Πριν από πολλά πολλά χρόνια, όταν ήμουν 25 ετών, παντρεύτηκα μία γυναίκα χήρα.
Αυτή η χήρα είχε μία μεγάλη κόρη. Ο πατέρας μου ερωτεύτηκε την κόρη της χήρας και σύντομα παντρεύτηκαν. Το γεγονός αυτό έκανε τον πατέρα μου γαμπρό μου, και από τότε άλλαξε η ζωή μου. Η θετή μου κόρη έγινε και μητριά μου (αφού είναι η γυναίκα του πατέρα μου). Τα πράγματα περιεπλάκησαν όταν η γυναίκα μου γέννησε ένα αγοράκι. Ο μικρός γιος μου (εγγονός του πατέρα μου) έγινε και κουνιάδος του πατέρα μου (αφού είναι αδελφός της γυναίκας του). Aρα έγινε και θείος μου (γεγονός που με λύπησε πολύ). Διότι αφού είναι θείος μου, είναι και αδελφός της κόρης της χήρας (της γυναίκας του πατέρα μου), η οποία φυσικά είναι και μητριά μου (αφού είναι και γυναίκα του πατέρα μου). Η γυναίκα του πατέρα μου (η μητριά μου), κατόπιν γέννησε έναν γιο (πράγμα που μας έβαλε σε ακόμα μεγαλύτερους μπελάδες). Αυτός πλέον είναι ο εγγονός μου (αφού είναι ο γιος της θετής μου κόρης). Η γυναίκα μου (η χήρα) είναι μητέρα της μητριάς μου. Συνεπώς, δεν είναι μόνο γυναίκα μου, είναι και γιαγιά μου. Αφού δε η γυναίκα μου είναι και γιαγιά μου, τότε εγώ είμαι και εγγονός της. Kάθε φορά που τα σκέπτομαι όλα αυτά, τρελαίνομαι. Διότι ως σύζυγος της γιαγιάς μου, είμαι αναγκαστικά και ο παππούς μου !
Περπατάν ο Κωστίκας και ο Γιωρίκας και βρίσκουν μία κούτα με δύο νεογέννητα γατάκια.
- Α, πάντα ήθελα ένα γατάκι, λέει ο Κωστίκας. Να πάρουμε το ένα εγώ και το άλλο εσύ.
- Και πώς θα τα ξεχωρίζουμε;
- Χμμ, στο δικό σου γατάκι θα κόψουμε λίγο το αυτάκι του.
Του κόβουν το αυτάκι, αλλά όπως περπατούν το άλλο γατάκι τους ξεφεύγει από τα χέρια, το χτυπά ένα αυτοκίνητο, και κόβεται και αυτουνού το αυτάκι.
- Και τώρα; λέει ο Γιωρίκας. Πώς θα τα ξεχωρίζουμε τώρα;
- Χμμ, στο δικό σου γατάκι θα βγάλουμε το ένα μάτι, και θα τα ξεχωρίζουμε.
Του βγάζουν το μάτι, αλλά το γατάκι του Κωστίκα ξαναξεφεύγει και χάνει και αυτό το μάτι του.
- Ε, δεν ξέρω τί άλλο να κάνουμε πια! λέει ο Κωστίκας. Εγώ λέω να πάρεις εσύ το μαύρο, και εγώ το άσπρο.