Ήταν ένας Τούρκος ένας Γερμανός και ένας Έλληνας και ταξίδευαν με το αεροπλάνο ώσπου αυτό χάλασε και έπεσαν όλοι στη ζούγκλα. Εκεί τους έπιασαν οι ζουλού. Τους διέταξαν λοιπόν να φέρει ο καθένας από αυτούς ένα είδος φρούτου σε με γάλη ποσότητα όμως. Πάει ο Γερμανός με μπανάνες.
- "Τι θα τις κάνετε τώρα;" ρωτάει.
- "Θα σου τις βάλουμε στον κώλο," λένε οι ζουλού. Ξεκινάνε οι ζουλού να βάζουν μπανάνες... 1,2,3,5,10 άρχισε να κλαίει ο Γερμανός. Τον άφησαν τότε και πήγαν στον Έλληνα που έφερε κερασάκια. Του βάζουν 1,2,5,10,20,100,150,200 άρχισε να γελάει ο Έλληνας.
- "Γιατί γελάς;" ρωτάει ένας από τους ζουλού.
- "Γελάω γιατί σκέφτομαι τον Τούρκο που έφερε καρπούζια!"
Ήταν ένας Γερμανός, ένας Ιταλός και ένας Έλληνας και πήγαν σε ένα ξενοδοχείο να βρούν δωμάτιο. Ρωτούν τον ξενοδόχο:
- "Μήπως έχετε τρία ελεύθερα δωμάτια;"
Μετά από πολύ σκέψη, τους απαντάει πως έχει μόνο ένα. Αλλά είναι στοιχειωμένο. Όλοι όσοι έχουν προσπαθήσει να διανυκτερεύσουν σ` αυτό, είτε έχουν αυτοκτονήσει, είτε έχουν μυστηριωδώς εξαφανιστεί.
- "Επειδή είμαστε πάρα πολύ κουρασμένοι, θα το πάρουμε. Τρεις είμαστε, δεν πρόκειται να πάθουμε τίποτα."
Μπαίνουν στο δωμάτιο, πολύ ωραίο και άνετο σκέφτονται. Θα περάσουμε ευχάριστα το βράδυ μας. Οπότε πηγαίνουν για ύπνο. Καθώς είχαν αποκοιμηθεί ακούει μια φωνή ο Ιταλός, που έλεγε:
- "Είμαι το μαύρο μάτι... Ήρθα να σε σκοτώσω.." Ακούγοντας όλα αυτά ο Ιταλός, μαζεύει ότι θάρρος του είχε απομείνει και πέφτει κάτω από το παράθυρο. Μετά από μια ώρα, ακούει ο Γερμανός την ίδια φωνή:
- "Είμαι το μαύρο μάτι... και ήρθα να σε σκοτώσω.."
Ξυπνάει τρομοκρατημένος. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι κάποιο φάντασμα τον κυνηγούσε για να τον σκοτώσει. Ακούγοντας ξανά τη φωνή, μαζεύει ότι θάρρος του είχε απομείνει και πέφτει κάτω από το παράθυρο. Μετά από μια ώρα περίπου, ακούει την ίδια φωνή και ο Έλληνας:
- "Είμαι το μαύρο μάτι.."
Πριν προλάβει η φωνή να ολοκληρώσει την πρότασή της, ακούει τον Έλληνα να λέει:
- "Σκάσε, γιατί θα σου μαυρίσω και το άλλο μάτι. Έχουμε να κοιμηθούμε δύο ολόκληρες μέρες!"
Μια γυναίκα ξυπνάει αργά το βράδυ και ανακαλύπτει ότι ο σύζυγός της δεν είναι στο κρεβάτι. Φοράει τη ρόμπα της και κατεβαίνει να τον ψάξει.
Τον βρίσκει να κάθεται στο τραπέζι της κουζίνας, βυθισμένο σε βαθιές σκέψεις και απλώς να
Κοιτάζει με απλανές βλέμμα τον τοίχο, έχοντας μπροστά του μια κούπα καφέ.
Εξακολουθεί να τον κοιτά καθώς αυτός σκουπίζει ένα δάκρυ από τα μάτια του και πίνει μια ρουφηξιά καφέ.
"Τι σου συμβαίνει αγάπη μου;", ψιθυρίζει μπαίνοντας στην κουζίνα,
"Γιατί είσαι ξύπνιος τέτοια ώρα;"
"Θυμάσαι τότε που είχαμε πρωτογνωριστεί πριν από 20
Χρόνια, τότε που ήσουν ακόμη 16 χρονών;"
"Μα φυσικά και το θυμάμαι!", του απαντάει.
"Θυμάσαι τότε που μας έπιασε ο πατέρας σου να κάνουμε έρωτα
Στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου μου;"
"Ναι, κι αυτό το θυμάμαι!"
"Θυμάσαι μήπως και τη στιγμή που πήρε την καραμπίνα και μου
Είπε ότι, ή θα σε παντρευτώ ή θα με στείλει φυλακή για 20 χρόνια;"
"Ναι αγάπη μου, το θυμάμαι κι αυτό!"
"Σήμερα θα είχα αποφυλακιστεί...",της λέει, σκουπίζοντας ένα ακόμα δάκρυ από το πρόσωπο του...
Τρία πιτσιρίκια συζητούν για τα αυτοκίνητα του μπαμπά τους.
"Το αυτοκίνητο του μπαμπά μου", λέει ο ένας, "είναι φοβερά γρήγορο και ο ίδιος πολύ καλός οδηγός. Να φανταστείτε, δουλεύει στην Κόρινθο και ενώ σχολάει κάθε μέρα στις τέσσερις, τέσσερις και μισή είναι στο σπίτι μας στο Χαϊδάρι...".
"Σιγά", λέει ο άλλος. "Εμένα δουλεύει στην Πάτρα και ενώ σχολάει κάθε μέρα στις τέσσερις, το πολύ στις πέντε είναι σπίτι μας στο Θησείο...".
"Εμένα", λέει ο τρίτος, "ο πατέρας μου έχει το πιο γρήγορο απ όλα και είναι και ο καλύτερος οδηγός. Αφού να φανταστείτε, είναι δημόσιος υπάλληλος και ενώ σχολάει κάθε μέρα στις τέσσερις, είναι στο σπίτι μας στο Χαλάνδρι... από τις δωδεκάμισι!".