Ένα πλοίο βουλιάζει στη μέση του ωκεανού. Όλες οι βάρκες έχουν γεμίσει και έχουν φύγει, εκτός από μία, η οποία όμως χωράει τρία άτομα. Πάνω στο πλοίο έχουν μείνει ο καπετάνιος, δύο λευκοί και ένας μαύρος. Όταν φτάνουν στη βάρκα ο καπετάνιος λεει:
- Ως καπετάνιος του πλοίου, δικαιούμαι μία θέση. Ένας λοιπόν από εσάς δεν θα έρθει με τη βάρκα.
Μόλις το ακούει αυτό ο μαύρος, αρχίζει να γκρινιάζει:
- Ξέρω, εγώ θα μείνω γιατί είμαι μαύρος.
- Όχι, λεει ο καπετάνιος, εγώ δεν είμαι ρατσιστής και δεν θα επιτρέψω να γίνει κάτι τέτοιο. Θα γίνει κλήρωση με ερωτήσεις. Όποιος δεν απαντήσει σωστά θα μείνει πίσω. Σύμφωνοι;
- Σύμφωνοι! λένε όλοι.
- Λοιπόν, ποιο ήταν το μεγαλύτερο ναυάγιο στην ιστορίας; ρωτάει τον έναν λευκό.
- Ο Τιτανικός, ο Τιτανικός, απαντάει εκείνος.
- Σωστά, ανέβα στη βάρκα, του λέει όλο χαρά ο καπετάνιος. Πόσοι άνθρωποι πνίγηκαν; ρωτάει τον δεύτερο λευκό ο καπετάνιος.
- Χίλιοι πεντακόσιοι, απαντάει εκείνος.
- Σωστά! Κι εσύ, λέει ο καπετάνιος στον μαύρο, δώσε μου τα ονόματα και τις διευθύνσεις τους..
Ένας ογδοντάχρονος, πηγαίνει στον γιατρό του για το τακτικό, ετήσιο τσεκ απ. Ανάμεσα στα υπόλοιπα και μετά από κάποιες εξετάσεις που του κάνει ο γιατρός, τον ρωτά πώς νιώθει τελευταία.
Ο γεράκος του απαντά:
- Γιατρέ μου, νιώθω ΠΕΡΙΦΗΜΑ. Δεν θα ήταν υπερβολή να σου πω ότι δεν έχω νιώσει καλύτερα στην ζωή μου. Για να καταλάβεις, έχω παντρευτεί μια 18χρονη, πανέμορφη κοπέλα, η οποία είναι έγκυος. Ναι γιατρέ μου, όπως το ακούς. Έχει το παιδί μου μέσα της. Πώς σου φαίνεται, τώρα, αυτό;
Ο γιατρός σκέφτεται και μετά από λίγο του απαντά:
- Θα σου πω μια μικρή ιστορία. Έχω έναν φίλο, είναι μανιώδης κυνηγός. Δεν έχει χάσει ΠΟΤΕ του, ούτε μια κυνηγετική σαιζόν. Κάθε χρόνο, παίρνει τα σκυλιά του και τα όπλα του και καβαλάει τα βουνά και τους λόφους. Ήταν λοιπόν μια μέρα, που αποφάσισε να πάει για κυνήγι. Ετοιμάστηκε, πήρε τον εξοπλισμό του, άρπαξε το όπλο του και έφυγε. Μόνο που στην βιασύνη του, αντί για το όπλο, πήρε χωρίς να το καταλάβει την μαύρη του ομπρέλα. Έφτασε στο δάσος όπου και συνάντησε μια τεράστια καφέ αρκούδα. Εκείνη τον αντιλήφθηκε και τον πλησίασε. Όταν τον είχε πλησιάσει αρκετά κοντά, ο φίλος μου σηκώνει την ομπρέλα του, σημαδεύει την αρκούδα και πατάει το κουμπί της. Ξέρεις τι έγινε;
Ο γεράκος γεμάτος περιέργεια λέει:
- Όχι, τι έγινε;
- Ε λοιπόν, η αρκούδα σωριάστηκε στο έδαφος, νεκρή.
- Αυτό είναι αδύνατον. Κάποιος άλλος θα την πυροβόλησε την αρκούδα.
- Χμμ, ακριβώς εκεί ήθελα να καταλήξω και εγώ από την αρχή...
Σε ένα φεστιβάλ στην Μογγολία έχουν μαζευτεί οι καλύτεροι τραγουδιστές.
Βγαίνει ο πρώτος, αλλά δεν αρέσει στο κοινό και τον μπουχάρουν.
Νευριάζει και κατεβαίνει από την σκηνή.
Βγαίνει ο επόμενος, αλλά το κοινό πάλι δεν γουστάρει και αποδοκιμάζει.
Κατεβαίνει και αυτός από την σκηνή.
Το ίδιο συμβαίνει και με τους υπόλοιπους Μογγόλους τραγουδιστές, παρόλο που είναι ο ένας καλύτερος από τον άλλο, το κοινό είναι τελείως ξενερωμένο!
Με αυτούς τους ρυθμούς οι τραγουδιστές τελειώνουν γρήγορα, και τότε η διοργανώτρια της εκδήλωσης ρίχνει την ιδέα να ανέβουν όλοι οι τραγουδιστές μαζί στην σκηνή.
Ανεβαίνουν λοιπόν όλοι οι τραγουδιστές στην σκηνή και ξαφνικά το κοινό ενθουσιάζεται, αρχίζει να συμμετέχει, να σιγοτραγουδά και να χορεύει... Χειροκροτήματα, σφυρίγματα και άλλα τέτοια, και η συναυλία κρατάει μέχρι το ξημέρωμα!
Ηθικο διδαγμα:
Όπου λαλούν πολλοί Μογγόλοι, αργεί να ξημερώσει!