Ήταν λοιπόν μια οικογένεια Λαρισαίων .
" Ιέλα , πατέρα . Τα ζα δεν προκάνουν να τρών σα κάτ " και όλο τέτοια .
Μια μέρα λοιπόν κερδίζουν το Λόττο ...
Στο σπίτι είχαν πανηγύρια . Μόλις το έμαθε και ο μικρός της οικογένειας έβαλε τις φωνές από τη χαρά του .
" Ουόρε μάναμ τι έχ να γενεί ... Θ αγουράσ μια κουρσα π είδα ψες σεμπεζάκι . Πατέρα μ τ ακούς ; "
Εδώ επεμβαίνει η μάνα και λέει στο μικρό :
" Κοίτα να δεις , τώρα που έχουμε λεφτά έχουμε ανέβει κοινωνικά και δεν είναι σωστό για την κοινωνική μας θέση να μας φωνάζεις μάνα και πατέρα . Προτιμώ να μας λες mummy και daddy. "
Ηρθε λοιπόν και το καλοκαίρι και ήταν όλη η οικογένεια στον Αστέρα για μπάνιο με τη Mercedes πια , τα πεκινουά και δεν περιγράφεται ... χλιδή .
Παίρνει λοιπόν φόρα ο γιός , βουτάει στη θάλασσα και μετά από καμιά δυο βουτιές φωνάζει στους δικούς του στην παραλία :
" Mummy , Daddy τηράτε με πως πλατσανάω... ! "

Τί ώρα να'ναι άραγε;...
Ήταν μιά φορά ένας τουρίστας και είχε πάει για διακοπές στο Μεξικό. Περπατούσε λοιπόν σε μία μικρή περιοχή, σε ενα χωριό και είχε πάει μεσημέρι. Δεν είχε ρολόι επάνω του και επιθυμούσε να μάθει τί ώρα είναι. Κοίταξε λοιπόν τριγύρω και είδε ένα Μεξικάνο να κάθεται κάτω απο ένα τοιχο και να κάνει τη σιέστα του με το σομπρέρο να καλύπτει το κεφάλι του. Μπροστά του ήταν μία αγελάδα και έβοσκε.
Πλησίασε και τον σκούντησε.
- Έ φίλε, μήπως έχεις ώρα; τον ρώτησε.
Ο Μεξικάνος έκανε μπροστά και έπιασε το στήθος τησ αγελάδα2 και το σήκωσε λίγο προς τα πάνω.
- Δύο η ώρα είναι, του απάντησε και ξαναέπεσε πίσω για ύπνο.
Ο τουρίστας τα είχε χαμένα. Πώς το έκανε αυτό άραγε;
Τον ξανασκούντησε και τον ξαναρωτά από περιέργεια.
- Να σου πώ ρε φίλε, πόση ώρα είσαι εδώ;
Ο Μεξικάνος σηκώθηκε πάλι λίγο και σήκωσε το στήθος της αγελάδας που ήταν μπροστά του. Φάνηκε λίγο σκεφτηκός και μετά απάντησε.
- Μία ώρα και κάτι.
Ξαναέπεσε για ύπνο.
Ο τουρίστας περίεργος τον ρώτησε και πάλι αδυνατώντας να καταλάβει τι έκανε.
- Ρε φίλε, να σου πώ, αυτό τώρα πώς το κάνεις; Πιάνεις τα βυζιά της αγελάδας και καταλαβαίνεις την απάντηση;
Και ο Μεξικάνος:
- Όχι ρε, κοιτάζω το ρολόι του χωριού πίσω από εκεί.

Κατεβαίνει ο Κωστής απο το χωριό στη χώρα να πουσουνίσει και σκέφτεται:
Να πάω να δω ήντα κάνει η αμπλά μου. Πάει λοιπόν σπίτι της χτυπά την πόρτα και τ ανοίγει η ανηψιά του το, Λενιώ.
"Που είναι μωρή η μανα σου;" τη ρωτά.
"Στο μπακάλη είναι μπάρμπα. Κάτσε νατην περιμένεις" λεει το Λενιώ.
Κάθεται ο γέρος και περιμένει και ρωτάτονε το Λενιώ. "Μπάρμπα να σου βάλω μέλι να φας;"
Λέει ο γέρος. "Βάλε μωρέ παιδί μου."
Πέρνει το Λενιώ ενα πήλινο σκουτέλι βαθύ-βαθύ και το γεμίζει μέλι και το δίνει του μπάρμπα τση. Πέρνει ο γερος το σκουτέλι με το μέλι και ενα κουτάλι και αρχίζει να κουταλίζει το μελι και κανει το σκουτέλι λαμπίκος. Θωρείτονε το Λενιώ και λέει του.
"Μπάρμπα να σου βάλω κιάλλο;" Λέει ο γέρος.
"Οϊ μωρέ παιδί μου γιατί μπορεί να σας χρειάζετε." Λέει του το Λενιώ.
"Οϊ μπάρμπα δε το θέλωμε μπλιό γιατι έπεσε μέσα ένας ποντικός και τοχομε για πέταμα."
"Ηντα λέεις μωρέ διάλε τη γεράντιση σου και εμαγάρισες με." και πιανει το σκουτέλι να το χαμπετώσει στη κεφαλή τση Λενιώς.
"Μη, μη μπάρμπα το σκουτέλι, μη το σπάσεις γιατί τόχει η μάνα μου και κατουρεί εκειά καθε βραδυ!"
Αμπλά=αδελφή
Σκουτέλι=πιάτο
Λαμπίκος=ολοκάθαρο
Μπλιό=αλλο
Διάλε τη γεράντισή σου=Κρητική βρισια
Εμαγάρισεςμε=με λέρωσες
Χαμπετώσει=να το χτυπησει
Εκεια=εκει