Με τέτοιους φίλους...
Επισκέπτεται ο Κώστας, τον φίλο του Μιχάλη στο σπίτι του. Εκεί δεν βρίσκει τον ίδιο, αλλά τη γυναίκα του, αποφασίζει λοιπόν να τον περιμένει, κάνοντας παρέα στη σύζυγο του φίλου του. Με τα πολλά, και αφού περνούσε η ώρα και ο φίλος του δεν ερχόταν, πρότεινε στην κυρία να της δώσει δέκα χιλιάδες αν τον άφηνε να της πιάσει το στήθος της.
Εκείνη αφού το σκέφτηκε λίγο το δέχτηκε. Της δίνει το δεκαχίλιαρο, και της χαϊδεύει το στήθος. Μετά από λίγο της προτείνει να της δώσει ακόμα δέκα χιλιάδες, με σκοπό να της πιάσει και το άλλο. Εκείνη δέχεται και εισπράτει άλλες δέκα χιλιάδες. Τέλος ο Κώστας φεύγει ευτυχισμένος από το σπίτι του φίλου του μίας και όπως ισχυρίστηκε βαρέθηκε να τον περιμένει άλλο.
Μετά από δύο ώρες περίπου επιστρέφει σπίτι ο Μιχάλης κατακουρασμένος, στην πόρτα τον υποδέχεται η γυναίκα του λέγοντας του ότι πέρασε και ο φίλος του, και το ζητούσε. Τότε ο Μιχάλης τότε της είπε κουρασμένα, α! μπράβο ελπίζω να σου έφερε και τα είκοσι χιλιάρικα που μου χρωστάει...!
Μια νεαρή δασκάλα αποφασίζει να κάνει ένα πρόχειρο διαγώνισμα στην τάξη της , για να διαπιστώσει την πρόοδο των μαθητών της . Το θέμα είναι δύσκολο κι αρχίζουν να γράφουν αμέσως . Γυρνάει η δασκάλα να γράψει το θέμα στον πίνακα , σηκώνεται η μίνι φούστα της και απ το βάθος της τάξης ακούγεται ένα γέλιο .
- Τι συμβαίνει , Δημητράκη ; ρωτάει η δασκάλα .
- Κυρία , είδα μια απ τις ζαρτιέρες σας !
- Έξω απ την τάξη , λέει η δασκάλα . Δε θέλω τέτοια πράματα στο μάθημά μου . Δε θέλω να σε δω για 3 ημέρες .
Τότε η δασκάλα αποφάσισε να δώσει κάτι συμπληρωματικές οδηγίες , γυρνάει στον πίνακα και , καθώς τεντώνεται να γράψει , ένα ακόμη γέλιο ακούγεται απ την τάξη .
- Τι συμβαίνει , Γιαννάκη ; ρωτάει η δασκάλα , που είχε αρχίσει να εκνευρίζεται .
- Κυρία , είδα τη ζαρτιέρα σας , απαντάει ο Γιαννάκης .
- Έξω απ την τάξη μου , ξαναλέγει η δασκάλα . Κι αυτή τη φορά η τιμωρία θα είναι πιο αυστηρή . Θα επιστρέψεις μετά από 3 βδομάδες . Εκνευρισμένη όπως ήτανε , γυρίζει πάλι στον πίνακα , αλλά της πέφτει ο σπόγγος . Σκύβει να τον πιάσει και ένα δυνατότερο γέλιο ακούγεται απ το βάθος της τάξης . Στρέφει προς τους μαθητές η δασκάλα και βλέπει τον Μπόμπο να κατευθύνεται προς την έξοδο .
- Και για πού το βαλες εσύ , των ρωτάει.
- Μ αυτό που είδα εγώ , απαντάει ο Μπόμπος , καταλαβαίνω ότι οι μέρες μου στο σχολείο τελειώσανε πια !
Ένα πρωί πλησιάζει στο συνοριακό φυλάκιο της Κακαβιάς ένας τύπος καβάλα σε ένα ποδήλατο. Στους ώμους του κρέμονται δύο σάκοι.
- "Επ, που πας εσύ", τον ρωτάει με καχυποψία ο φύλακας. "Τι έχεις μέσα στους σάκους;"
- "Αμμο", απαντάει ο τύπος.
- "Τι άμμο και μαλακίες μου λες. Χθεσινός είμαι; Κατέβα αμέσως για έλεγχο."
Κατεβαίνει αυτός και αρχίζει να ψάχνει ο τελωνιακός μέσα στην άμμο. Μετά από δύο ώρες ψαξίματος δε βρίσκει τίποτα και αφήνει τον τύπο να περάσει.
Την άλλη μέρα το πρωί η ίδια δουλειά. Ο τύπος με το ποδήλατο πλησιάζει, το σταματάει ο τελωνιακός, του παίρνει τους σάκους και μετά από τέσσερεις ώρες επίμονου ψαξίματος τον αφήνει να περάσει.
Την τρίτη μέρα να σου πάλι ο τύπος, καβάλα στο ποδήλατο με τους δύο σάκους να κρέμονται στου ώμους του.
- "Ρε γαμώτο, πάλι εσύ; Τι θα γίνει με την περίπτωση σου; λέγε τι κουβαλάς μέσα στους σάκους."
- "Αμμο."
- "Καλάααα... Κατέβα για έλεγχο."
Έξι ώρες παιδευόταν ο τελωνιακός. Εξέτασε την άμμο κόκκο προς κόκκο αλλά τίποτα.
Επί έξι μήνες, κάθε πρωί ο τύπος ερχότανε, έπινε τον καφέ του όσο ο τελωνιακός ξεσκιζότανε να βρει κάτι μέσα στην άμμο και πέρναγε απέναντι καβάλα στο ποδηλατάκι του με τους δυο σάκους άμμο. Μέχρι στο χημείο του κράτους είχε στείλει την άμμο ο τελωνιακός μπας και βρει τίποτα ύποπτο αλλά τίποτα. Κόντευε να τρελαθεί.
Ένα πρωί δεν άντεξε και του λέει:
- "Ακου να δεις φίλε, δεν αντέχω να σε ψάχνω άλλο. Θα σε ρωτήσω κάτι και θέλω να μου απαντήσεις ειλικρινά, κι εγώ σου υπόσχομαι ότι ούτε θα σε συλλάβω, ούτε θα σε πειράξω, ούτε τίποτα."
- "Εντάξει."
- "Κάνεις λαθρεμπόριο;"
- "Κάνω."
- "Και τι διάολο βγάζεις λαθραία απ` τη χώρα τόσο καιρό;"
- "Ποδήλατα."
Ένα ζευγάρι έχει δυο δίδυμα παιδιά, από τα οποία το ένα είναι κωφάλαλο.
Μετά από συνεχείς επισκέψεις στους πιο διάσημους γιατρούς, η μάνα δέχεται τη μοίρα τους. Ο πατέρας, όμως, πέφτει σε βαθιά μελαγχολία. Φεύγει από το σπίτι και αρχίζει να γυρνάει ρακένδυτος. Η γυναίκα του με τη βοήθεια ενός συναδέλφου του, τον βρίσκει μετά από μήνες κάτω από μια γέφυρα.
- "Ρε Κώστα, τι πράματα είναι αυτά που κάνεις;", του λέει ο συνάδελφός του.
- Τι να κάνω, ρε Τάκη; Το παιδί μου θα μείνει μουγκό και κουφό για όλη του τη ζωή.
Με τι κουράγιο να ζήσω;.
- "Σώπα, ρε! Εγώ ξέρω μια τσιγγάνα, που τα γιατρεύει όλα". Ο Κώστας παίρνει κουράγιο, μαζεύει όλες του τις οικονομίες και πάει να βρει την τσιγγάνα:
- "Θα ανέβεις στο βουνό, θα μαζέψεις τσάι και θα το δώσεις καυτό στο παιδί την πιο κρύα νύχτα του χειμώνα. Μετά θα το βουτήξεις 3 φορές στην παγωμένη θάλασσα. Μπορεί να πονέσει, αλλά η γλώσσα του θα πηγαίνει ροδάνι!". Ο Κώστας κάνει ό, τι του είπε η τσιγγάνα. Το πιο κρύο βράδυ του χειμώνα βράζει το τσάι και το δίνει στο παιδί. Μετά, ενώ εκείνο ουρλιάζει από τους πόνους, το παίρνει, το βάζει στο αμάξι και το πηγαίνει στη θάλασσα. Το βουτάει μια... "Μπαααα!", το βουτάει δυο... "Μααααα!", το βουτάει τρεις... "Μαλ**ααααααααα!". Έκπληκτος, παίρνει το παιδί, το τυλίγει σε μια κουβέρτα, το βάζει πάλι στο αμάξι και ξεκινά για το σπίτι. Μόλις φτάνει, βλέπει τη γυναίκα του στην πόρτα να τον κοιτά με ειρωνικό ύφος:
- "Τι έγινε;", τον ρωτά.
- "Γυναίκα, δε θα το πιστέψεις! Το παιδί μίλησε! Με είπε μαλάκα!".
- "Καλά σου είπε, αφού πήρες το άλλο μας παιδί!"