Δυο φίλοι συζητούν:
- Τι κάνεις, βρε Κώστα; Πώς πάει το ψάρεμα;
- Τέλεια! Χθες έπιασα ένα ροφό 25 κιλά!
- Ναι, ε;
- Αλήθεια σου λέω! Εσύ; Πώς πάει το κυνήγι;
- Πού να σου τα λέω! Είχα πάει την Πέμπτη για λαγό. Βλέπω έναν, μπαμ, του ρίχνω μία, πάρτον κάτω. Εκεί που περπατούσα βλέπω τον δασοφύλακα και ξαφνικά θυμήθηκα ότι τις Πέμπτες απαγορεύεται το κυνήγι του λαγού. Πανικοβλήθηκα! Τι να κάνω, τι να κάνω, μπαμ, ρίχνω μια και στον δασοφύλακα!
- Τι; Σκότωσες τον άνθρωπο, κακούργε;
- Ε, τι να έκανα; Θα μου έπαιρναν την άδεια. Τέλος πάντων, τον βάζω στην πλάτη και εκεί που περπατούσα περνάει μια οικογένεια μεσα σε ένα τζιπ και καταλαβαίνω ότι με είδαν. Με έπιασε πανικός και... μπαμ, τους καθάρισα όλους!
- Όλους! Μα πώς μπόρεσες;
- Ε, τι να έκανα; Με είχαν δει και θα πήγαινα φυλακή! Τέλος πάντων, τους φορτώνω όλους μέσα στο τζιπ και ξεκινάω για να πάω να τους πετάξω κάπου. Και ξαφνικά... περνάει ένα σχολικό με 20 παιδάκια!
- Ως εδώ! Μην μου πεις ότι σκότωσες και τα παιδάκια παλιοκάθαρμα!
- Ακου να σου πω, ΑΝ ΔΕΝ ΑΦΑΙΡΕΣΕΙΣ ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ 20 ΚΙΛΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΡΟΦΟ ΔΕΝ ΘΑ ΜΕΙΝΕΙ ΟΥΤΕ ΡΟΥΘΟΥΝΙ!
Πετά ένα αεροπλάνο πάνω από την άγρια ζούγκλα και, όπως πάντα στα ανέκδοτα, πέφτει και οι Ζουλού πιάνουν τους μοναδικούς επιζώντες τον Τούρκο, τον Ιταλό και τον Έλληνα.
Πηγαίνουν τους αιχμαλώτους στον αρχηγό, που τους λέει:
- Θα σας σκοτώσουμε, εκτός και αν πείτε ένα ανέκδοτο και καταφέρετε να κάνειτε όλη την φυλή να γελάσει. Αν όμως έστω και ένας δεν γελάσει, θα σας σκοτώσουμε.
Λέει πρώτος ανέκδοτο ο Τούρκος.
Γελάνε 20 άτομα από την φυλή, οπότε τον πιάνουν και τον σκοτώνουν.
Λέει ο Ιταλός, γελάνε οι μισοί, τον σκοτώνουν και αυτόν.
Λέει και ό Έλληνας, και γελάνε όλοι εκτός από έναν.
- Λυπάμαι, λέει ο αρχηγός, αλλά η συμφωνία ήταν ότι έπρεπε να κάνεις όλην την φυλή να γελάσει.
Σκοτώνουν και τον Έλληνα.
Την ώρα που τον σκότωναν, αυτός που δεν είχε γελάσει, πεθαίνει στα γέλια. Κυλιόταν κατάχαμα, και δεν μπορούσε να σταματήσει να γελάει:
- Τι έπαθες, ρε συ ξαφνικά;
- Ε, τώρα κατάλαβα το ανέκδοτο του Έλληνα.
Παίζουμε μπάλα;
Δύο τρελοί προχωρούν στο δρόμο και περνάν μπροστά από ένα γήπεδο και λέει ο ένας:
- Δεν πάμε να παίξουμε καμιά μπαλίτσα;
- Μα πώς αφού είμαστε μόνο δύο...
- Έλα μωρέ, εγώ θα κάνω τους παίκτες και εσύ τους θεατές, την κερκίδα.
- Εντάξει, άντε, πάμε.
Μπαίνουν λοιπόν μέσα στο γήπεδο και ξεκινάν.
Ο ένας έτρεχε πάνω κάτω. Έκανε τριπλίτσες και όλα τα σχετικά.
Ο άλλος καθόταν στις κερκίδες, ζητωκραύγαζε, φώναζε συνθήματα, χειροκροτούσε...
Σε κάποια φάση ο εκ της κερκίδας βρίσκει κάτω ένα τενεκεδάκι, το παίρνει στα χέρια του και το πετάει στο κεφάλι του άλλου.
Γυρνάει αυτός και φωνάζει:
- Καλά ρε, ανάμεσα σε 22 παίκτες, εμένα βρήκες και χτύπησες;
Και απορημένος ο άλλος κοιτάει δεξιά, κοιτάει αριστερά και απαντάει:
- Εδώ είναι 30 χιλιάδες κόσμος! Γιατί πιστεύεις ότι εγώ σε χτύπησα;
An elderly lady did her shopping and, upon returning to her car, found four males in the act of leaving with her car.
She dropped her shopping bags and drew her handgun, proceeding to scream at them at the top of her voice, "I have a gun and I know how to use it! Get out of the car you scumbags !"The four men didnt wait for a second invitation but got out and ran like mad, whereupon the lady, somewhat shaken, proceeded to load her shopping bags into the back of the car and get into the drivers seat. She was so shaken that she could not get her key into the ignition. She tried and tried, and then it dawned on her why. A few minutes later she found her own car parked four or five spaces farther down. She loaded her bags into her car and drove to the police station. The sergeant to whom she told the story nearly tore himself in two with laughter and pointed to the other end of the counter, where four pale white males were reporting a car jacking by a mad elderly woman described as white, less than5 tall, glasses, and curly white hair carrying a large handgun.