Ο Κωστίκας και ο Γιωρίκας αποφάσισαν να πάνε το σαββατοκύριακο στην θάλασσα. Μαζεύουν τα απαραίτητα και φτάνουν στο ξενοδοχείο. Αφού ξεκουράστηκαν, κατά τις 8 το βράδυ, λέει ο Κωστίκας:
- Γιωρίκα δεν πάμε για καμιά βουτιά στην θάλασσα;
Συμφωνεί ο Γιωρίκας και πηγαίνουν στην παραλία. Ο Κωστίκας πάει να κάνει την βουτιά του και ο Γιωρίκας πήγε σε μία κοντινή καφετέρια να πιεί καφέ. Κάθεται σε ένα τραπεζάκι και έρχεται ένας πούστης σερβιτόρος να πάρει παραγγελία:
- Τι θα πάρεις, γλυκέ μου; τον ρωτάει.
Ο Γιωρίκας ξαφνιασμένος του παραγγέλνει, μετά από 5 λεπτά του φέρνει τον καφέ ένας άλλος σερβιτόρος επίσης πούστης.
- Ορίστε αγάπη μου, του προσφέρει τον καφέ.
Γεμάτος περιέργεια ο Γιωρίκας φωνάζει έναν σερβιτόρο, πάλι πούστη και τον ρωτάει:
- Συγγνώμη εδώ πέρα μόνο πούστηδες δουλεύουνε;
- Αχ, γλυκέ μου, εδώ άμα κάνεις μπάνιο στην θάλασσα μετά τις 6 το απόγευμα γίνεσαι πούστης, του λέει.
Πανικοβλημένος ο Γιωρίκας τρέχει στην θάλασσα να σώσει τον φίλο του:
- Κωστίκα βγές γρήγορα από την θάλασσα, αλλιώς θα γίνεις πούστης!
Και ο Κωστίκας:
- Αργά είναι πια αγάπη μου!
Έχει κατέβει ο Μήτσος από το χωριό για δουλειές στην Αθήνα. Τον φιλοξενεί μια θεία του. Την τελευταία μέρα της διαμονής του, και αφού έχει τελειώσει τις δουλειές του, κανονίζει να φύγει με έναν συγχωριανό του πολύ νωρίς το πρωί. Για να μη ξυπνήσει τη θεία του το πρωί, την χαιρετάει από βραδύς.
Αργά το βράδυ, τον πιάνει κατούρημα. Δεν ήθελε να αναστατώσει τη θεία του και κατούρησε ένα ενυδρείο με ψαράκια. Λίγο αργότερα όμως τον πιάνει και χέσιμο...
Τι να έκανε ο φουκαράς, μη θέλοντας να ξυπνήσει κανέναν βλέπει μια γλάστρα στο σαλόνι και τα κάνει εκεί μέσα.
Τελειώνεο το βράδυ και ο Μήτσος νωρίς το πρωί φεύγει για το χωριό.
Μετά από πέντε μήνες τον παίρνει τηλέφωνο η θεία του στο χωριό:
- Μήτσο μου είσαι καλά; όλα καλά;
- Ναι θεία μου, τι μπορώ να κάνω για σένα;
- Να βρε Μήτσο, μας κατούρησες τα χρυσόψαρα, ψόφησαν αλλά δεν πειράζει πήραμε άλλα... Πες μου όμως βρε Μήτσο που έχεις χέσει γιατί έχουμε αλλάξει τρία σπίτια και η μυρωδιά μας ακολουθεί!...