Ήταν ένας Τούρκος,ένας Έλληνας και ένας Εβραίος και μιλούσαν για τα θαύματα που έχουν κάνει οι Θεοί τους για να τους βγάλουν από μία δύσκολη θέση.
Τούρκος:
- Ήμουν που λέτε στην έρημο και ξαφνικά άρχισε μία ανεμοθύελα που να σε ακουμπάει και να σου σκίζει το δέρμα! Αρχίζω λοιπόν και εγώ να προσεύχομαι στον Θεό μου. Και σε μια στιγμή βλέπω γύρω-γύρω ανεμοθύελα και στη μέση ηρεμία, αδράνεια!
Έλληνας:
- Πω, πω! Απίστευτο! Εγώ που λέτε ήμουν με τη βάρκα μου στη θάλασσα και ξαφνικά αρχίζει μια τρικυμί,α με κάτι κύματα 10 μέτρα. Αρχίζω λοιπόν και εγώ να προσεύχομαι στον Θεό μου. Και σε μια στιγμή βλέπω γύρω-γύρω τρυκιμία και στη μέση ηρεμία, γαλήνη!
Εβραίος:
- Πω, τι μου λες βρε παιδί μου; Τώρα ακούστε και εμένα. Ήταν Σάββατο και πήγαινα στην ιερά σύνοδο και όπως προχωρούσα βλέπω μπροστά μου 2 γυναίκες ημίγυμνες να με κοιτούν έντονα και να μου δείχνουν ότι με θέλουν. Και λέω στον εαυτό μου "Δεν πρέπει να υποκύψεις, είναι Σάββατο σήμερα! Μέρα του Θεού!" Αυτές συνεχίζουν τώρα πια πιο έντονα, ξέρετε τώρα ματάκια, γλώσσα κτλ. Τι να κάνω λοιπόν και εγώ αρχίζω να προσεύχομαι στον Θεό μου. Ε, και εκέινη τη στιγμή βλέπω γύρω-γύρω Σάββατο και στη μέση Κυριακή!
Ένα πλοίο βουλιάζει στη μέση του ωκεανού. Όλες οι βάρκες έχουν γεμίσει και έχουν φύγει, εκτός από μία, η οποία όμως χωράει τρία άτομα. Πάνω στο πλοίο έχουν μείνει ο καπετάνιος, δύο λευκοί και ένας μαύρος. Όταν φτάνουν στη βάρκα ο καπετάνιος λεει:
- Ως καπετάνιος του πλοίου, δικαιούμαι μία θέση. Ένας λοιπόν από εσάς δεν θα έρθει με τη βάρκα.
Μόλις το ακούει αυτό ο μαύρος, αρχίζει να γκρινιάζει:
- Ξέρω, εγώ θα μείνω γιατί είμαι μαύρος.
- Όχι, λεει ο καπετάνιος, εγώ δεν είμαι ρατσιστής και δεν θα επιτρέψω να γίνει κάτι τέτοιο. Θα γίνει κλήρωση με ερωτήσεις. Όποιος δεν απαντήσει σωστά θα μείνει πίσω. Σύμφωνοι;
- Σύμφωνοι! λένε όλοι.
- Λοιπόν, ποιο ήταν το μεγαλύτερο ναυάγιο στην ιστορίας; ρωτάει τον έναν λευκό.
- Ο Τιτανικός, ο Τιτανικός, απαντάει εκείνος.
- Σωστά, ανέβα στη βάρκα, του λέει όλο χαρά ο καπετάνιος. Πόσοι άνθρωποι πνίγηκαν; ρωτάει τον δεύτερο λευκό ο καπετάνιος.
- Χίλιοι πεντακόσιοι, απαντάει εκείνος.
- Σωστά! Κι εσύ, λέει ο καπετάνιος στον μαύρο, δώσε μου τα ονόματα και τις διευθύνσεις τους..
Ένας ογδοντάχρονος, πηγαίνει στον γιατρό του για το τακτικό, ετήσιο τσεκ απ. Ανάμεσα στα υπόλοιπα και μετά από κάποιες εξετάσεις που του κάνει ο γιατρός, τον ρωτά πώς νιώθει τελευταία.
Ο γεράκος του απαντά:
- Γιατρέ μου, νιώθω ΠΕΡΙΦΗΜΑ. Δεν θα ήταν υπερβολή να σου πω ότι δεν έχω νιώσει καλύτερα στην ζωή μου. Για να καταλάβεις, έχω παντρευτεί μια 18χρονη, πανέμορφη κοπέλα, η οποία είναι έγκυος. Ναι γιατρέ μου, όπως το ακούς. Έχει το παιδί μου μέσα της. Πώς σου φαίνεται, τώρα, αυτό;
Ο γιατρός σκέφτεται και μετά από λίγο του απαντά:
- Θα σου πω μια μικρή ιστορία. Έχω έναν φίλο, είναι μανιώδης κυνηγός. Δεν έχει χάσει ΠΟΤΕ του, ούτε μια κυνηγετική σαιζόν. Κάθε χρόνο, παίρνει τα σκυλιά του και τα όπλα του και καβαλάει τα βουνά και τους λόφους. Ήταν λοιπόν μια μέρα, που αποφάσισε να πάει για κυνήγι. Ετοιμάστηκε, πήρε τον εξοπλισμό του, άρπαξε το όπλο του και έφυγε. Μόνο που στην βιασύνη του, αντί για το όπλο, πήρε χωρίς να το καταλάβει την μαύρη του ομπρέλα. Έφτασε στο δάσος όπου και συνάντησε μια τεράστια καφέ αρκούδα. Εκείνη τον αντιλήφθηκε και τον πλησίασε. Όταν τον είχε πλησιάσει αρκετά κοντά, ο φίλος μου σηκώνει την ομπρέλα του, σημαδεύει την αρκούδα και πατάει το κουμπί της. Ξέρεις τι έγινε;
Ο γεράκος γεμάτος περιέργεια λέει:
- Όχι, τι έγινε;
- Ε λοιπόν, η αρκούδα σωριάστηκε στο έδαφος, νεκρή.
- Αυτό είναι αδύνατον. Κάποιος άλλος θα την πυροβόλησε την αρκούδα.
- Χμμ, ακριβώς εκεί ήθελα να καταλήξω και εγώ από την αρχή...