Τετάρτη απόγευμα χτυπάει το τηλέφωνο...
- Παρακαλώ.
- Κύριε Θανάση ο Βασίλης είμαι , που νοικιάζω το σπίτι στα Πετράλωνα.
- Τι κάνεις Βασίλη μου, όλα καλά;
- Ξέρετε έχουμε ένα προβληματάκι.
- Τι προβληματάκι, Βασίλη μου; Καμία βρύση;
- Όχι ακριβώς. Να Κυρ Θανάση, ξέρετε, το σπίτι έχει ποντίκια.
- Ποντίκια; Αποκλείεται. Ημιυπόγειο είναι, θα πέσε από κανένα παράθυρο.
- Μα έχει πολλά ποντίκια...
Και τελικά κανονίσανε να πάει ο κυρ Θανάσης για καφέ το Σάββατο το πρωί για να δει και το πρόβλημα...
ΣΑΒΒΑΤΟ... ενώ πίνουν τον καφέ στο σαλόνι...
- Που είναι τα ποντίκια ρε Βασίλη;
- Περιμένετε κυρ Θανάση...
Σηκώνεται και πάει στο ψυγείο. Φέρνει ένα κομμάτι κασεράκι και το βάζει στη μέση στο δωμάτιο. Τσατ-πατ- φιτ εμφανίζονται 2 ποντικάκια και το κάνουν άφαντο...
- Εεεε καλά ρε Βασίλη, αυτά τα μικρά έλεγες;
- Δεν κατάλαβες Κυρ Θανάση, έχω πολλά ποντίκια...
Πηγαίνει πάλι στο ψυγείο φέρνει ένα μεγαλύτερο κομμάτι τυρί.. το βάζει στο πάτωμα... φσιτ, κλικ, μπονγκ. ζιπ εμφανίζονται καμιά 15αρια ποντικάκια και πάει το τυρί.
- Εντάξει ρε Βασίλη, θα έπεσε καμιά ποντικίνα και γέννησε και έμεινε η οικογένεια εδώ. Θα βάλουμε δηλητήριο και θα τα λιώσουμε.
- Μα κυρ Θανάση, αυτό δεν είναι τίποτα...
Πάει στο ψυγείο και φέρνει ένα ολόκληρο κεφάλι τυρί, το βάζει στη μέση στο σαλόνι και... χαμός εκατοντάδες ποντίκια από παντού... βζινγκ... ζιπ... εξαφανίζεται το τυρί με ρυθμούς ασύλληπτους... και ξαφνικά κοιτάει ο κυρ Θανάσης και βλέπει να περνάει να μια πέστροφα... και παθαίνει σοκ...
- Κατάλαβες κυρ Θανάση πόσα ποντίκια έχω;
- Αστα τα ποντίκια ρε Βασίλη. Δε μου λες; Αυτό που είδα και πέρασε ήταν πέστροφα;
- Αααααα λέει ο Βασίλης και χτυπάει ελαφρά τον κυρ Θανάση στην πλάτη κλείνοντας του το μάτι...
- Για την υγρασια θα τα πουμε μετα!

Ο Αρχιεπίσκοπος έκανε ένα ταξίδι στην Κρήτη, και, μετά τις επαφές του με την τοπική εκκλησία, μπήκε σε ένα καράβι που έκανε μια μικρή κρουαζιέρα στις ακτές του νησιού.
Ξαφνικά είδε μια μεγάλη αναστάτωση: Ένας αβοήθητος άνδρας, που φορούσε ένα μπλουζάκι Ολυμπιακού, ήταν μέσα στα κύματα και ούρλιαζε απελπισμένος προσπαθώντας να ξεφύγει από τα σαγόνια ενός πελώριου καρχαρία.
Ξαφνικά εμφανίστηκε ένα ταχύπλοο με τρεις άντρες, που όλοι φορούσαν μπλουζάκια Παναθηναικού και ήταν μέλη του τοπικού συλλόγου. Ένας από αυτούς εκτόξευσε με δύναμη ένα καμάκι στα πλευρά του καρχαρία, ενώ οι άλλοι δύο πλησίασαν και έβγαλαν από την θάλασσα τον μπλε και ημιαναίσθητο ολυμπιακό.
Μετά και οι τρεις κτύπησαν τον καρχαρία με κοντάρια και τον ανέσυραν νεκρό πάνω στο σκάφος τους.
Ο Αρχιεπίσκοπος, όπως είναι φυσικό, ενθουσιάστηκε από την πράξη τους και φώναξε:
- Μπράβο τέκνα μου! Να έχετε την ευλογία του Θεού για την γενναία σας πράξη! Λοιπόν, ενώ νόμιζα ότι υπήρχε αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα σε οπαδούς του Παναθηναϊκού και του Ολυμπιακού, τώρα όμως διαπιστώνω ότι αυτό δεν είναι αλήθεια.
Μετά την αναχώρηση του Αρχιεπισκόπου, ο τύπος με το καμάκι
Αναρωτήθηκε:
- Ρε σύντεκνοι, ποιος ήταν τούτος; Κάτι μου θυμίζει η φάτσα του...
- Καλά, ρε, δεν ξέρεις τον Αρχιεπίσκοπο; Είναι ένας άνθρωπος του Θεού και κατέχει την θεία σοφία και τα διδάγματα.
Οπότε απαντά ο τύπος:
- Μπορεί να έχει την θεία σοφία, αλλά δεν έχει ιδέα από ψάρεμα
Καρχαριών. Και με την ευκαρία, το δόλωμα συνήλθε και είναι καλά, ή να πάμε να βρούμε κάποιον άλλον;
Μαθαίνει που λέτε ο Χριστός ότι κάτω στη γη γίνεται της κακομοίρας. βλέπε ναρκωτικά, βιασμοί, φόνοι, κ. Τ. Λ. Αποφασίζει λοιπόν να κατέβει να δει και ο ίδιος τα χάλια μας.
Κατεβαίνει λοιπόν και χτυπάει μια πόρτα μεταμφιεσμένος σε άστεγο:
- Σας παρακαλώ δώστε μου κάτι να φάω.
- Φύγε παλιό αλήτη χλεμπονιάρη ... ουστ να πας να δουλέψεις
Να μην τα πολυλογούμε αυτό έγινε πολλές φορές έτσι και απογοητεύτηκε ο Χριστός και πήγε και κάθισε σε ένα παγκάκι. Δίπλα του καθόταν ένας τύπος που κούτσα κούτσα έστριβε ένα τσιγαράκι με το "κατιτίς" του μέσα για να φτιάξει κατάσταση, και του λέει:
- Τι έχεις ρε φιλαράκι και είσαι τόσο down;
Ο Χριστός ξαφνιάζεται από το ενδιαφέρον του συνανθρώπου και αρχίζει το γνωστό παραμύθι:
- Πεινάω, δεν έχω σπίτι κ. Τ. Λ.
Τον παίρνει λοιπόν ο άλλος σπίτι του τον πλένει τον ταϊζει, τον ποτίζει κ. Τ. Λ.
Ευχαριστημένος ο Χριστός του λέει μετά από το γεύμα:
- Τώρα που με βοήθησες θα σου πω ποιος είμαι!
- Περίμενε λίγο να πιούμε κάτι, να κάνουμε και το τσιγαράκι μας και μου λες την ιστορία σου ... απαντά ο τυπάς και συνάμα βγάζει το σακουλάκι και τα τσιγαρόχαρτα και στρίβει ένα τριπλό τσιγαριλίκι Κανά 40ρι εκατοστά... Αφού τραβάει κάτι ψιλοτζούρες ο δικός σου και είχε ντουμανιάσει το δωμάτιο, γυρνά στο Χριστό και του λέει:
- Πες μου ρε παλικάρι τώρα την ιστορία σου...
- Κοίτα, του λέει ο Χριστός, βασικά δεν με λένε ʼρτεμη. Είμαι ο ΧΡΙΣΤΟΣ ο γιος του ΘΕΟΥ!
Κουνάει ο άλλος το κεφάλι του πάνω κάτω και γεμάτος θαυμασμό αναφωνεί:
- Τι τσιγάρα δυναμίτες φτιάχνω ο πούστης!

Αρρώστησε η μητέρα του Γιωρίκα, και έπρεπε να πάει να την δει. Αποφάσισε να αφήσει λοιπόν στην θέση του στο μπαρ τον Κωστίκα, και άρχισε να του δίνει συμβουλές.
- Λοιπόν, τα πράγματα είναι απλά. Όλοι οι πελάτες εδώ είναι καλοί και φιλικοί. Το πιο δύσκολο που έχεις να αντιμετωπίσεις είναι κάποιοι κωφάλαλοι που έρχονται εδώ κάθε βράδυ.
- Καλά, ρε Γιωρίκα, αφού είναι κωφάλαλοι πώς θα ξέρω τι θέλουν; ρωτάει ο Κωστίκας.
- Α, το έχουμε ταχτοποιήσει αυτό. Εγώ με αυτούς έχουμε βρει συνθήματα. Όταν σου δείχνουν ένα δάχτυλο, θα τους πηγαίνεις Gordons, όταν σου δείχνουν 2, θα τους πηγαίνεις βότκα και όταν σου δείχνουν 3 θα τους πηγαίνεις ουίσκι...
Το επόμενο απόγευμα στο μαγαζί έρχονται και οι κωφάλαλοι.
Δείχνουν 1 με το δάχτυλο, του πάει Gordons. Δείχνουν 2, τους πάει βότκα. Δείχνουν 3, τους πάει ουίσκι.
Μετά από λίγο βλέπει και τους 3 να κοιτάνε το ταβάνι με τα στόματα ανοιχτά. Δεν ξέρει τί σημαίνει αυτό και τηλεφωνεί στον Γιωρίκα.
- Α, έλα ρε, αυτό δεν είναι τίποτε, λέει ο Γιωρίκας!
- Τότε τί έχουν πάθει; ρωτάει ο Κωστίκας;
- Τίποτε ρε... Μεράκλωσαν και τραγουδάνε...