Κάποτε ήταν ένας Γερμανός, ένας Ιταλός και ένας Έλληνας και τους έπιασε ένας βασιλιάς, τους πηγαίνει σε ένα μέρος που βρωμούσε απίστευτα και τους λέει:
- Κανένας δεν έχει διασχίσει αυτόν τον βάλτο. Όποιος πηδήξει και διασχίσει τον βρωμερό βάλτο με τους λευκούς καρχαρίες, τις βδέλλες και τους κροκόδειλους θα κερδίσει το βασίλειό μου.
Δεν πηδάει κανείς.
Ξαναλέει ο βασιλιάς:
- Όποιος πηδήξει και διασχίσει τον βρωμερό βάλτο με τους λευκούς καρχαρίες, τις βδέλλες και τους κροκόδειλους θα κερδίσει το βασίλειό μου ή έναν μαλάκα!
Πηδάει ο Έλληνας, τον κυνηγάν οι καρχαρίες, οι κροκόδειλοι, τον πλησιάζουν, ίσα που προλαβαίνει και βγαίνει στην άλλη πλευρά ματωμένος και ταλαιπωρημένος.
- Μπράβο, λέει ο βασιλιάς. Κανένας άλλος δεν είχε ποτέ διασχίσει τον βρωμερό βάλτο με τους λευκούς καρχαρίες, τις βδέλλες και τους κροκόδειλους. Τι θες λοιπόν; Το βασίλειό μου, ή έναν μαλάκα;
- Έναν μαλάκα!
- Έναν μαλάκα;
- Ναι, τον μαλάκα που με έσπρωξε στον βάλτο!
Είναι δυο φίλοι, ο ένας εργατικός, ο άλλος τεμπέλης.
- Δεν γίνεται, λέει ο εργατικός, πρέπει να βρεις οπωσδήποτε δουλειά. Σου βρήκα μία,θα δουλέψεις κλητήρας σε ένα υπουργείο.
- Εντάξει, λέει ο τεμπέλης, θα κάνω κάτι δεν θα κουράζομαι και θα βγάζω και λεφτά.
Μετά ενα μήνα ξανασυναντιούνται οι δυο φίλοι, άνεργος πάλι ο τεμπέλης.
- Γιατί έφυγες ρε από την δουλειά που σου βρήκα;ρωτάει ο φίλος.
- Γιατί, κάθε 5 λεπτά έπρεπε να σηκώνομαι απο την καρέκλα μου, και να χαιρετάω τους επισήμους που έμπαιναν στο υπουργείο. Έχεις καμιά πιο ξεκούραστη δουλειά;
- Εχω, του απαντάει ο άλλος, σε περίπτερο, θα κάθεσαι συνέχεια και θα πουλάς το εμπόρευμα.
Ενα μήνα μετά, πάλι άνεργος ο τεμπέλης.
- Τί συνέβει αυτή τη φορά; ρωτάει ο φίλος.
- Με πήρε ο ύπνος στην καρέκλα και έγινε ληστεία, κλέψανε τα πάντα.
- Ακουσε να σου πω, λέει αγανακτισμένος ο φίλος, αυτή είναι η τελευταία φορά που σε στέλνω σε δουλειά και μην μου πεις ότι κουράστηκες γιατί θα σε πνίξω. Θα πας φύλακας σε νεκροταφείο, θα κάθεσαι μόνος σου και το βράδυ θα κλειδώνεις και θα φεύγεις. Τίποτα άλλο.
- Αυτή μάλιστα! απαντάει ο τεμπέλης. Αυτή είναι δουλειά για μένα.
Ενα μήνα αργότερα συναντιούνται οι δυο φίλοι, άνεργος πάλι ο τεμπέλης.
- Μη μου πεις ότι κουραζόσουνα και στο νεκροταφείο; ρωτάει άγρια ο φίλος του.
- Ακου να δεις, τι έπαθα εκει μέσα, απαντάει ο τεμπέλης. Καθόμουνα όλη μέρα σε μια καρέκλα και κοιτάζοντας γύρω-γύρω έβλεπα διαρκώς γραμμένη τη φράση, ΕΔΩ ΑΝΑΠΑΥΕΤΑΙ, ΕΔΩ ΑΝΑΠΑΥΕΤΑΙ, ΕΔΩ ΑΝΑΠΑΥΕΤΑΙ. Κι έτσι μου δημιουργήθηκε η εντύπωση πως ο μόνος που δούλευε εκει μέσα ήμουν εγώ!