Δύο παπάδες συναντιούνται κάθε πρωί με τα ποδήλατά τους καθώς πηγαίνουν να κάνουν λειτουργία στις εκκλησίες τους. Μια μέρα ενώ ο ένας πήγαινε με το ποδήλατο συναντά τον άλλο που πήγαινε με τα πόδια.
- Τι έγινε αδελφέ; τον ρωτάει. Τι έγινε; που είναι το ποδήλατό σου;
- ʼσε... Μου το κλέψανε αδελφέ! του απαντάει ο άλλος ο παπάς, και τώρα δεν ξέρω τί να κάνω...
- ʼκου να σου πω λέει ο άλλος: Την Κυριακή στην εκκλησία, που θα είναι πολλοί, στο κήρυγμα θα αρχίσεις να λες τις 10 εντολές. Όταν θα φτάσεις στο ου κλέψεις, θα δεις ποιός θα ταραχτεί από κάτω, και θα καταλάβεις ποιός στο πήρε.
Πράγματι, έτσι κι έκανε. Tη Δευτέρα το πρωί συναντιούνται πάλι, κι ο πάπας είχε βρει το ποδήλατό του.
Τι έγινε; τον ρωτάει ο άλλος, πως το βρήκες;
- Έκανα ότι μου είπες, λέει ο παπάς. Στο κήρυγμα, άρχισα να λέω τις 10 εντολές. Φτάνω στο ου κλέψεις, κοιτάω να δω αν κουνήθηκε κανένας, αν ταράχτηκε... τίποτα. Όταν όμως έφτασα στην εντολή ου μοιχεύσεις, θυμήθηκα που το είχα αφήσει!
Προχτές πήγα σε ένα τοπικό βιβλιοπωλείο, που πουλά θρησκευτικά βιβλία.
Εκεί είδα ένα αυτοκόλλητο με τίτλο "Κορνάρετε αν αγαπάτε τον Θεό". Το αγόρασα και το έβαλα αμέσως στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου μου.
Είμαι πολύ χαρούμενη που το έκανα αυτό. Τι εποικοδομητική εμπειρία ακολούθησε, δεν μπορείτε να φανταστείτε...
Είχα σταματήσει σε ένα φανάρι ενός πολυσύχναστου δρόμου και χαμένη στις σκέψεις μου για τον Θεό, δεν πρόσεξα ότι το φανάρι είχε αλλάξει χρώμα και ήταν πλέον πράσινο.
Εκείνη την ώρα, το αυτοκόλλητο έκανε την δουλειά του. Βρήκα ένα σωρό ανθρώπους που αγαπούν τον Θεό.
Ειδικά εκείνος ο καλός κύριος πίσω επόμενα, κορνάριζε σαν τρελός.
Πρέπει να αγαπούσε πραγματικά τον Θεό γιατί έβγαλε το κεφάλι του έξω από το παράθυρο και μου φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε:
"... τον Θεό σου!
Προχώρα καμιά φορά... τον Χριστό σου". Πολλοί άλλοι άρχισαν να κορνάρουν την ίδια στιγμή, γι αυτό έσκυψα έξω από το παράθυρό μου και τους χαιρέτησα και χαμογέλασα σε όλους αυτούς τους αξιαγάπητους ανθρώπους.
Ήταν κι ένας κύριος σε ένα άλλο αυτοκίνητο που με χαιρετούσε με ένα παράξενο τρόπο, με μόνο το μεσαίο δάχτυλο σηκωμένο στο χέρι του.
Μόλις είχα ρωτήσει τα εγγονάκια μου μέσα στο αυτοκίνητο τι σήμαινε αυτός χαιρετισμός.
Εκείνα κοίταξαν το ένα το άλλο, κρυφογέλασαν και μου είπαν ότι επρόκειτο για τον τοπικό χαιρετισμό της επαρχιακής πόλης και εύχεσαι καλή τύχη σε όποιον το κάνεις. Έτσι, έσκυψα πάλι από το παράθυρό μου και του έδωσα και εγώ τον χαιρετισμό της καλοτυχίας.
Κανά δύο κύριοι ενθουσιάστηκαν τόσο πολύ από την μαγεία της στιγμής, που βγήκαν από τα αυτοκίνητά τους και άρχισαν να με πλησιάζουν.
Ήμουν σίγουρη ότι ήθελαν να προσευχηθούμε αλλά, ακριβώς εκείνη την στιγμή, πρόσεξα ότι το φανάρι ήταν πράσινο και πάτησα με δύναμη το γκάζι.
Ήταν καλό που το έκανα αυτό μια και ήμουν το μοναδικό αυτοκίνητο που πέρασε το φανάρι αυτό.
Κοίταξα πίσω και τους είδα να στέκονται εκεί και να σηκώνουν τα χέρια τους προς τον Θεό, με ικεσία και να προσεύχονται δυνατά.
Έβγαλα το χέρι μου και πάλι από το παράθυρο και τους έκανα και πάλι το σήμα της καλοτυχίας. Θεέ μου, ευλόγησε όλους αυτούς τους θαυμάσιους ανθρώπους.
Πεθαίνει ένας μηχανικός και πάει στις πύλες του Παραδείσου. Εκεί ο Άγιος Πέτρος τον ρωτάει:
- Τί δουλειά έκανες;
- Ήμουν μηχανικός, απαντάει.
- Τότε δεν ήρθες στο σωστό μέρος. Στην Κόλαση θα πας. Οπότε πάει στην Κόλαση, όπου ο Σατανάς τον δέχεται. Όμως ο μηχανικός δεν είναι καθόλου ευχαριστημένος από τις παροχές και τις ανέσεις της Κόλασης. Οπότε, πιάνει δουλειά και αρχίζει να βελτιώνει τα πράγματα. Φτιάχνει ασανσέρ, βάζει κλιματισμό, βάζει καζανάκι στις τουαλέτες κλπ. Σε κάποια φάση λοιπόν, τηλεφωνάει ο Θεός τον Σατανά και τον ρωτάει:
- Τί γίνεται εκεί;
- Ε, μια χαρά. Τα πράγματα έχουν βελτιωθεί πολύ εδώ, απαντά εκείνος.
- Τί μου λες; Πώς έγινε αυτό;
- Ε, να ήρθε ένας μηχανικός και έχει βελτιώσει τα πράγματα, έβαλε κλιματισμό, ασανσέρ, καζανάκι στις τουαλέτες κλπ.
- Μηχανικός; Τί δουλειά έχει εκεί; Στείλε τον στον Παράδεισο.
- Τί λες ρε; Δεν στον δίνω.
- Δώσε τον, γιατί αλλιώς θα σου κάνω μήνυση.
- Και πού θα βρεις δικηγόρο;