά μου στο Κολωνάκι. Το μεσημέρι πάλι η τζάγκουαρ έρχεται και μας πάει σπίτι. Στο τραπέζι ο μπαμπάς μου διαβάζει την Ναυτεμπορική, και τον Επενδυτή. Βγάζω λοιπόν το συμπέρασμα ότι είμαστε μια πλούσια οικογένεια.
Λέει ο Τοτός:
- Εγώ ξυπνάω το πρωί, ντύνομαι, παίρνω το λεωφορείο, στριμόχνομαι με άλλους και πηγαίνω σχολείο.
Το σαββατοκύριακο πηγαίνω με την οικογένεια μου στο χωριό και στο αυτοκίνητο στριμόχνομαι με τα αδέρφια μου. Όταν φτάνουμε βλέπω την γιαγιά μου να κατεβαίνει τον λόφο κρατώντας στο ένα χέρι μια πολιτική εφημερίδα και στο άλλο το Μαντάμ Φίγκαρο. Βγάζω λοιπόν το συμπέρασμα ότι η γιαγιά μου είχε πάει για χέσιμο...
Ένας παντρεμένος αποφασίζει να μείνει αργά στο γραφείο γιατί έχει στο μάτι την σέξι γραμματέα του. Τηλεφωνάει λοιπόν στη γυναίκα του ότι θα αργήσει. Μετά τη δουλειά πάνε με τη γραμματέα για φαΐ, η τύχη του δεν τον εγκαταλείπει και καταλήγουν για δυο ολόκληρες ώρες στο διαμέρισμα της για τα περαιτέρω...
... Πάει στο μπάνιο ο τύπος να σινιαριστεί για την επιστροφή και διαπιστώνει μια κατακόκκινη βούλα απο πιπιλιστό φιλί στο λαιμό φάτσα. Πανικός!...-τι θα πω στη γυναίκα μου;...
Φτάνει σπίτι και με το που ξεκλειδώνει την πόρτα, τρέχει ο σκύλος να τον προϋπαντήσει.
- Αυτός είσαι! σκέφτεται ο τύπος, πέφτει στο χαλί ,κάνει ότι τάχα προσπαθεί να κρατήσει σε απόσταση το ζώο και κρατώντας τον λαιμό του με το ένα χέρι.
- Αγάπη μου, κοίτα τι μού `κάνε στο λαιμό ο σκύλος!
Κι αυτή, ανοίγοντας την μπλούζα της:
- Ατιμο ζώο! Εμένα κοίτα τι μού `κανε στα βυζιά!