Είναι τώρα σε ένα αεροπλάνο μια ομάδα αλεξιπτωτιστών και ετοιμάζονται για άσκηση. Τους λέει λοιπόν ο αρχηγός:
- Μόλις δείτε το πράσινο φωτάκι να ανάβει, θα πηδήξετε.
Πετάγεται ένας από αυτούς και λέει:
- Κι αν δεν ανάψει;
- Θα ανάψει, του απαντά ο αρχηγός.
- Κι αν δεν ανάψει;
- Θα ανάψει, του ξαναλέει.
- Ναι, μα αν δεν ανάψει;
- Σκάσε, θα ανάψει. Μόλις πηδήξετε θα μετρήσετε μέχρι το 10 και θα τραβήξετε το αλεξίπτωτο.
Πετάγεται ξανά ο ίδιος και λέει:
- Κι αν δεν ανοίξει;
- Θα ανοίξει, του λέει.
- Κι αν δεν ανοίξει;
- Θα ανοίξει.
- Ναι, αλλά κι αν δεν ανοίξει;
- Αν δεν ανοίξει, του λέει θα τραβήξετε το εφεδρικό.
- Κι αν δεν ανοίξει και το εφεδρικό;
- Θα ανοίξει.
- Κι αν δεν ανοίξει.
- Θα ανοίξει! Σκάσε. Μόλις φτάσετε κάτω θα σας περιμένουν τζιπάκια να σας γυρίσουν στην βάση.
- Κι αν δεν μας περιμένουν;
- Θα σας περιμένουν.
- Κι αν δεν μας περιμένουν;
- Σκάσε, θα σας περιμένουν.
Κάποια στιγμή βγαίνει ο αρχηγός και τους φωνάζει να πηδήξουν.
- Μα δεν άναψε το πράσινο φωτάκι, λέει ο ίδιος με τις ερωτήσεις.
- Βρε, άντε και πήδα, του λέει και τον σπρώχνει.
Πέφτει αυτός, μετράει μέχρι το 10 τραβάει το αλεξίπτωτο και δεν ανοίγει.
- Ε, τον πούστη, λέει.
Τραβάει το εφεδρικό δεν ανοίγει ούτε αυτό.
- Ε, τον πούστη τον αρχηγό, λέει. Έχει γούστο να μην μας περιμένουν και τα τζιπάκια κάτω...
Ήταν ο Γιάννης και ο Παναγιώτης στο σινεμά και έβλεπαν μια ταινία. Μπροστά τους ήταν ένας καράφλας, γεροδεμένος και ψηλός. Λέει ο Γιάννης:
Γιάννης :
- Βάζουμε στοίχημα 5 ευρώ να του δώσω φάπα χωρίς να με σπάσει στο ξύλο;
Παναγιώτης :
- Εντάξει.
Του ρίχνει την φάπα ο Γιάννης. "ΠΑΦ".
Γιάννης :
- Ρε, Γιώργο, εσύ είσαι;
Καράφλας :
- Δεν είμαι ο Γιώργος.
Γιάννης :
- Συγνώμη.
Δεν τον έσπασε στο ξύλο ο καράφλας.
Γιάννης :
- Δώσε τα 5 ευρώ.
Ο Παναγιώτης τι να κάνει, του τα δίνει τα 5 ευρώ.
Μετά από 10 λεπτά.
Γιάννης :
- Βάζεις στοίχημα άλλα 5 ευρώ να του δώσω πάλι μία φάπα χωρίς να με δείρει;
Παναγιώτης :
- Βάζω , τώρα δεν μπορεί, θα σε δείρει.
Ρίχνει ο Γιάννης στον καραφλό την φάπα. "ΠΑΦ"
Γιάννης :
- Ρε, Γιώργο εσύ είσαι σίγουρα! Δεν μπορεί!
Καράφλας :
- Κύριε, σας το είπα, δεν είμαι ο Γιώργος.
Γιάννης :
- Δεν γίνεται τέτοια ομοιότητα
Καράφλας :
- Πολλοί άνθρωποι μοιάζουν μεταξύ τους.
Γιάννης :
- Εντάξει, συγνώμη.
Ο Γιάννης πάλι κέρδισε το στοίχημα και παίρνει πάλι άλλα 5 ευρώ.
Ο Καράφλας φεύγει από εκείνη την θέση που καθόταν και πάει να κάτσει πιο πάνω.
Γιάννης :
- Βάζεις στοίχημα άλλα 5 ευρώ να πάω εκεί πάνω και να του ρίξω άλλη μία φάπα;
Παναγιώτης :
- Βάζω. Τώρα σίγουρα θα σε δείρει, σίγουρα.
Πάει ο Γιάννης πιο πάνω να κάτσει. Πάει στον καράφλα και του ρίχνει μία φάπα και του λέει:
- Εδώ είσαι, ρε Γιώργο, και ρίχνω φάπες στον άλλον συνέχεια;
Γιατί απέλυσα τη γραμματέα μου!
Προσέξτε μην σας συμβεί...
Πριν από δύο εβδομάδες ήταν τα 45α γενέθλια μου και δεν αισθανόμουν ιδιαίτερα καλά γι αυτό. Κατέβηκα να πάρω το πρωινό μου ξέροντας
Ότι η γυναίκα μου θα μου έφτιαχνε το κέφι με τις ευχές της και ίσως και με κάποιο δώρο.
Όχι μόνο δεν μου ευχήθηκε, δεν είπε ούτε "καλημέρα"! "Καλά να πάθεις, που θελες και παντρειές", σκέφτηκα. Παρηγορήθηκα όμως γιατί φανταζόμουνα ότι τα παιδιά θα το θυμόντουσαν. Τα παιδιά όμως κατέβηκαν για πρωινό και δεν είπαν λέξη.
Όταν έφτασα στο γραφείο, ήμουν τελείως πεσμένος και απογοητευμένος.
Καθώς έμπαινα, η γραμματέας μου η Τζάνετ μου είπε, "Καλημέρα κύριε διευθυντά, Ευτυχισμένα Γενέθλια." Αισθάνθηκα καλύτερα, κάποιος τουλάχιστον με θυμήθηκε. Δούλεψα μέχρι το μεσημέρι. Κάποια στιγμή, η Τζάνετ μου χτύπησε την πόρτα και είπε, "Ξέρετε, Έξω έχει υπέροχο καιρό και μια και είναι τα γενέθλια σας, τι θα λέγατε να πηγαίναμε για γεύμα οι δυο μας;"
"Αυτό είναι η καλύτερη ιδέα που άκουσα σήμερα. Πάμε". Πήγαμε για φαγητό. Δεν πήγαμε εκεί που τρώγαμε συνήθως αλλά σε ένα μικρό απομονωμένο μέρος στην εξοχή. Πήραμε δύο μαρτίνι και απολαύσαμε φοβερά το γεύμα μας. Κατά την επιστροφή μου είπε, "Μια τόσο όμορφη μέρα δεν χρειάζεται να επιστρέψουμε στο γραφείο, έτσι;"
"Υποθέτω πως όχι" απάντησα εγώ. "Πάμε στο διαμέρισμά μου", μου είπε εκείνη. Φτάνοντας στο διαμέρισμα μου είπε, "Κύριε διευθυντά, αν δεν σας πειράζει, θα πάω στο υπνοδωμάτιο να βάλω κάτι πιο άνετο."
"Βεβαίως", απάντησα ενθουσιασμένος.
Πήγε στο δωμάτιο και, μετά από κανένα πεντάλεπτο, βγήκε κρατώντας μια τούρτα γενεθλίων, ακολουθούμενη από τη γυναίκα μου, τα παιδιά, και ντουζίνες ολόκληρες από οικογενειακούς φίλους. Όλοι τραγουδούσαν το τραγουδάκι των γενεθλίων... και εγώ καθόμουν εκεί, στον καναπέ... θεόγυμνος.
Εύπορη αλλά μοναχική κυρία δημοσιεύει αγγελία ζητώντας σύντροφο:
- «Κυρία σεβαστής ηλικίας με αμύθητα πλούτη ζητά κύριο να τη συντροφέψει στο υπόλοιπο της ζωής της ο οποίος θα τηρεί τις εξής 3 προϋποθέσεις:
1. Δε θα την εγκαταλείψει ποτέ,
2. Δε θα την χτυπήσει ποτέ,
3. Στο κρεβάτι θα είναι ταύρος.
Η αγγελία δημοσιεύεται, η κυρία περιμένει 1 εβδομάδα, 1 μήνα, 1 εξάμηνο, 1 χρόνο. Έχει πια απελπιστεί:
- «Τι να τα κάνω τα πλούτη όταν δεν έχω έναν άνθρωπο δίπλα μου! Θα με φάει η μαύρη μοναξιά!».
Κι ενώ η κυρία μοιρολογεί χτυπάει το κουδούνι της πόρτας. Η κυρία ακούει το κουδούνι και τρέχει να ανοίξει. Έκπληκτη αντικρίζει έναν κύριο σε αναπηρικό καρότσι.
- Γεια σας, λέει ο κύριος. «Ήρθα για την αγγελία!».
Η κυρία μένει έκπληκτη αλλά προσπαθεί να φανεί ψύχραιμη.
- Δεν ξέρω αν το προσέξατε αλλά υπήρχαν και κάποιες προϋποθέσεις.
- Το γνωρίζω.
- Ναι, αλλά χωρίς να θέλω να σας προσβάλω, εσείς δεν έχετε πόδια.
- Aρα δεν πρόκειται να φύγω ποτέ μακρυά σας.
- Ε, ναι. Ίσως έχετε δίκιο αλλά και πάλι χωρίς να θέλω να σας στενοχωρήσω εσείς δεν έχετε ούτε χέρια.
- Aρα δεν πρόκειται ποτέ να σας χτυπήσω!
- Ίσώς έχετε και πάλι δίκιο αλλά δεν ξέρω αν προσέξατε ότι υπήρχε και τρίτη προϋπόθεση!
- Το πρόσεξα, κυρία μου, αλλά αν προσέξατε κι εσείς κατάφερα και χτύπησα το κουδούνι της πόρτας.
Ήταν 4 φίλοι, που πήγαιναν για κυνήγι, για πολλά χρόνια.
Φέτος, δύο μέρες πριν αναχωρήσουν, η γυναίκα του ενός, του Γιάννη, πατάει πόδι και του λέει ότι:
"Δεν θα πάς!"
Οι άλλοι τρεις θύμωσαν, απογοητεύτηκαν, αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν και τίποτα.
Σε δύο μέρες, που έφθασαν στον προορισμό τους, βλέπουν τον Γιάννη (!) να έχει στήσει σκηνή, είχε μαζέψει ξύλα και ανάψει φωτιά, και είχε έτοιμο και το φαγητό !
- Καλά ρε φίλε, του λέει ο Κώστας, πόση ώρα είσαι εδώ?
- Για να σας πω την αλήθεια, λέει ο Γιάννης, ήρθα χθες το βραδάκι.
- Και πως έγινε αυτό; του λένε.
- Να, χθες το απογευματάκι, καθόμουν στην πολυθρόνα και έβλεπα τηλεόραση, όταν ήρθε η γυναίκα μου από πίσω, μου κάλυψε τα μάτια με τα χέρια της και με ρώτησε:
- "Μάντεψε, ποιος είναι;"
Της τράβηξα τα χέρια και φορούσε ένα ολοκαίνουριο σέξι νεγκλιζέ!. Με τράβηξε στο υπνοδωμάτιο, το οποίο είχε στολίσει με ροδοπέταλα και είχε ανάψει κεριά! Στο κρεβάτι, είχε χειροπέδες και σχοινιά. Μου είπε να την δέσω στο κρεβάτι, και όταν το έκανα μου είπε:
- Κάνε ότι γουστάρεις!
Να ‘μαι κι εγώ εδώ! Ήρθα!