Ηροφορείται ότι στην άλλη άκρη του κόσμου υπάρχει ένα πανύψηλο βουνό, στην κορυφή του οποίου βρίσκεται ένα παλάτι και μέσα στο οποίο κατοικεί ο γέροντας που κατέχει την απόλυτη σοφία της ζωής.
Ζαλώνεται, λοιπόν, την ασπίδα, γραπώνει τη σπάθα, φοράει το γούνινο σωβρακάκι του και ξεκινάει για το βουνό.
Περνάει την Έρημο της Δίψας, το Φαράγγι Χωρίς Πάτο, ξυστά απ' το Πηγάδι των Χιλίων Ευχών, και μετά από πορεία εκατό ημερών στην Τούνδρα των Μηδέν Βαθμών Κέλβιν, φτάνει στους πρόποδες του Βουνού της Σοφίας, το οποίο βλέπει να χάνεται μέσα στα σύννεφα.
Αρχίζει την ανάβαση, τα μπράτσα σφίγγονται, οι φλέβες τινάζονται, το γούνινο σωβρακάκι τον προστατεύει απ' το κρύο.
Βρυχάται όταν, κουρασμένος από την ανάβαση, πατάει στο πλάτωμα στην κορυφή και βλέπει το κάστρο του Γέροντα να ορθώνεται απροσπέλαστο μπροστά του.
Η ξύλινη πύλη είναι κλειστή, αλλά την γκρεμίζει βρυχόμενος με ένα χτύπημα της ασπίδας του. Η επόμενη πόρτα, πιο βαριά, απαιτεί πιο δυνατό χτύπημα. Η τρίτη, σιδερένια, πέφτει μετά απ'το δεύτερο χτύπημά του. Η τελευταία βαριά σιδερένια πόρτα πέφτει με θόρυβο καθώς ο βρυχηθμός του Κόναν σπάει τη σιωπή της ψυχρής κυκλικής αίθουσας, στην οποία ο γέροντας συλλογίζεται με τα δάχτυλα ενωμένα κάτω απ'το πηγούνι του καθισμένος στον θρόνο του.
Ο Κόναν πλησιάζει το κέντρο της αίθουσας και ακουμπάει τα όπλα του μπροστά στα πόδια του Σοφού.
- Respect, γέροντα. Μου είπαν ότι κατέχεις το μυστικό των μυστικών.
- Υπάρχουν και τα πόμολα, Κόναν.
- Μιλάς με γρίφους, γέροντα...
Ένας εξερευνητής αιχμαλωτίζεται από μια άγρια φυλή της Αφρικής.
Την ώρα που τον έχουν δεμένο σε ένα πάσσαλο και τον ετοιμάζουν για το καζάνι, οι ανθρωποφάγοι ψάχνουν τις αποσκευές του και μέσα στο σακίδιο του ανακαλύπτουν λίγα κρεμμύδια. Τα πηγαίνουν στο βασιλιά τους και τα βρίσκει γευστικότατα. Διατάζει να του φέρουν τον εξερευνητή. Αυτός λέει στο βασιλιά πως το κρεμμύδι είναι ένα θαυμάσιο έδεσμα, πολύ ωφέλιμο, πολύ νοστιμο, που μόνο οι βασιλιάδες το τρώνε και πως μπορεί να εφοδιάσει τη φυλή του με άφθονα κρεμμύδια αν τον αφήσουν ελεύθερο.
Σε λίγους μήνες ο εξερευνητής είχε καλλιεργήσει με τη βοήθεια των ιθαγενών σε πολλά από τα χωράφια του χωριού κρεμμύδια. Ενθουσιασμένος ο βασιλιάς τον αφήνει ελεύθερο να επιστρέψει στην πατρίδα του και μάλιστα του δίνει και ένα σακί χρυσάφι!
Γυρίζοντας στη πατρίδα του, πιο σοφός και πιο πλούσιος, ο εξερευνητής διηγείται στους φίλους του την περιπέτειά του. Ένας από αυτούς, θέλοντας κι αυτός να γίνει πλούσιος, έχει την ιδέα να πάει eθελοντικά στους ιθαγενείς και να τους προσφέρει ένα άλλο άγνωστο φαγητό: σκόρδο
Πραγματικά φορτώνει σακιά σκόρδο και τα πηγαίνει στο βασιλιά τους. Ο βασιλιάς ενθουσιάζεται, τον συγχαίρει, και του λεει:
- Θα σου δώσω ένα ανεκτίμητο δώρο που μόνο οι βασιλιάδες το έχουν.
Και του δίνει ένα σακί κρεμμύδια...
Ένας εκκεντρικός πλούσιος κάνει ένα πάρτι στον κήπο του σπιτιού του. Όταν το κέφι ανάβει, δίπλα στην πισίνα που είναι γεμάτη με κροκόδειλους, ο πλούσιος λέει:
- "Όποιος πέσει στην πισίνα και κατορθώσει να περάσει σώος απέναντι, του δίνω ένα εκατομμύριο."
Κανένας όμως δεν τολμάει.
- "Πέντε εκατομμύρια", λέει ο πλούσιος. Τίποτα όμως.
- "Πέντε εκατομμύρια και τη γυναίκα μου για ένα βράδυ." Καμία κίνηση όμως.
- "Όλα αυτά και την κόρη μου", επιμένει. Πάλι τίποτα όμως.
- "Πέντε εκατομμύρια, τη γυναίκα μου, την κόρη μου και έναν πούστη", ξαναλέει θυμωμένος. Βλέπει τότε έναν να πέφτει στο νερό και με πολύ γρήγορες κινήσεις να κολυμπάει μέχρι απέναντι. Βγαίνει λαχανιασμένος και αρχίζει να φωνάζει:
- "Φέρτε μου τον πούστη, φέρτε μου τον πούστη."
Παραξενεύονται όλοι για την προτίμησή του, αλλά αυτός συνεχίζει φωνάζοντας:
- "Φέρτε μου τον πούστη, φέρτε μου τον πούστη που με έσπρωξε και έπεσα μέσα."
Ήταν ένας τύπος που κάθε πρωί έδινε στο ζητιάνο της γειτονιάς του από ενα ευρώ.
Αυτό γινόταν για κανένα τρίμηνο. Στη συνέχεια συνέχιζε κάθε πρωί να τον χαρτζιλικώνει, αλλά πλέον του έδινε 50 λεπτά. Μετά από κανένα χρόνο μειώθηκε το ποσό σε 20 λεπτά και στο τέλος σταμάτησε να του δίνει λεφτά.
Κάποια μέρα τον σταμάτησε ο ζητιάνος και τον ρώτησε γιατί δεν του δίνει πια λεφτά. Οπότε ο τύπος του είπε:
- Στην αρχή ήμουν ελεύθερος, οπότε σου έδινα ένα ευρώ. Μετά παντρεύτηκα, ξέρεις, γυναίκα, έξοδα... οπότε σου έδινα 50 λεπτά. Μετά έκανα ένα παιδί, ξέρεις, πάμπερς, γάλατα... οπότε σου έδινα είκοσι λεπτά. Μετά έκανα και δεύτερο παιδί, αυξήθηκαν τα έξοδα, οπότε σταμάτησα να σου δίνω λεφτά.
Και ο ζητιάνος έξαλλος:
- Καλά, ρε μαλάκα, κάνεις παιδιά με τα λεφτά μου;