Σε ένα μπαρ που συχνάζουν μηχανόβιοι, με τα υπερμεγέθη μούσκουλα και την πέτσινη εμφάνιση, σκάει μύτη μία τύπισσα λες και είχε κατέβει από τον παράδεισο. Δίμετρη, ξανθό μαλλί, γαλανό μάτι, βλέμμα λάγνο-ηδονικό, αγγελικό πρόσωπο, πόδι αλογίσιο και όλα αυτά τυλιγμένα σε προκλητικό μίνι φόρεμα.
Εκείνη τη στιγμή, την "μπανίζει" ο μηχανόβιος των μηχανόβιων.. και παθαίνει πλάκα.
- Καθήστε καλά παιδιά, λέει στους υπόλοιπους, αυτό το γκομενάκι το θέλω για την πάρτη μου.
Πραγματικά, κανείς δεν κάνει κίνηση... ούτε καν μιλάει... ο τύπος την κοζάρει, φτιάχνει τα μανίκια του, τα μπατζάκια του.. πέρνει το ύφος του πολλά βαρύ μάγκα - είμαι ο Mr. γ@μ@ω και δέρνω, την πλησιάζει και την χτυπάει ελαφρά στον ώμο. Η γκόμενα γυρίζει και τον κοιτάει.. εκείνος της λέει...
- Είσαι;
- Που και πότε, απαντάει εκείνη.
- Εεε γ@μ@ το, αν είναι να πιάσουμε την κουβέντα...
Ο Τζακ, καπάτσος επιχειρηματίας, λέει στον γιο του:
- Θέλω να παντρευτείς την κοπέλα που διάλεξα για σένα.
- Μα, θέλω να παντρευτώ την κοπέλα που θα διαλέξω εγώ.
- Ναι αλλά πρόκειται για την κόρη του Μπιλ Γκεητς.
- Α... ε, άμα είναι έτσι...
Στη συνεχεία ο Τζακ πάει στον Μπιλ Γκεητς.
- Έχω ένα εξαιρετικό σύζυγο για την κόρη σου.
- Μα η κόρη μου είναι πολύ μικρή για γάμο.
- Ναι, αλλά ο νεαρός είναι αντιπρόεδρος της World Bank.
- Α... ε, άμα είναι έτσι...
Τέλος ο Τζακ πάει στον πρόεδρο της World Bank.
- Έχω να σας συστήσω ένα θαυμάσιο νέο για αντιπρόεδρο.
- Έχω ήδη αρκετούς.
- Ναι, αλλά ο συγκεκριμένος είναι γαμπρός του Μπιλ Γκεητς.
- Α... ε, άμα είναι έτσι...
Έτσι γίνονται οι μπίζνες.

Είναι δύο αγάλματα σε μία πλατεία. Άνδρας και γυναίκα. Μια ηλιόλουστη μέρα ένας άγγελος κατεβαίνει απ΄τον ουρανό και πλησιάζει τα αγάλματα.
"Σας βλέπω από ψηλά χρόνια τώρα που το ένα κοιτάει το άλλο και σας λυπήθηκα.
Άντε λοιπόν για μισή ώρα πηγαίνετε στο δασάκι."
Και Ω του θαύματος...
Τα αγάλματα πήραν ζωή και φεύγουν πιασμένα χέρι-χέρι.
Στο δασάκι πιο κάτω ακούγονται γέλια χα χα χα
Ακούγονται αγκομαχητά αχ αχ αχ
Ακούγονται φτερουγίσματα φρ φρ φρ
Μετά από ένα τέταρτο το ζευγάρι γυρνά πίσω.
Ο άγγελος τους λέει.
- Ε! όχι τόσο γρήγορα, έχετε ακόμη χρόνο, άλλο ένα τέταρτο. Άντε ξαναπηγαίνετε...
Η γυναίκα γυρνάει και λέει στον άνδρα:
- Έλα πάμε, μόνο που τώρα εσύ θα κρατάς το περιστέρι και εγώ θα το χέζω!