Ποντιακά, Ποντιακα ανεκδοτα
Ήταν ένας Γάλλος, ένας Κινέζος και ένας Πόντιος. Τους έπιασαν οι ιθαγενείς και τους λένε:
- Θα βάζουμε έναν κάθε φορά μέσα στον κάλαθο. Και όποιος αντέξει περισσότερο, θα του δώσω το μισό μου βασίλειο. Όταν θέλετε να σας Μπαίνει μέσα ο Γάλλος, περνά μία μέρα, σφυρά.
Μπαίνει μέσα ο Κινέζος, περνά μισή μέρα, σφυρά.
Μπαίνει μέσα ο Πόντιος, περνά μία εβδομάδα, δύο βδομάδες, τρεις βδομάδες και ακόμα να σφυρίξει.
Τον βγάζουν από το καλάθι, και διοργανώνουν μία γιορτή για την νίκη του.
- Πως άντεξες, τον ρωτάνε, να μείνεις τόσο πολύ μέσα στο καλάθι;
- Δεν ξέρω να σφυρώ!
Οι πόντιοι Κωστίκας και Γιωρίκας αποφασίζουν να ανοίξουν ένα κρεοπωλείο. Ανοίγουν λοιπόν το μαγαζί και περιμένουν την πελατεία.
Λέει ο Γιωρίκας στον Κωστίκα:
- Ρε συ Κωστίκα, Δε θα ήταν καλύτερα να κάνουμε μια προπόνηση για να δούμε πως θα μιλάμε στους πελάτες;
- Δίκιο έχεις ,απαντάει ο Κωστίκας.
-ʼκου τι θα κάνουμε, εσύ θα βγεις έξω και θα ξαναμπείς για να παραγγείλεις σαν να είσαι πελάτης, εντάξει;
- Εντάξει, απαντά ο Κωστίκας και βγαίνει έξω.
Ξαναμπαίνει μετά από δυο λεπτά και λέει:
- Καλημέρα.
- Καλημέρα, πως μπορώ να σας εξυπηρετήσω;
- Θα ήθελα μια πορτοκαλάδα, απαντά ο Κωστίκας.
- Τι πορτοκαλάδα ρε βλάκα, κρεοπωλείο είμαστε όχι καφενείο. Βγες έξω και ξαναδοκίμασε.
Πράγματι βγαίνει έξω και ξαναμπαίνει.
- Καλημέρα σας.
- Καλημέρα σας, τι θα θέλατε;
- Θα ήθελα μια πορτοκαλάδα.
Ο Γιωρίκας σταλμένος τελείως αρχίζει να τον βρίζει.
- Τι λες, μωρέ πανηλίθιε, βλάκα τόσο κόπανος είσαι; Δεν γίνεται έτσι δουλειά, λοιπόν θα κάνεις εσύ τον καταστηματάρχη και εγώ τον πελάτη.
Βγαίνει έξω ο Γιωρίκας και ξαναμπαίνει μετά από λίγο.
- Καλημέρα σας, θα ήθελα μισό κιλό κιμά.
- Τα μπουκάλια τα έφερες;