Ο τύπος είχε χρόνια πρόβλημα: Δεν μπορούσε να έχει στύση. Πάει στο γιατρό, που μετά από πολλές εξετάσεις, έβγαλε διάγνωση.
- Έχω και καλά και κακά νέα, του λέει. Τα κακά νέα είναι ότι οι
Μύες του πέους σου έχουν εκφυλιστεί και δεν υπάρχει θεραπεία
Μετά από το πρώτο σοκ, ο τύπος ξαναβρίσκει την ψυχραιμία του και ρωτάει:
- Και ποια είναι τα καλά νέα;
- Υπάρχει μια πειραματική θεραπεία, αλλά χωρίς εγγυήσεις. Μεταμοσχεύουμε στο πέος τους μύες απ την προβοσκίδα νεαρού ελέφαντα. Τι λες; Θα το επιχειρήσεις;
- Δεν έχω να χάσω και τίποτα, λέει ο τύπος, και η σκέψη ότι θα περάσω όλη μου τη ζωή, χωρίς να μπορώ να κάνω έρωτα, με ενοχλεί αφόρητα.
Θα προχωρήσουμε!
Ο γιατρός κάνει την επέμβαση και σε μερικές βδομάδες, ο τύπος
Πάει με τη φιλενάδα του σε ένα εστιατόριο, να γιορτάσουν για το
Καινούργιο
Απόκτημά του.
Μόλις καθίσανε στο τραπέζι, νοιώθει μια ενόχληση ανάμεσα στο
Πόδια του, που προοδευτικά χειροτερεύει, μέχρι που γίνεται επώδυνη.
Ξεκουμπώνει το παντελόνι του, για να ανακουφιστεί λιγάκι. Ξαφνικά το πέος του, ελεύθερο πλέον, βγαίνει απ το παντελόνι,
Ανεβαίνει στο τραπέζι, αρπάζει ένα ψωμάκι και επιστρέφει στη θέση
Του.
Wow! λέει έκθαμβη η φιλενάδα. Εντυπωσιακό! Μπορείς να το
Ξανακάνεις;
- Πιθανόν! λέει αυτός, με γουρλωμένα μάτια, αλλά αμφιβάλλω αν χωράει κι άλλο ψωμάκι στον κώλο μου!
Σε περιπτύξεις η κυρία με τον εραστή της.(το κάνανε τραπεζάτο) Tακ-τακ η πόρτα.
- Ωωωχ, ο άντρας μου, κάνει η κυρία. Που να σε κρύψω τώρα; Α! Κάθισε όρθιος εδώ στο τραπέζι και κάνε το άγαλμα..
Όμως, αντί του άντρα, ήτανε τρεις φίλες της εν λόγω κυρίας. Αφού πέρασε λίγη ώρα (έχοντας επεξεργασθεί και οι τρεις φίλες το άγαλμα εκεί που πήγε το μυαλό σας,) λέει η πρώτη:
- Πολύ φυσικό αυτό το άγαλμα, Kικίτσα μου. Tόσο που για μια στιγμή μου φάνηκε πως την ώρα που τον χάιδευα
. εκεί, νομίζω ότι του σηκώθηκε.!
- Απλά του σηκώθηκε λες εσύ, είπε η δεύτερη. Eμένα μου φάνηκε ότι του έγινε παλούκι.!
- Α! Εσείς δεν λέτε τίποτα, λέει η τρίτη (που τύγχανε να ήταν και ξανθούλα.), εγώ όταν τον χάιδευα έβγαλε ΒΙΛΑΝΟΒΑ!
Μια φορά κι ένα καιρό ένας φτωχούλης χωρικός σηκώνεται πρωί πρωί με την αυγουλά να αρμέξει την αγελάδα του. Πάει στο στάβλο και τη βρίσκει νεκρή. Η στενοχώρια του ήταν μεγάλη. Η αγελάδα ήταν η μόνη πηγή χρημάτων που είχε για να τρέφει την οικογένεια του. Πάνω στην απελπισία του κρεμάστηκε.
Πάει η γυναίκα του στο στάβλο, βρίσκει την αγελάδα νεκρή και τον άνδρα της κρεμασμένο και πάνω στην απελπισία της τον μιμείται.
Πάει ο γιος στο στάβλο, βλέπει το θέαμα και αποφασίζει να πάει να πέσει στον ποτάμι να πνιγεί. Ήταν έτοιμος να πνιγεί όταν ένα χέρι τον βγάζει από το νερό. Ήταν μια γυναίκα πανέμορφη. Ποτέ του δεν είχε ξαναδεί τόσο ωραία γυναίκα.
- Είμαι η νεράιδα του ποταμού. Ξέρω τι σου συνέβη. Αν με πη**εις πέντε φορές θα σε σώσω και θα αναστήσω τους γονείς σου και την αγελάδα.
Τη βάζει κάτω ο νεαρός την πη**ει μια, δυο, τρεις φορές αλλά στην τέταρτη τα φτύσε.
- Καταραμένε, άντε πνίξου.
Και επιστρέφει στο νερό μέσα και πνίγεται.
Πάει στο στάβλο και ο δεύτερος αδελφός, βλέπει κι αυτός το θέαμα και πάει κι αυτός να πέσει να πνιγεί. Έτοιμος ήταν να τον πάρει ο χάρος και η νεράιδα τον σώζει:
- Είμαι η νεράιδα του ποταμού. Ξέρω τι σου συνέβη. Αν με πη**εις δέκα φορές θα σε σώσω και θα αναστήσω τους γονείς σου, τον αδελφό σου και την αγελάδα.
Τη βάζει κι αυτός κάτω την πη**ει 8 φορές αλλά την ενάτη τα φτύσε.
- Καταραμένε, άντε πνίξου κι εσύ.
Και επιστρέφει στο νερό και πνίγεται.
Πάει και ο τρίτος αδελφός, βλέπει τι συνέβη και πάει κι αυτός να πνιγεί. Πάλι η νεράιδα τον σώζει.
- Είμαι η νεράιδα του ποταμού. Ξέρω τι σου συνέβη. Αν με πη**εις δεκαπέντε φορές θα σε σώσω και θα αναστήσω τους γονείς σου, τα αδέλφια σου και την αγελάδα.
- Μόνο δεκαπέντε, θες. Εγώ σε πη**ω και είκοσι.
- Α, έτσι μου σαι, ε λοιπόν τώρα θέλω είκοσι πέντε.
- Τριάντα.
- Κόλλα το.
Αρχίζει, λοιπόν να την πη**ει αλλά εκεί που την πη**σε σταματάει ξαφνικά και της λέει:
- Δε φαντάζομαι μετά το τριακοστό να πεθάνεις κι εσύ όπως η αγελάδα.
Κάποτε, ένας άντρας απογοητευμένος επειδή η γυναίκα του τον εγκατέλειψε, αποφάσισε να επισκεφτεί ψυχίατρο αναζητώντας τα αίτια του χωρισμού. Ένας καλός του φίλος, του προτείνει έναν πολύ καλό ψυχίατρο και μια και δυο αποφασίζει να πάει.
Την επομένη το πρωί στο ιατρείο, ακολουθεί ο παρακάτω διάλογος:
- "Γιατρέ μου, αποφάσισα να πάω να την βρω στο πατρικό της. Παίρνω λοιπόν το λεωφορείο..."
Εκείνη την ώρα τον διακόπτει ο γιατρός:
- "Δεν βοηθάς, δεν βοηθάς! Τι λεωφορείο πήρες, αστικό, υπεραστικό;"
- "Μα καλά γιατρέ μου, αυτό είναι το πρόβλημα τώρα; Πήρα υπεραστικό."
- "Α! ωραία, τώρα το κατάλαβα! Συνέχισε."
Ο ασθενής λοιπόν, με την απορία σχηματισμένη στο πρόσωπό του, συνεχίζει την αφήγησή:
- "Φθάνοντας λοιπόν γιατρέ μου στον σταθμό, αποφασίζω ότι καλό θα ήταν να πιω ένα καφέ πριν συνεχίσω."
Τότε τον διακόπτει και πάλι ο γιατρός, λέγοντας του:
- "Δεν βοηθάς, δεν βοηθάς. Τι καφέ ήπιες, ελληνικό, φραπέ, καπουτσίνο;"
Φανερά εκνευρισμένος ο ασθενής του απαντά:
- "Μα καλά γιατρέ μου, τι σχέση έχει αυτό τώρα με την υπόθεση;"
- "Ε! μα πως; Θα μας βοηθήσει να έχουμε μια πιο ολοκληρωμένη
Εικόνα της υπόθεσης."
- "Ήπια ελληνικό διπλό, και είχε και τρεις φουσκάλες!"
- "Ρε! τι `ναι τούτος;", σκέφτεται ο ασθενής καταλαβαίνοντας ότι κάτι δεν πάει καλά με τον γιατρό. Οπότε ο ασθενής συνεχίζει:
- "Γιατρέ, να σου κάνω και εγώ μια ερώτηση για να δω αν έχεις καταλάβει το πρόβλημά μου;"
- "Βεβαίως, σε ακούω."
- "Τι είναι τριγωνικό, μαλλιαρό και το έχουν οι γυναίκες ανάμεσα στα πόδια τους;"
Ο γιατρός λοιπόν του απαντά γρήγορα και με σιγουριά:
- "Το αιδοίο!"
Και ο ασθενής του απαντά με ικανοποίηση:
- "Γιατρέ μου, δεν βοηθάς, δεν βοηθάς. Της μάνας σου, της αδερφής σου ή της θειας σου;"
Σʼένα χωριό της Κρήτης, ένα ζευγάρι μεσήλικες, ο Λευτέρης και η Θεονύμφη, σχολιάζουν τη φορολογικά δήλωση που πρόκειται να υποβάλλουν. Ρωτάει η Θεονύμφη:
- Και, ιντάʼ ναι δα μωρέ Λευτέρη, εκειανά τα... Ακούνητα που πρέπει, λέει, να δηλώνουμε?.
- Δε ντα λένε μωρή ακούνητα, ΑΚΙΝΗΤΑ τα λένε. ʼΌτι δεν κουνιέται, το λένε ακίνητο και πρέπει λέει, υποχρεωτικά, να τα γράφουμε. Απαντά ο Λευτέρης.
- Και τον ... τράφο μας (= ξερολιθιά) ήγραψές τόνε; Ρωτά πάλι η Θεονύμφη.
- Λευτέρης: ʽΙντα δουλειά έχει μωρή ο τράφος?
- Θεονύμφη: ʽΈχει Λευτέρη, πως δεν έχει. Ακούνητος δεν είναι και ο τράφος?
- Λευτέρης: Ακούνητος είναι μωρή, μα δεν τόνε γράφουνε.
- Θεονύμφη: Και τη... Μποστηλένη σου (=την απαυτή σου) Λευτέρη, ήγραψές τήνε?
- Λευτέρης: ʽΙντα δουλειά έχει μπρε η ποστηλένη μου για να τήνε γράψω?
- Θεονύμφη: ʽΈχει Λευτέρη, πως δεν έχει. Κουνιέται η ... ποστηλένη σου Λευτέρη; ΔΕΝ ΚΟΥΝΙΕΤΑΙ !