Ήταν μία νυχτερίδα που είχε τρία νυχτεριδάκια.
- Όποιος μου φέρει περισσότερο αίμα, τους λέει μία μέρα, θα τον αγαπάω πιο πολύ από όλους!
Φεύγει το πρώτο και γυρνάει σε λίγο με αίμα σε όλο το κεφάλι του.
- Που το βρήκες τόσο αίμα, παιδί μου;
- Βλέπεις εκείνο το χωριό, μαμά; Πήγα και ήπια το αίμα όλων των κατοίκων!
- Μπράβο, παιδί μου!
Φεύγει το δεύτερο και γυρνάει σε λίγο με αίμα στο κεφάλι και τα φτερά του.
- Που το βρήκες τόσο αίμα, παιδί μου;
- Βλέπεις εκείνη την πόλη, μαμά; Πήγα και ήπια το αίμα όλων των κατοίκων!
- Μπράβο, παιδί μου!
Φεύγει και το τρίτο και γυρνάει βουτηγμένο στο αίμα.
- Που το βρήκες τόσο αίμα, παιδί μου;
- Βλέπεις εκείνη την κολώνα, μαμά;
- Ναι, λέει η μαμά.
- Εεεε, εγώ δεν την είδα!
Τι έχει αυτή;
Ένας παππούς και μια γιαγιά σε ένα ΚΑΠΗ γνωρίζονται και τα φτιάχνουν. Περνάνε πολύ ωραίες στιγμές μαζί ακόμη και στο κρεβάτι, μόνο που εκεί λόγω μειωμένης αντοχής περιορίζονται στο αγγίζειν. Ώσπου μια μέρα εντελώς ξαφνικά γυρνάει ο παππούς στη γιαγιά και λέει ότι πρέπει να χωρίσουν επειδή τα έφτιαξε με μια άλλη.
"Και τι έχει αυτή παραπάνω από μένα;", παραπονιέται η γριά.
Και γυρνάει ο παππούς με ένα χαμόγελο και της λέει:
"Πάρκινσον."

Ο γαμπρός , ετών 70 + , και η νύφη , ετών 25 , μπαίνουν στο ξενοδοχείο για να περάσουν τον μήνα του μέλιτος ...
Δεδομένης της διαφοράς στην ηλικία , όλοι στο προσωπικό του ξενοδοχείου σκέφτηκαν το προφανές ( ... ναι , αυτό που σκεφτήκατε και εσείς ... όχι ο έρωτας , το άλλο ... ) Λοιπόν φαντάζεστε την έκπληξη όλων το άλλο πρωί : Ο γαμπρός κατεβαίνει κατά τις 8 το πρωί , με ένα τεράστιο χαμόγελο στο πρόσωπό του , γεμάτος αυτοπεποίθηση και φοβερά ευδιάθετος . Καταβροχθίζει μερικές φέτες ψωμί με βούτυρο και μαρμελάδα , αυγά , μπέικον κλπ κλπ και όταν τελειώνει κατευθύνεται στο σαλόνι του ξενοδοχείου για το πρωινό του πούρο ... Η νύφη κατεβαίνει κατά τις 9 ... Όταν λέμε κατεβαίνει , σέρνεται η κοπέλα ,
Παραπατάει , παραμιλάει ... Τέλος πάντων , φτάνει στην σερβιτόρα :
" Ένα καφέ ... " , ψελλίζει , " ... σκέτο και δυνατό ... " . Πηγαίνει όπως - όπως σε ένα
Τραπέζι και σωριάζεται ... Η σερβιτόρα , έκπληκτη , πηγαίνει τον καφέ στην νύφη . Φεύγοντας όμως δεν κρατιέται ...
- " Με συγχωρείς , κοπέλα μου ... Δεν μπορώ να το χωνέψω όμως : Πώς εσύ , νέα κοπέλα , είσαι σε τέτοιο χάλι μετά την πρώτη νύχτα του γάμου με έναν γέρο που ξέχασε να πεθάνει ; "
- " Ο αλήτης ! Ο απατεώνας ! Με ξεγέλασε ... Τόσο καιρό μου έλεγε ότι κάνει οικονομίες εδώ και 50 χρόνια ... Εγώ νόμιζα ότι εννοούσε χρήματα ..."