Σε κάποιο μικρό χωριό της Κρήτης ζούσε ο μπάρμπα Μανωλάκης ένας πανέξυπνος αιωνόβιος άνθρωπος που είχε ένα παλιό κάρο με μεγάλες ξύλινες ρόδες και ένα γαϊδουράκι πού μάλλον ήταν πιο μεγάλο σε ηλικία κι απ` τον ίδιο τον μπάρμπα Μανωλάκη.
Να σημειώσουμε επίσης ότι ο γέροντας είχε τόση καλή ακοή πού μπορούσε να ακούσει βόμβα να σκάει μόνο αν έσκαγε δίπλα του.
Μια μέρα λοιπόν και ενώ ο Μανωλάκης επέστρεφε από το χωράφι του με το κάρο και το γέρικο γαϊδουράκι του, μια ζουμερή χήρα από το χωριό του τον συναντά στο δρόμο και μη έχοντας η φουκαριάρα άλλο μέσο μεταφοράς για το χωριό έκανε ώτο- στόπ στο γέρο. Ο γέροντας πάντα εξυπηρετικός και παμπόνηρος με χαρά επιβίβασε στο κάρο την ζουμερή χήρα και ξεκίνησαν για το δρόμο της επιστροφής.
Καθώς προχωρούσαν το κάρο άρχισε να κουνάει υπερβολικά και η ζουμερή χήρα ανησυχώντας για το περίεργο κούνημα του παλιού κάρου γύρισε το κεφάλι της προς τα πίσω για να δει τι συνέβαινε. Με έκπληξη λοιπόν βλέπει ότι ο πίρος του άξονα πού συγκροτούσε τη μεγάλη ξύλινη ρόδα είχε φύγει και η ρόδα ήταν έτοιμη να φύγει και να πέσουν με όλα τα γνωστά επακόλουθα.
Γεμάτη ανησυχία γυρνάει στο μπάρμπα Μανώλη γεμάτη αγωνία και του λέει:
- "ΕΕ! Μανωλάκη ο πίρος έφυγε από τον άξονα και θα πέσουμε από το κάρο!."
Ο γέροντας όμως που δεν άκουγε τίποτα της λέει:
- "ΕΕΕ! μωρέ δεν ακούω. Τι λες;"
Εκείνη λοιπόν του ξαναλέει τα ίδια αλλά μάταια. Το αποτέλεσμα το ίδιο. Τότε λοιπόν μη έχοντας άλλη λύση για να του δώσει να καταλάβει το μέγεθος του κινδύνου, σχημάτισε με τον αντίχειρα και το δείκτη του αριστερού της χεριού ένα κύκλο και στη συνέχεια άρχισε να μπαινοβγάζει τον δείκτη του δεξιού χεριού της μέσα στον κύκλο που σχημάτισαν τα δύο δάχτυλα του αριστερού της χεριού, και με δυνατή φωνή του ξαναλέει τα ίδια. Ο γέροντας όμως που δεν άκουγε τι του έλεγε αλλά έβλεπε την παλινδρομική κίνηση με ένα πονηρό και διαβολικό χαμόγελο της απαντάει:
- "Το έχω στο νου μου εγώ, αλλά κάνε υπομονή να τελειώσει η ανηφόρα." Κόκαλο η χήρα.