Ήταν ο Τοτός στην τάξη και η κυρία του ζήτησε από τα παιδιά μια λέξη που να ξεκινάει από πι. Ο Τοτός πιο ψηλά από όλους φώναζε...
- Κυρία, κυρία...
- Όχι ο Τοτός γιατί θα πει βρισιά, λέει η κυρία. Για πες μου εσύ Κώστα.
- Παπούτσι!
- Ωραίο, ωραίο, ωραίο! Τώρα θέλω να μου πείτε μια λέξη από μι.
- Κυρία, κυρία. Φώναξε πάλι ο Τοτός.
- Πάλι βρισιά θα πει ο Τοτός. Για πες μου εσύ Ελένη.
- Μαμούνι.
- Ωραίο, ωραίο, ωραίο. Τώρα πείτε μου μια λέξη από ωμέγα. Kανένα παιδάκι δε σηκώνει το χέρι του οπότε αναγκαστικά σηκώνει τον Tοτό!
- Αρχίδι, λέει με ενθουσιασμό ο Tοτός!
- Μα δεν ξεκινάει από ωμέγα.
- Ναι αλλά είναι ωραίο, ωραίο, ωραίο!
Είναι η μέρα που ο Aγιος Πέτρος δέχεται τους πεθαμένους στον παράδεισο.
Ουρά έξω από την πύλη. Κατά τις 10 έρχεται ο Aγιος βαριεστημένος με το καφεδάκι του και το τσιγάρο του. Ανοίγει την πύλη και λέει να περάσει ο πρώτος. Περνά ο πρώτος και τον ερωτάει ο Aγιος:
- «Παντρεμένος φίλε; ναι του απαντά. και δεν μου λες, έχεις απατήσει την γυναίκα σου; τι να πει και αυτός, ψέματα στον άγιο δεν γίνεται.
Ναι του απαντά, παντρεμένος και την έχω απατήσει την γυναίκα μου καμιά δεκαριά φόρες. Καλά του λέει ο Aγιος. Πέρνα στον παράδεισο. Το ίδιο έγινε και με όλους τους υπόλοιπους. Όλοι είχαν κάνει τις ατασθαλίες τους και όλοι περνούσαν στον παράδεισο.
Στο τέλος της ουράς στεκόταν ένας τύπος, κοντός, φαλακρός, χωρίς δόντια, ζαρωμένος, με τεράστια μύτη και αδύνατος. Γενικά ένας άνθρωπος απελπισία. Τέρας και έκτρωμα της φύσης. Έτριβε τα χέρια του και μονολογούσε. Ωραία, έχω σίγουρη θέση.
Αφού πέρασαν όλοι αυτοί που έκαναν το κέρατο επιστήμη εγώ που δεν κεράτωσα ποτέ την γυναίκα μου είμαι σίγουρα μέσα. Φτάνει λοιπόν και η σειρά του. Παντρεμένος; ρωτά ο Aγιος. Μάλιστα άγιε πατέρα, και δεν μου λες μεγάλε απάτησες την γυναίκα σου; ποτέ άγιε. Τότε πέρνα στην κόλαση.
Κάγκελο ο τύπος. Μα τι λες άγιε; πέρασαν όλοι οι αμαρτωλοί κι εγώ που είμαι καθαρός θα πάω στην κόλαση; ναι του λέει ο Aγιος. Γιατί; ρωτά και του απαντά. εγώ μεγάλε είμαι εδω για να συγχωρώ τις αμαρτίες και όχι τις μαλακιές.
Μια φορά ένας γερός αποφάσισε να νοικιάσει το ισόγειο της μονοκατοικίας που έμενε.
Στην αγγελία που έβαλε, απάντησε ένα μουσικό συγκρότημα χέβυ μέταλ και έτσι έπιασαν το σπίτι.
Ένα βράδυ, ο γέρος ξύπνησε από δυνατή μουσική και φωνές, και κατέβηκε κάτω για να δει τι γίνετε.
- Σιγά ρε παιδιά κάντε ησυχία να κοιμηθούμε λέει ο γερός.
- Μια τελευταία πρόβα κάνουμε, αύριο δίνουμε συναυλία, είπαν αυτοί, και ο γέρος έφυγε.
Την επόμενη μέρα και πάλι τα ίδια, η δυνατή μουσική και ο γέρος ξανακατεβαίνει κάτω, τους φωνάζει πάλι, και αυτοί πάλι του λένε:
- Μια τελευταία πρόβα κάνουμε ,αύριο δίνουμε συναυλία.
Μετά από δύο μέρες και πάλι το ίδιο με τους χεβιμεταλάδες να δίνουν ρέστα και τον γέρο να κατεβαίνει και πάλι να τους λέει να σταματήσουν και να ακούει από αυτούς το ίδιο:
- Αυτή είναι η τελευταία μας πρόβα αύριο δίνουμε συναυλία.
Την επόμενη μέρα ξανά το ίδιο, με τη μουσική στο τέρμα και το σπίτι να κουνιέται ολόκληρο, ο γέρος όμως άφαντος!
- Ρε λες και να έπαθε τίποτα ο γέρος; είπε ο ένας, και αποφάσισαν να ανέβουν πάνω για να δουν μήπως έπαθε κάτι. Μόλις μπήκαν μέσα είδαν το γέρο να τραβάει μαλακία.
- Κύριε Κώστα τι κάνετε εκεί; ρωτάει ο ένας. Και ο γέρος απαντάει:
- Τελευταία πρόβα αύριο σας γάμησα!.