Πάει ένας νέος διοικητής στο στρατόπεδο της λεγεώνας των ξένων βαθιά μέσα στην έρημο. Καθώς τον ξεναγούσαν παρατήρησε μια πολύ γριά καμήλα δεμένη σε ένα δέντρο και ρώτησε:
- "Γιατί είναι εδώ αυτή η καμήλα;"
- "Κύριε Διοικητά, επειδή είμαστε πολύ μακριά από οπουδήποτε, και οι άντρες έχουν σεξουαλικές ανάγκες, όταν θέλουν, έχουμε την καμήλα".
Τρελάθηκε ο τύπος, αλλά τι να πει;
- "Καλώς, αν δεν σας πειράζει εσάς, δεν πειράζει και μένα".
Μετά από παραμονή 6 μηνών στο στρατόπεδο, ο διοικητής, μην αντέχοντας άλλο, φωνάζει σε έναν αξιωματικό:
- "Φέρτε μου την καμήλα!"
Ο αξιωματικός αρχικά τον κοίταξε απορημένος αλλά υπάκουσε στην διαταγή του. Ο διοικητής την πήρε μέσα, ανέβηκε σε ένα σκαμνί και της το έκανε αγρίως. Μετά κατέβηκε, άνοιξε την πόρτα και ρώτησε:
- "Αυτό λοιπόν κάνουν εδώ πέρα οι άντρες με την καμήλα;"
- "Εεεεχμ... κύριε Διοικητά... συνήθως την καβαλάνε για να πάνε στο κοντινότερο χωριό".

Ένας εξερευνητής αιχμαλωτίζεται από μια άγρια φυλή της Αφρικής.
Την ώρα που τον έχουν δεμένο σε ένα πάσσαλο και τον ετοιμάζουν για το καζάνι, οι ανθρωποφάγοι ψάχνουν τις αποσκευές του και μέσα στο σακίδιο του ανακαλύπτουν λίγα κρεμμύδια. Τα πηγαίνουν στο βασιλιά τους και τα βρίσκει γευστικότατα. Διατάζει να του φέρουν τον εξερευνητή. Αυτός λέει στο βασιλιά πως το κρεμμύδι είναι ένα θαυμάσιο έδεσμα, πολύ ωφέλιμο, πολύ νοστιμο, που μόνο οι βασιλιάδες το τρώνε και πως μπορεί να εφοδιάσει τη φυλή του με άφθονα κρεμμύδια αν τον αφήσουν ελεύθερο.
Σε λίγους μήνες ο εξερευνητής είχε καλλιεργήσει με τη βοήθεια των ιθαγενών σε πολλά από τα χωράφια του χωριού κρεμμύδια. Ενθουσιασμένος ο βασιλιάς τον αφήνει ελεύθερο να επιστρέψει στην πατρίδα του και μάλιστα του δίνει και ένα σακί χρυσάφι!
Γυρίζοντας στη πατρίδα του, πιο σοφός και πιο πλούσιος, ο εξερευνητής διηγείται στους φίλους του την περιπέτειά του. Ένας από αυτούς, θέλοντας κι αυτός να γίνει πλούσιος, έχει την ιδέα να πάει eθελοντικά στους ιθαγενείς και να τους προσφέρει ένα άλλο άγνωστο φαγητό: σκόρδο
Πραγματικά φορτώνει σακιά σκόρδο και τα πηγαίνει στο βασιλιά τους. Ο βασιλιάς ενθουσιάζεται, τον συγχαίρει, και του λεει:
- Θα σου δώσω ένα ανεκτίμητο δώρο που μόνο οι βασιλιάδες το έχουν.
Και του δίνει ένα σακί κρεμμύδια...

Ηροφορείται ότι στην άλλη άκρη του κόσμου υπάρχει ένα πανύψηλο βουνό, στην κορυφή του οποίου βρίσκεται ένα παλάτι και μέσα στο οποίο κατοικεί ο γέροντας που κατέχει την απόλυτη σοφία της ζωής.
Ζαλώνεται, λοιπόν, την ασπίδα, γραπώνει τη σπάθα, φοράει το γούνινο σωβρακάκι του και ξεκινάει για το βουνό.
Περνάει την Έρημο της Δίψας, το Φαράγγι Χωρίς Πάτο, ξυστά απ' το Πηγάδι των Χιλίων Ευχών, και μετά από πορεία εκατό ημερών στην Τούνδρα των Μηδέν Βαθμών Κέλβιν, φτάνει στους πρόποδες του Βουνού της Σοφίας, το οποίο βλέπει να χάνεται μέσα στα σύννεφα.
Αρχίζει την ανάβαση, τα μπράτσα σφίγγονται, οι φλέβες τινάζονται, το γούνινο σωβρακάκι τον προστατεύει απ' το κρύο.
Βρυχάται όταν, κουρασμένος από την ανάβαση, πατάει στο πλάτωμα στην κορυφή και βλέπει το κάστρο του Γέροντα να ορθώνεται απροσπέλαστο μπροστά του.
Η ξύλινη πύλη είναι κλειστή, αλλά την γκρεμίζει βρυχόμενος με ένα χτύπημα της ασπίδας του. Η επόμενη πόρτα, πιο βαριά, απαιτεί πιο δυνατό χτύπημα. Η τρίτη, σιδερένια, πέφτει μετά απ'το δεύτερο χτύπημά του. Η τελευταία βαριά σιδερένια πόρτα πέφτει με θόρυβο καθώς ο βρυχηθμός του Κόναν σπάει τη σιωπή της ψυχρής κυκλικής αίθουσας, στην οποία ο γέροντας συλλογίζεται με τα δάχτυλα ενωμένα κάτω απ'το πηγούνι του καθισμένος στον θρόνο του.
Ο Κόναν πλησιάζει το κέντρο της αίθουσας και ακουμπάει τα όπλα του μπροστά στα πόδια του Σοφού.
- Respect, γέροντα. Μου είπαν ότι κατέχεις το μυστικό των μυστικών.
- Υπάρχουν και τα πόμολα, Κόναν.
- Μιλάς με γρίφους, γέροντα...