Ένας βλάχος ενώ κυκλοφορούσε κοντά σε ένα σχολείο στην Αθήνα, άκουσε τον δάσκαλο να λέει στους μαθητές:
- Μάθετε ρε μοσχάρια γράμματα για να γίνετε άνθρωποι!
Τρελάθηκε ο βλάχος. Δεν το ήξερα λέει ότι όταν μάθουν τα μοσχάρια γράμματα γίνονται άνθρωποι...
Μια και δυο πηγαίνει στο χωριό του και αφού παίρνει ένα μοσχάρι από το κτήμα του, γυρνάει στο σχολείο. Πηγαίνει στον επιστάτη και του λέει ότι θέλει να αφήσει το μοσχαράκι του να μάθει γράμματα για να γίνει άνθρωπος και πότε πρέπει να έρθει να το πάρει.
Ο επιστάτης πονηρά σκεπτόμενος του λέει να έρθει σε τρία χρόνια να το πάρει.
Πραγματικά ο βλάχος μετά από τρία χρόνια, συνεπής στο ραντεβού του, πάει στο σχολείο. Συναντάει ένα καινούργιο επιστάτη και τον ρωτάει για την τύχη του μόσχου του.
- Παρακαλώ ήρθα να πάρω τον μόσχο μου.
(Συμπτωματικά τον διευθυντή του σχολείου τον έλεγαν Μόσχο)
- Τον Κ. Μόσχο; ρωτάει ο επιστάτης.
- Όοπα! Κύριος; το μοσχαράκι μου;
- Δεν σας καταλαβαίνω του λέει ο επιστάτης, αλλά αν θέλετε τον Κύριο Μόσχο περάστε στην τρίτη πόρτα δεξιά.
Πηγαίνει λοιπόν ο βλάχος μας συγκινημένος και βλέπει ένα κουστουμαρισμένο και κομψό κύριο.
- Μοσχαράκι μου! του λέει, τι κάνεις; με θυμάσαι;
- Σας παρακαλώ κύριε... του λέει ο διευθυντής.
- Μοσχαράκι μου δεν με θυμάσαι που σε έφερα από το χωριό, έμαθες γράμματα και έγινες άνθρωπος, σε μένα το χρωστάς.
- Περάστε έξω κύριε αλλιώς θα φωνάξω την αστυνομία.
Εξωργισμένος ο βλάχος φεύγει και σε μια εβδομάδα επιστρέφει με μια αγελάδα στο σχολείο.
Νευριασμένος ανοίγει την πόρτα του διευθυντή κρατώντας τον από τα πετά και δείχνοντας του την αγελάδα του λέει:
- Καλά ρε πούστη, εμένα δεν με θυμάσαι, την μάνα σου ρε δεν την θυμάσαι;

Ήταν ένας βλάχος και πήγε στην Αθήνα για κάτι δουλείες.
Ο βλάχος όμως είχε μια κακή συνήθεια! Έβγαζε τα τσαρούχια του, πετώντας τα με δύναμη στον τοίχο με αποτέλεσμα να κάνει πολύ θόρυβο. Το πιο κακό όμως είναι ότι αυτό το έκανε αργά το βράδυ. Το ίδιο έκανε και στο ξενοδοχείο που έμενε κι έτσι το ζευγάρι που έμενε δίπλα έκανε παράπονα στην ρεσεψιόν του ξενοδοχείου. Γυρίζοντας λοιπόν το βράδυ ο βλάχος στο ξενοδοχείο του είπαν οι υπεύθυνοι του ξενοδοχείου:
- Κύριε Μήτρο, σας παρακαλούμε να μην βγάζετε με αυτό τον τρόπο τα τσαρούχια σας γιατί κάνετε θόρυβο και ενοχλείτε τους διπλανούς σας.
Ο βλάχος όμως είχε τέτοια νύστα που το ξέχασε. Πήγε λοιπόν στο δωμάτιο, έβγαλε το ένα τσαρούχι με δύναμη και μετά θυμήθηκε τα λόγια του υπεύθυνου. Βγάζει και το άλλο τσαρούχι σιγά-σιγά και το ακουμπάει στο πάτωμα με προσοχή. Αφού ξάπλωσε στο κρεβάτι, και αφού πέρασε κανένα δεκάλεπτο, ακούγεται μια φωνή από το διπλανό δωμάτιο:
- Αντε ρε βλάχο, βγάλε και το άλλο επιτέλους να κοιμηθούμε!

"Ένας επαρχιώτης επισκέπτεται την Αθήνα και βρίσκεται στην Πλατεία Συντάγματος. Περιεργάζεται τα περιστέρια και με το δάχτυλό του, αρχίζει να τα μετράει. Κάποιος ατσίδας τον αντιλαμβάνεται, οσμίζεται "ψητό"
Και τον πλησιάζει:
- Γεια σου πατριώτη, τι κάνεις εκεί;- Μετράω τα περιστέρια, λέει εκείνος.- Μετράς τα περιστέρια; Και δεν ξέρεις πως αυτό απαγορεύεται; Εγώ είμαι υπεύθυνος του Δήμου. Πόσα περιστέρια έχεις μετρήσει;- Εκατό, λέει ο επαρχιώτης.- Ωραία, λέει ο ατσίδας. Το πρόστιμο είναι εκατό δραχμές το κομμάτι. Δως μου λοιπόν 10.000 Δραχμές. Ο επαρχιώτης, (τι να κάνει πληρώνει 10.000 Δρχ., και ο ατσίδας φεύγει. Κάποιος πολίτης, παρακολούθησε τη σκηνή και πλησιάζει τον επαρχιώτη.:
- Πατριώτη, του λέει. Τι σού έλεγε αυτός πριν;- Μου είπε πως είναι του Δήμου και μου έβαλε πρόστιμο 100 Δρχ. για κάθε περιστέρι που μέτρησα.-Φουκαρά μου, του λέει αυτός. Σε έπιασε κορόιδο. Σε γέλασε.- Kαλέ τι μας λες! Λέει ο επαρχιώτης. Εγώ τον γέλασα. Του είπα πως μέτρησα 100 περιστέρια ενώ είχα μετρήσει... 350!