Την εποχή του πολέμου το 40 , τρεις επίλεκτοι Πόντιοι κομάντος , ανέλαβαν να ανατινάξουν μία γέφυρα από την οποία θα περνούσαν Γερμανοί . Πραγματικά πηγαίνουν στη γέφυρα , και στήνουν τα εκρηκτικά . Την ώρα που το Γερμανικό τάγμα περνάει πάνω από τη γέφυρα , οι Πόντιοι την ανατινάζουν . Η αποστολή στέφεται από επιτυχία , αλλά όχι απόλυτη . Μία μερίδα Γερμανών γλιτώνει από την έκρηξη και παίρνει τους Πόντιους στο κυνήγι .
Οι Πόντιοι , ενώ έχουν πάρει προβάδισμα έναντι των Γερμανών , φτάνουν σε ένα πηγάδι . Χωρίς να το καλοσκεφτούν , πηδάνε μέσα και κρύβονται . Μετά από λίγο , καταφθάνουν και οι Γερμανοί , όπου σταματάνε πάνω από το πηγάδι και συσκέπτονται . Οι Πόντιοι μέσα στο πηγάδι , αποφασίζουν να προσποιηθούν την ηχώ των Γερμανών μπας και τη γλιτώσουν .
Ένας από τους Γερμανούς αναρωτιέται :
- Λέτε να κρύφτηκαν στο δάσος ;
- .. στο δάσος .. στο δάσος .. δάσος .. σος .. , απαντάνε οι Πόντιοι προσποιούμενοι την Ηχώ .
- Λέτε να κρύφτηκαν στο βουνό ;
- .. στο βουνό .. στο βουνό .. βουνό .. νό .. , ξαναπατάνε οι Πόντιοι .
- Η μήπως να κρύφτηκαν στο Πηγάδι ;
- .. στο βουνό .. στο βουνό .. βουνό .. νό .
Ήταν ένας πόντιος ξυλοκόπος και είδε στην τηλεόραση μία διαφήμηση για ένα πριόνι που έκοβε εκατό δέντρα την ημέρα. Εντυπωσιασμένος ο ξυλοκόπος αποφασίζει να το αγοράσει.
Την επόμενη ημέρα ξυπνάει πρωί πρωί για να το δοκιμάσει. Βάζει τα δυνατά του και στο τέλος της ημέρας μετράει τα δέντρα που είχε κόψει και δεν ήταν ούτε καν είκοσι.
Τότε του περνάει η σκέψη από το μυαλό ότι το πριόνι είναι χαλασμένο. Αλλά μετά σκέφτεται ότι αυτός που το διαφήμιζε ήτανε καλογυμνασμένος.
Την επόμενη ημέρα το πρωί αρχίζει εντατικά γυμναστική.
Μετά από δύο μήνες ξαναδοκιμάζει την τύχη του, πολύ πιο δυνατός από την προηγούμενη φορά. Στο τέλος της ημέρας λοιπόν ξαναμετράει τα κομμένα δέντρα και είναι μόνο πενήντα. Βέβαιος πια ότι το πριόνι είναι χαλασμένο πάει στον πωλητή και του λέει:
- Αυτό το πριόνι που μου πουλήσατε είναι χαλασμένο.
Τότε ο πωλητής πιάνει το πριόνι στα χέρια του, τραβάει το κορδόνι και βλέπει ότι το πριόνι είναι εντάξει.
Και Πόντιος τον ρωτάει:
- Ουάου, πώς το έκανες αυτό με το κορδονάκι;