Κάποιος με την κατσίκα του περιμένει στην άκρη της εθνικής οδού Χανίων - Ρεθύμνης κάνοντας ωτο - στόπ.
Σταματάει κάποιος οδηγός και τον ρωτάει που πηγαίνει.
- Στο Ρέθυμνο.
- Κυριέ μου θα σε έπαιρνα αλλά χωρίς την κατσίκα σου.
- Αυτό δεν γίνεται, πάντως σε ευχαριστώ.
Σε λίγο σταματάει μία Μερσέντες και ο οδηγός τον ρωτάει που πηγαίνει.
- Στο Ρέθυμνο
Να σε πάρω μαζίμου αλλά με την κατσίκα τι θά κάνουμε ?
- Μην στεναχωριέσαι θα την δέσουμε στον προφυλακτήρα, γίνεται?
Βεβαίως και γίνεται απαντάει ο οδηγός σκεπτόμενος ότι η κατσίκα δεν θα αντέξει την ταχύτητα και στην διαδρομή θα σκάσει και θα την ξεφορτωθούν.
Ξεκινούν λοιπόν και ο οδηγός ανέπτυσε ταχύτητα αλλά έβλεπε την κατσίκα να ακολουθεί κανονικά. Οταν έφθασε να τρέχει με 150 χιλ. βλέπει απο τον καθρέπτη την κατσίκα να του ανοιγοκλείνει το αριστερό μάτι και ρωτάει με αγανάκτηση και απορία τον συνεπιβάτη του :
- Φίλε γιατί η κατσίκα μου ανοιγοκλείνει το μάτι?
- Α, δεν ξέρεις ανάβει φλάς για να σε προσπεράσει!

Εκεί που η μαϊμού τρώει ανέμελη την μπανάνα της βλέπει να πλησιάζει το λιοντάρι προς το μέρος της. Πανικόβλητη ανεβαίνει επάνω στο δέντρο και φτάνοντας το λιοντάρι της λέει:
- Μαϊμού, κατέβα να παίξουμε λίγο, έχω φάει ένα ζαρκάδι και θέλω να χωνέψω.
- Παλάβωσες; ρωτάει η μαϊμού. Αν κατέβω θα με φάς. Τρελή είμαι;
- Δεν θα σε φάω μωρέ μαϊμού, αφού σου λέω, μόλις έφαγα και θέλω να χωνέψω. Αντε κατέβα απο κει να παίξουμε!
- Θα κατέβω μόνο αν δέσεις τα πόδια σου, λέει η μαϊμού.
- Εντάξει θα τα δέσω.
Δένει το λιοντάρι τα πόδια του και κατεβαίνει η μαϊμού και το γα... Πάνω στο ζόρι του το λιοντάρι λύνεται και ορμάει στη μαϊμού. Τρέχει μπροστά η μαϊμού απο πίσω το λιοντάρι. Τρέχουν τρέχουν μπαίνουν σε ένα χωριό βλέπει η μαϊμού ένα περίπτερο μπαίνει μέσα παίρνει μια εφημερίδα και την ανοίγει.
Έρχεται το λιοντάρι στο περίπτερο και την ρωτάει:
- Μήπως είδατε μια μαϊμού να περνάει απο δώ;
- Ποιά αυτή που γα... το λιοντάρι;
- Όχι ρε γαμώτο! Το έγραψαν κι οι εφημερίδες;

- Απελπισμένη η κατσίκα από τη ζωή της επαρχίας αποφασίζει να πάρει τα τρία κατσικάκια της και να πάει στην Αθήνα. Ξεκινάει λοιπόν μια μέρα αλλά δεν αντιλαμβάνεται τον κακό λύκο που τους ακολουθεί με σκοπό να βρει ευκαιρία να φάει τα κατσικάκια .
- Αφού βρήκε σπίτι για να μείνουν , ξεκινά ένα πρωί να βρει δουλειά . Βλέποντας ο λύκος δεν χάνει την ευκαιρία και χτυπά την πόρτα στα κατσικάκια . Ποίος είναι ; ρωτούν αυτά . Εγώ η μαμά απαντά ο λύκος . Το σύνθημα , λένε τα κατσικάκια . Ο λύκος φεύγει νευριασμένος γιατί δεν γνωρίζει το σύνθημα. Γυρίζει όμως γρήγορα και κρυμμένος περιμένει την κατσίκα να ακούσει το σύνθημα.. γυρίζοντας η κατσίκα απαντάει στην ερώτηση για το σύνθημα.
- Ο λύκος φεύγει όλο χαρά και γυρίζει την άλλη μέρα που έλειπε η κατσίκα. Χτυπά πάλι την πόρτα φωνάζοντας. Εγώ είμαι η μαμά ανοίξτε. Από μέσα δεν ακούγεται απολύτως τίποτα. Τραβάω τα βυζιά μου φωνάζει αυτός. Πάλι δεν ακούγεται τίποτα. Τραβάω τα βυζιά μου επιμένει ο λύκος.
- Τότε ακούγεται μια φωνή από μέσα: και τα αρχ***α σου να τραβάς μαλ**α βάλαμε ματάκι τώρα και σε βλέπουμε.
Ήταν 3 νυχτερίδες και ήταν να κάνουν διαγωνισμό για το ποιά θα πιει το περισσότερο αίμα.
Φέυγει η πρώτη, γυρνάει με αίμα να στάζει από το στόμα της.
- Βλέπετε εκείνον τον τοίχο; ρωτάει τις άλλες δύο.
- Ναι, λένε οι άλλες δύο.
- Πίσω από αυτόν είναι έναν λιβάδι και πήγα εκεί πέρα και ήταν κάτι άνθρωποι που έκαναν πάρτι, και ήπια το αίμα σε κάμποσους.
Φεύγει η δεύτερη και γυρνάει με αίμα σε όλο της πρόσωπο.
- Βλέπετε εκείνον τον τοίχο;
- Ναι, λένε οι άλλες δύο.
- Πίσω από αυτόν υπάρχει ένα βουνό και εκειπέρα ήταν διάφοροι και κάναν κάμπινγκ, και ήπια το αίμα σε κάμποσους!
Πάει και η τρίτη και γυρνά πασαλειμμένη στο αίμα από την κορυφή μέχρι τα νύχια.
- Βλέπετε εκείνον τον τοίχο; ρωτάει.
- Ναι, λένε οι άλλες δύο.
- Ε, εγώ δεν τον είδα!