O Kωστίκας και ο Γιωρίκας έψαχναν να βρουν δουλειά. Tους στέλνει λοιπόν ο ξάδερφός τους σε μια επιχείρηση να περάσουν μια συνέντευξη. Eκεί τους είπαν να δουν τον προϊστάμενο και αν αυτός τους έκρινε κατάλληλους δεν θα είχαν κανένα πρόβλημα.
O υπεύθυνος τους είπε ότι θα πρέπει να κάνουν ένα μικρό τεστ και δέχτηκαν με χαρά. Mπήκε πρώτος ο Kωστίκας. O προϊστάμενος του λέει:
- Θα σου κάνω 3 ερωτήσεις και αν απαντήσεις σωστά θα πάρεις την δουλεία.
Oι 2 πρώτες ερωτήσεις πέρασαν χωρίς πρόβλημα. H τρίτη ήταν όμως διαφορετική. Λέει ο προϊστάμενος:
- Ποιός ήταν ο πατέρας του Mέγα Aλέξανδρου;
O Kωστίκας σκέφτεται, ξανασκέφτεται… τίποτα. Λέει:
- Tο ξέρω αλλά δεν το θυμάμαι τώρα… Eντάξει απέτυχα, ποιός ήταν;
- O Φίλιππος του απαντάει ο άλλος.
Bγαίνει λοιπόν στεναχωρημένος ο Kωστίκας και λέει στο Γιωρίκα:
- Λοιπόν αν σου κάνει την ίδια ερώτηση να ξέρεις τι θα του πεις.
Φοβήθηκε ο Γιωρίκας μήπως δεν το θυμηθεί και πιάνει και γράφει σε ένα χαρτάκι το όνομα «Φίλιππος» και το καρφιτσώνει στο δεξί εσωτερικό μέρος του σακακιού του.
Mπαίνει μέσα. Tου κάνουν τις 2 πρώτες ερωτήσεις. Kανένα πρόβλημα. Έρχεται η τρίτη ερώτηση:
- Ποιός ήταν ο πατέρας του Mέγα Aλέξανδρου;
Aπό μέσα του ο Γιωρίκας πετούσε από χαρά. Έκανε πως σκέφτεται, σηκώνεται με αυτοπεποίθηση και με γρήγορο τρόπο διαβάζει τι γράφει μέσα στο αριστερό μέρος του σακακιού του (αντί του δεξιού):
- O κλαουδάτος!

Αργοπίνοντας το ποτό της, η ελεύθερη από τις τρεις φίλες λέει:
- Την περασμένη Παρασκευή, μετά τη δουλειά, πήγα στο γραφείο του φίλου μου που δούλευε ως αργά, φορώντας μόνο ένα δερμάτινο πανωφόρι. Πριν χτυπήσω την πόρτα, έβαλα μια μάσκα, άφησα το πανωφόρι να γλιστρήσει από πάνω μου, και έμεινα με ένα δερμάτινο κορσάζ, κάλτσες μαύρες νάιλον και ψηλά τακούνια. Ο φίλος μου ερεθίστηκε τόσο που κάναμε παθιασμένο έρωτα πάνω στο γραφείο του.
Η αρραβωνιασμένη αφήνει ένα νευρικό γελάκι και λέει:
- Περίπου τα ίδια είχα κι εγώ! Όταν ο αρραβωνιαστικός μου ήρθε την Παρασκευή, με βρήκε να φοράω μια μαύρη μάσκα, δερμάτινο κορσάζ, μαύρες νάιλον κάλτσες και ψηλοτάκουνες γόβες. Ερεθίστηκε τόσο, που κάναμε έρωτα όλη τη νύχτα, και τώρα θέλει να επισπεύσουμε την ημερομηνία του γάμου.
Η παντρεμένη αφήνει αργά το ποτήρι της στο μπαρ και λέει:
- Εγώ το σχεδίασα πολύ καλά. Αφησα τα παιδιά στη μητέρα μου, έκανα ένα αρωματισμένο μπάνιο, έβαλα ένα σφιχτό δερμάτινο κορσάζ, ζαρτιέρες και μαύρες νάιλον κάλτσες και δωδεκάποντες γόβες. Τελείωσα την προετοιμασία μου με μια μαύρη μάσκα. Όταν ο άντρας μου επέστρεψε από τη δουλειά του, πήγε στο ψυγείο και πήρε μια μπύρα, πήρε το τηλεκοντρόλ, με κοίταξε, κάθισε στον καναπέ και είπε:
- Δεν μου λες, Μπάτμαν, τι έχει να φάμε για βράδυ;
Μια γριά πάει στην Εμπορική Τράπεζα και λέει ότι θέλει να δει τον πρόεδρο.
Τη ρωτάει ο ταμίας γιατί και λέει ότι θέλει να κάνει μια μεγάλη κατάθεση και θα την κάνει μόνο στον πρόεδρο. Με τα πολλά, μετά από καμιά ώρα την πάνε στο γραφείο του προέδρου. Μετά τα τυπικά τη ρωτάει ο πρόεδρος γιατί επέμενε να δει τον ίδιο και λέει ότι θέλει να κάνει μια μεγάλη κατάθεση.
- Τι ποσό; ρωτάει ο πρόεδρος.
- 300.000 Ευρώ, απαντάει η γριά.
- Μπορώ να ρωτήσω πώς το μαζέψατε αυτό το ποσό, ρωτάει ο πρόεδρος.
- Από σίγουρα στοιχήματα, του λέει εκείνη.
- Δηλαδή;
- Για παράδειγμα, του λέει, βάζω στοίχημα 20.000 Ευρώ ότι τα αρχ... σου είναι τετράγωνα. Και για να είναι έγκυρο το στοίχημα θα έρθω αύριο στις 10 ακριβώς με το δικηγόρο μου να το επικυρώσει.
- Εντάξει, της λέει εκείνος.
Το βράδυ που πάει σπίτι ο πρόεδρος κοιτάζει στον καθρέφτη τα αρχ... του, τα εξετάζει για να σιγουρευτεί και είναι κανονικά, όλα εντάξει.
Το επόμενο πρωί στις 10 ακριβώς ήρθε η γριά με το δικηγόρο της.
- Μπορείτε να κατεβάσετε το παντελόνι να τα εξετάσουμε; του ζητάει η γριά.
- Βεβαίως, λεέι εκείνος και το κατεβάζει.
- Μπορώ να τα πιάσω να εξακριβώσω το σχήμα τους; ρωτάει εκείνη.
- Βεβαίως, της λέει.
- Πράγματι, λέει τότε, δεν είναι τετράγωνα. Σας χρωστάω 20.000 Ευρώ.
Εκείνη τη στιγμή ο πρόεδρος βλέπει το δικηγόρο να χτυπιέται και ρωτάει τη γριά γιατί.
Και τότε η γριά του λέει:
- Είχα βάλει μαζί του στοίχημα 100.000 Ευρώ ότι στις 10 σήμερα το πρωί θα έπιανα τα αρχ... του προέδρου της Εμπορικής Τράπεζας.
Ένα ζευγάρι μόλις παντρεύτηκε και άρχισε να συζεί.
Η Ελένη για να ευχαριστήσει τον άντρα της σκέφτεται να του ετοιμάσει ενα ωραίο φαγητό. Σκίζεται λοιπόν η Ελένη όλη μέρα μέσα στην κουζίνα για να ευχαριστήσει τον άντρα της και του φτιάχνει στιφάδο που ξέρει ότι του αρέσει...
Γυρνάει λοιπόν ο Νίκος από τη δουλειά και βλέπει το τραπέζι στρωμένο άψογα με κεριά...
Κάθεται ο Νίκος να φάει και μόλις τελειώνειτο φαγητό λέει στην Ελένη:
- Πολύ ωραίο Ελενίτσα μου, αλλά η μαμά μου βαζει και κατι ακόμα και γίνεται πιο νόστιμο. Θα της πω να σου δώσει τη συνταγή.
Στεναχωρημένη η Ελένη που κουράστηκε όλη μερα να το ετοιμάζει, ξαναπροσπαθει να ευχαριστήσει το Νίκο ετοιμάζοντας παστίτσιο... πάλι όλη μέρα προσαθούσε η Ελένη να φτιάξει ωραίο το παστίτσιο.
Γυρνάει ο Νίκος απο τη δουλειά και βλέπει πάλι το τραπέζι τέλεια στρωμένο... Τρώνε και της λέει ο Νίκος...
- Ωραίο το παστίτσιο σου, Ελενίτσα μου, αλλά η μαμά μου κάνει πιο ωραία τη μπεσαμέλ. Θα της πω να σου δώσει τη συνταγή.
Αρχίζει η Ελένη να εκνευρίζεται που ψόφισε απο την κούραση όλη μέρα στην κουζίνα και αποφασίζει την άλλη μέρα να καθαρίσει το σπίτι στην εντέλεια... Έτσι και έκανε, και γυρνάει ο Νικολάκης απο τη δουλειά μπαίνει μέσα και ρωτάει την Ελένη...
- Τί ωραία που μυρίζει το σπίτι! Αστράφτουν τα πατώματα! Αλλά η μαμά το έχει κάθε μέρα έτσι!
Αγανακτισμένη η Ελένη και μην ξέροντας τί άλλο να κάνει, παίρνει τηλέφωνο τη φίλη της τη Μαρία να πάνε για καφέ να της πει τον πόνο της... Της τα λέει όλα αυτά η Ελένη, και η Μαρία λέει:
- Οι περισσότεροι έτσι κάνουν... Ακου τί θα κάνεις: Θα αγοράσεις μαύρα εσώρουχα και μαύρα σατέν σεντόνια και θα τον περιμένεις ξαπλωμένη στο κρεβάτι...
Έτσι και έκανε η καημένη η Ελένη.
Γυρνάει ο Νίκος απο τη δουλειά και φωνάζει:
- Ελένη, που είσαι, Ελένη μου; Δεν απαντάει κανείς, μπαίνει λοιπόν μέσα στην κρεβατοκάμαρα και βλέπει την Ελένη με τα μαύρα εσώρουχα ξαπλωμένη πάνω στο κρεβάτι με τα σατέν μαύρα σεντόνια και λέει:
- Τί έγινε, Ελένη μου; Γιατί μαύρα; Μήπως έπαθε τίποτα η μανούλα μου;
Τρεις μπογιατζήδες ένας Αλβανός ένας Γερμανός και ένας Έλληνας πέθαναν και πάνε στον Παράδεισο.
Ο Αγ. Πέτρος τους άνοιξε την Πόρτα.
- Καλώς τα παιδιά! Και είχα ανάγκη από την ειδικότητά σας! Θέλω να βάψω την Πόρτα του Παράδεισου, για πέστε μου πόσα θέλετε να την βάψετε;
- 600 ευρω, λέει ο Αλβανός.
- Μπα! 600; Και πως τα λογάριασες;
- Ε, να 200 για μένα, 200 εφορία και ένσημα και 200 τα υλικά.
- Εσύ, λέει ο Αγ. Πέτρος του Γερμανού, πόσα θέλεις;
- 900 ευρω = 300 για μένα + 300 εφορία και ένσημα + 300 τα υλικά.
- Εσύ, λέει του Έλληνα, πόσα θέλεις;
- Είμαι πολύ πιο ακριβός, αλλά μας συμφέρει όλους και θα πάρω τη δουλειά.
- Δηλαδή, πόσο ζητάς; ρωτάει ο Αγ. Πέτρος.
- 3 χιλιαρικάκια.
- 3.000; Εσύ είσαι τρελός παιδί μου!
Αναστέναξε ο Ελληνας με την αμάθεια.
Με εντελώς κουρασμένο ύφος, παίρνει παράμερα τον Αγιο Πέτρο και του εξηγεί:
- Ελα πιο κοντά, να μην μας ακούν.
Δημιουργική λογιστική δεν σας μαθαίνουν εδώ ρε παιδιά; Φαντασία δεν έχετε; Ακουσε να δεις αφού πρέπει να το εξηγώ κιόλας: 3.000 = 1.000 για σένα + 1.000 για μένα + 400 για τον Γερμανό να κάνει πέρα + 600 που ζήτησε ο Αλβανός.
Ο Αλβανός θα βάψει την πόρτα με υπεργολαβία από εμένα. Στην πατρίδα μου, όποιος δίνει τη χαμηλότερη προσφορά, στο τέλος αυτός κάνει τη δουλειά και παίρνει όσα ζήτησε από την αρχή.
Είτε υπογράφει τη σύμβαση ο ίδιος ή κάποιος άλλος.
Επιπλέον, ο Γερμανός θα πάρει 400 για κάτι που δεν έκανε.
Οπότε σε παίρνει να τον απειλήσεις πως θα αποκλειστεί από μελλοντικές δημοπρασίες αν δεν σου αλλάξει το πόμολο σαν δωρεά.
Θα το κάνει, δεν υπάρχει περίπτωση να αρνηθεί αφού έτσι βάζει πόδι στην επιτροπή δημοπρασιών.
Ετσι μένουν ΟΛΟΙ ΑΝΕΞΑΙΡΕΤΩΣ ευχαριστημένοι.
Και ο Γερμανός, και ο Αλβανός, και εγώ, και εσύ, και ο Παράδεισος, και το αφεντικό σου που θα δει βαμμένη πόρτα + καινούργιο πόμολο εκτός σύμβασης.
Πες μου τώρα, έχεις κανένα λόγο να μη μου δώσεις τη δουλειά;
Το σκηνικό είναι λίγο έως πολύ γνωστό, ιδιαίτερα στους νέους.
Ένας τύπος είχε από μικρός λόξα με τις μηχανές. Ονειρευόταν λοιπόν κάποια μέρα να οδηγεί την δικιά του Harley Davidson, ενώ όπως ήταν φυσικό, το δωμάτιό του ήταν γεμάτο με αφίσες. Harley με τοπία, Harley με γκόμενες, Harley χωρίς γκόμενες.. κάθε συνδυασμός με απαραίτητο συστατικό την Harley.
Αφού λοιπόν έχει κάνει αιματηρές οικονομίες και έχει τρίψει δεκάδες τζιν στην καρέκλα του γραφείου που δούλευε, καταφέρνει να μαζέψει το ποσό για να πάρει την ακριβότερη Harley που κυκλοφορεί. Μια και δυο, πηγαίνει στην τράπεζα και σηκώνει τα λεφτά μέχρι τελευταίας δεκάρας και τρέχει στο κατάστημα. Δεν χρειάστηκε πολύς χρόνος για τη συναλλαγή, μιας και την μηχανή την είχε σταμπάρει από καιρό. Έτσι, αφού κανονίζει τις λεπτομέρειες καβαλάει την Harley και ετοιμάζεται να πάει σπίτι για να κάνει έκπληξη στους δικούς του.
Πριν ξεκινήσει την μηχανή τον προλαβαίνει ο πωλητής και του λέει:
- Να σας ρωτήσω κάτι πριν φύγετε.. τη μηχανή θα την έχετε κάτω από υπόστεγο, ή σε ανοικτό χώρο;
- Σε ανοικτό χώρο, απαντάει ο τύπος, γιατί;
- Ξέρετε, καλό θα ήταν τότε όταν βρέχει να την αλλοίφετε με βαζελίνη ώστε να μην σπάσει το χρώμα της.
- Α, σας ευχαριστώ πολύ, θα το έχω υπόψη μου, λέει και φεύγει για το σπίτι.
Στο σπίτι του εν τω μεταξύ, η αρραβωνιαστικιά του, η αδερφή του, η μητέρα του και ο πατέρας του, έχουν μόλις τελειώσει το μεσημεριανό τους και έχουν μαζέψει μία στοίβα πιάτα στο νεροχύτη για πλύσιμο. Κλασσικά όμως, κανένας δεν προθυμοποιείται να τα πλύνει, έτσι έχουν συμφωνήσει ότι όποιος μιλήσει πρώτος θα πλύνει τα πιάτα.
Μετά από κανα 20λεπτο, σκάει μύτη ο τύπος με τη Harley. Τρέχει γρήγορα μέσα στο σπίτι και φωνάζει όλος χαρά την αραβωνιαστικά του.
- Ελένηηη... που είσαι;
Εμφανίζεται η Ελένη σιωπηλή!
- Αγάπη μου, επιτέλους το όνειρό μου γίνεται πραγματικότητα!.. Πήρα την πολυπόθητη Harley!
Η Ελένη όμως δεν απαντάει, παρά μόνο χαμογελάει με υπονοούμενο. Ο τύπος παραξενεύεται και ξαναδοκιμάζει..
- Γλυκιά μου.. πήρα Harley.. δεν έχεις να πεις τίποτα;
Εξακολουθεί όμως εκείνη να μην λέει τίποτα! Ο τύπος την κοιτάει ξανά, και της λέει...
- Αα.. κατάλαβα, θέλεις να το γιορτάσουμε κατάλληλα ε; Πονηρούλα... και την πιάνει, την γδύνει και της ρίχνει ένα καλό επιεόρτιο γαμήσι. Παρ όλα αυτά, η Ελένη δεν έβγαλε μιλιά. Έτσι ο τύπος πάει και βρίσκει την αδερφή του.
- Λία, της λέει, επιτέλους μετά από τόσα χρόνια έχω τη δική μου Harley Davidson!
Προς μεγάλη έκπληξη του τύπου, ούτε η Λία βγάζει μιλιά! Εκείνη τη στιγμή, έχουν μαζευτεί όλοι στο σαλόνι..
- Μα βρε Λιάκι, ούτε εσύ έχεις να πεις τίποτα...; .. you know.. Harley?
Η Λία όμως αγρόν ηγόραζε... ο τύπος την κοιτάει και αυτή με περίεργο ύφος και της λέει..
- Αχα.. βλέπω ότι γουστάρεις και εσύ κόλπα.. δεν βαριέσαι.. σήμερα είμαι πολύ χαρούμενος και δεν καταλαβαίνω τίποτα..
Έτσι, αρπάζει την αδερφή του, και της πετάει τα ματια και αυτής έξω.. Αφού λοιπόν τελειώνει και με την Λία, μαζεύει τα παντελόνια του και πάει στην μάνα του.
- Μάνα!.. επιτέλους τα όνειρά μου δεν είναι μόνο αφίσες!.. Εχω έξω την Harley!
Για ακόμα μια φορά, ο τύπος μένει άναυδος.. ούτε καν η μητέρα του μίλησε..
- Βλέπω ότι την έχετε δει περίεργα εδω μέσα, της λέει ο τύπος, αλλά η γριά η κότα έχει το ζουμί..
Έτσι, αρπάζει και τη μάνα του και της δίνει να καταλάβει τη διαφορά 25άρη και 55άρη!.. Αφού τελειώνει και με την μάνα του, και αφού δεν έχει ακούσει ούτε επιφώνημα, γυρνάει στον πατέρα του.
- Που σαι ρε γέρο; Θυμάσαι που τα λέγαμε για τις μηχανές; Πλέον θα σε πηγαίνω βόλτα με την καλύτερη μηχανή που κυκλοφορεί..
Ούτε όμως και ο πατέρας του μιλάει... ο τύπος συνεχίζει..
- Ρε πατέρα.. τί πάθατε όλοι σήμερα;
Μιλιά ο πατέρας.. ξαφνικά ακούγονται βροντές απ έξω. Ο τύπος κοιτάει από το παράθυρο και βλέπει ότι ο καιρός είναι κλειστός και ετοιμάζεται βροχή. Σκέφτεται λοιπόν φωναχτά..
- Ωχ.. πάω να φέρω τη βαζελίνη...
Και ο πατέρας...
- Μη μη! Θα πλυνω εγω τα πιατα

Η Condolezza Rice (Σύμβουλος για θέματα εθνικής ασφαλείας των ΗΠΑ) και ο πρόεδρος Bush μιλάνε για τον Hu Jintao (ο νέος ηγέτης της Κίνας)...
Βρισκόμαστε στο οβάλ γραφείο του Bush. Μπαίνει η Condi (Condolezza Rice)
George Bush, Jr: Condi! Nice to see you. Whats happening?
Condi: Sir, I have the report here about the new leader of China.
George: Great. Lay it on me.
Condi: Hu is the new leader of China.
George: Thats what I want to know.
Condi: That is what I am telling you.
George: Thats what I am asking you. Who is the new leader of China?
Condi: Yes.
George: I mean the fellows name.
Condi: Hu.
George: The guy in China.
Condi: Hu.
George: The new leader of China.
Condi: Hu.
George: The Chinaman!
Condi: Hu is leading China.
George: Now whaddya asking me for?
Condi: I am telling you: Hu is leading China.
George: Well, I am asking you. Who is leading China?
Condi: Thats the mans name.
George: Thats whos name?
Condi: Yes.
George: Will you or will you not tell me the name of the new leader of China?
Condi: Yes, sir.
George: Yassir? Yassir Arafat is in China? I thought he was in the Middle East.
Condi: That is correct.
George: Then who is in China?
Condi: Yes, sir.
George: Yassir is in China?
Condi: No, sir.
George: Then who is?
Condi: Yes, sir.
George: Yassir?
Condi: No, sir.
George: Look Condi: I need to know the name of the new leader of China. Get me the Secretary General of the U. N. on the phone.
Condi: Kofi?
George: No, thanks.
Condi: You want Kofi?
George: No.
Condi: You dont want Kofi.
George: No. But now that you mention it, I could use a glass of milk. And then get me the U. N.
Condi: Yes, sir.
George: Not Yassir! The guy at the U. N.
Condi: Kofi?
George: Milk! Will you please make the call?
Condi: And call who?
George: Who is the guy at the U. N?
Condi: Hu is the guy in China.
George: Will you stay out of China?!
Condi: Yes, sir.
George: And stay out of the Middle East! Just get me the guy at the U. N.
Condi: Kofi.
George: All right! With cream and two sugars. Now get on the phone.
(Condi picks up the phone.)
Condi: Rice, here.
George: Rice? Good idea. And a couple of egg rolls, too. Maybe we should send some to the guy in China. And the Middle East. Can you get Chinese food in the Middle East?
Ήταν ένας Πόντιος και μία μέρα τον παίρνει κάποιος στο τηλέφωνο στο γραφείο του και του λένε:
"Κάποιος είναι σπίτι σου, και πηδάει την γυναίκα του.
Εκείνος θυμωμένος σηκώνεται και πάει σπίτι. Ανοίγει την πόρτα, πάει στην κρεβατοκάμαρα και βλέπει έναν μπρατσαρά να πηδά την γυναίκα του.
- Τι κάνεις εκεί πέρα, σήκω φύγε, ρε!
Σηκώνεται ο μπρατσαράς τσαντισμένος, πιάνει τον Πόντιο, τον πλακώνει στο ξύλο και του λέει:
- Για τιμωρία που με διέκοψες θα σε βάλω μέσα σε έναν κύκλο, και θα με βλέπεις να πηδάω την γυναίκα σου. Και άμα βγεις από τον κύκλο θα σε ξανατουλουμιάσω στο ξύλο.
Τον βάζει σε ένα κύκλο και μετά από κάνα δίωρο πάει ο μπρατσαράς και του λέει:
- Σου άρεσε η τιμωρία;
Αρχίζει να γελάει ο Πόντιος.
- Τι γελάς, ρε; Εγώ πηδούσα την γυναίκα σου, και εσύ γελάς;
Και του λέει ο Πόντιος:
- Τρεις φορές βγήκα από τον κύκλο, και δεν με είδες!