Ο Μανόλης που γυρίζει από το ψάρεμα συναντάει τον φίλο του Κώστα που τυχαίνει να γυρίζει από το κυνήγι.
- Τι έγινε ρε Μανόλη; ρωτάει ο Κώστας, είχαμε καμιά επιτυχία σήμερα;
- Aσε Κώστα σήμερα έπιασα μια σαρδέλα 12 κιλών αλλά επειδή την άφησα εκεί δίπλα μου μέχρι να φύγω ήρθαν κάτι γάτες και μου την φάγανε! Εσύ τι έκανες?
- Να εγώ ρε Μανόλη εκεί που περπατούσα στο δασός βλέπω πίσω από ένα θάμνο κάτι μαύρο να κουνιέται. Νόμιζα ότι είναι αγριογούρουνο και του δίνω μια και παρ το κάτω.
- Σώπα ρε θηρίο το σκότωσες;
- Το σκότωσα αλλά τελικά δεν ήταν αγριογούρουνο αλλά κάποιος που έκανε την ανάγκη του. Το χειρότερο όμως είναι ότι εκεί που τον τραβούσα για να τον θάψω με είδε ένα ζευγάρι που έκανε πικ-νικ.
- Και τι έκανες ρε Κώστα παραδόθηκες;
- Τι είναι αυτά που λες φίλε μου τους ρίχνω από μια σφαίρα και παρ τους κάτω.
- Σωπα ρε Κώστα τι είναι αυτά που μου λες;
- Αυτά δεν είναι τίποτα Μανόλη, όπως τους τραβούσα για να τους θάψω με είδε ένα ολόκληρο λεωφορείο που είχε σταματήσει πιο πάνω για να κάνει ο οδηγός την ανάγκη του..
- Μη μου πεις ρε Κώστα ότι τους σκότωσες και αυτούς γιατί αρχίζω να μην σε πιστεύω.
- Κώστα μου άμα δεν κόψεις κανένα κιλό από την σαρδέλα νομίζω πως δεν θα σταματήσω να σκοτώνω!
Αφιερωμένο στους φίλους ψαράδες που ξεχνούν τη ζυγαριά στο σπίτι!
"

Ο Ιησούς, ο Μωυσής και ένας γεράκος παίζουν γκολφ.
Πιάνει πρώτος ο Μωυσής το μπαστούνι και ρίχνει μία... τσααααφ και η μπάλα πέφτει μέσα σε μία λιμνούλα με νερό.
Πάει προς τα εκεί, ακουμπάει τη λιμνούλα το ραβδί του (όπως στο Νείλο) και... κλααατς... ανοίγουν τα νερά. Περπατά μέσα στην κοίτη, ρίχνει μία με το μπαστούνι του και να η μπάλα μέσα στην τρύπα.
Σειρά του Ιησού:
Ρίχνει μια μακρινή μπαλιά βζζζιιιινν και μπλούμ πάλι η μπαλίτσα μέσα στη λιμνούλα..
Πάει ο Ιησούς περπατάει πάνω στα νερά κάνει ένα νεύμα με το χέρι του, η μπαλίτσα ανεβαίνει στην επιφάνεια και στέκεται. Την χτυπά ξανά ο Ιησούς, και αυτή πάει μέσα στην τρύπα και για αυτόν.
Σειρά του γεράκου τώρα:
Aλλά με τι καρδιά να παίξει με όλα αυτά που βλέπει;
Ρίχνει μια με το μπαστούνι βζζζιιιινν... και η μπάλα πέφτει μέσα στο νερό και την καταπίνει ένα ψάρι.
Εκείνη την ώρα πετάει ένας γλάρος, βουτάει πιάνει το ψάρι από τη λιμνούλα και το καταπίνει. Όπως σηκώνεται να φύγει ο γλάρος πετάγεται ένας κυνηγός μέσα από κάποιους θάμνους και με την καραμπίνα του ρίχνει μια και τον πετυχαίνει.
Όπως τον παίρνουν τα σκάγια ο γλάρος ανοίγει το στόμα του και ελευθερώνει το ψάρι.
Το ψάρι πέφτει κάτω και όπως σπαρταράει του φεύγει η μπαλίτσα μέσα από το στόμα η μπαλίτσα η οποία χοροπηδά και μπαίνει στην τρύπα!
Γυρίζει τότε ο Ιησούς και λέει στον γεράκο:
- Ρε συ πατέρα είπαμε να παίξουμε γκόλφ. Μη το ξεφτιλίσουμε και τελείως...
Κάποτε σ ενα χωριό ένας κυνηγός διηγούνταν σε συγχωριανούς του μια ιστορία που του συνέβει στην Αφρική, κατά τη διάρκεια ενός σαφάρι.
- Λέει, λοιπόν πως ενώ κυνηγούσε στη ζούγκλα, είδε ξαφνικά πίσω από έναν θάμνο ένα λιοντάρι να τον αγριοκοιτάζει. Τότε, αν και τρόμαξε, έστρεψε το όπλο του εναντίον του και πυροβόλησε, αλλά αστόχησε. Τότε άρχισε το λιοντάρι να τον κυνηγάει. Ενώ αρχικά είχε μια απόσταση 50 μέτρων,το λιοντάρι όλο και πλησίαζε, μέχρι που σχεδόν τον έφθασε και ετοιμάσθηκε να του χυμήσει. Ω του θαύματος όμως,το λιοντάρι την τελευταία στιγμή γλυστρά και ο κυνηγός καταφέρνει και αποκτά πάλι μια απόσταση ασφαλείας 50 μ. πάλι. Το κυνηγητό όμως συνεχίζεται,σύμφωνα με τη διήγησή του. Μόλις το λιοντάρι τον ξαναπλησιάζει, μα τι τύχη! Ξαναγλυστρά και ξαναπέφτει. Η ομήγυρη που ακούει την ιστορία δαγκώνει τα νύχια της από την αγωνία. Η διήγηση συνεχίζεται με 3-4 παρόμοιες σκηνές,οπότε ο σπαστικός της παρέας παρεμβαίνει και λέει:
"Σώπα ρε μεγάλε με την κωλοφαρδία σου! Τόσες φορές σε πλησίασε το λιοντάρι και κάθε φορά γλυστρούσε κι εσύ ξέφευγες. Εγώ θα είχα χεστεί από τον φόβο μου!
- Οπότε ο άλλος γυρίζει και του απαντάει:
Κι εσύ που νομίζεις ρε φίλε ότι πατούσε το λιοντάρι και γλύστραγε κάθε φορά!
Πάνε για κυνήγι ένας ψυχολόγος ένας θεολόγος κι ένας μηχανικός.
Πιάνει μια καταιγίδα και οι τρεις κυνηγοί αναζητούν καταφύγιο. Το κοντινότερο χωριό είναι 3 ώρες δρόμο αλλά για καλή τους τύχη βρίσκουν μια πέτρινη καλύβα.
Προχωρούν προς αυτή και φωνάζουν τον ιδιοκτήτη.
Δεν παίρνουν απάντηση και αποφασίζουν να μπουν αφού η πόρτα ήταν ανοιχτή.
Μπαίνοντας μέσα στο καλύβι βρίσκονται μπροστά σε ένα πολύ παράξενο θέαμα.
Όλα μέσα στην καλύβα ήταν όπως θα τα περίμενε κανείς. Ένα χτιστό κρεββάτι, μερικά κούτσουρα για καρέκλες, ένα προχειροφτιαγμένο τραπέζι δίπλα στο παράθυρο και μια στρογγυλή μεγάλη ξυλόσομπα... κρεμασμένη με συρματόσκοινα από το ταβάνι στη μέση του δωματίου.
- Α! κάνει ο ψυχολόγος! η ανάγκη επιστροφής στη μήτρα που λέει ο Φρόυντ! Αυτός εδώ ο άνθρωπος είναι τόσο μονος έδω πάνω ώστε αισθάνεται πιο έντονη αυτή την ανάγκη!
- Τραβηγμένο από τα μαλλιά αδερφέ μου! λέει ο θεολόγος. Μα δε βλέπεις ότι είναι ακριβώς όπως ένα τεράστιο θυμιατό; Απλά ο άνθρωπος θελει να ικανοποιήσει το θρησκευτικό του συναίσθημα!
- Τρελλός παππάς σας βάφτισε! Την κρέμασε ΑΚΡΙΒΩΣ στο κέντρο ώστε να ακτινοβολεί τη θερμότητα ομοιόμορφα και να μη χάνει ούτε θερμίδα από τα λίγα ξύλα που θα έχει για κάψιμο, λέει ο μηχανικός. Όμως έχει κάνει ένα λαθάκι! Έπρεπε να την τοποθετήσει στο κέντρο του δαπέδου, έτσι ώστε εκτός από την ακτινοβολία να εκμεταλλεύεται και την μετάδοση θερμότητας μέσω συναγωγής που έτσι πάει όλη στο ταβάνι. Αμα θα έρθει θα του εξηγήσω ότι είναι ανώφελο αυτό εκεί το κρέμασμα.
Πάνω στην κουβέντα έφτασε κι ο ιδιοκτήτης της καλύβας. Τους ρίχνει μια έκπληκτη και καχύποπτη ματιά.
Μετά κουνάει αδιάφορα τους ώμους του, ξεφορτώνει τα εφόδια του από το σακίδιο του και ρωτά:
- Πως από δω ρε παιδιά;
- Να! Ήμασταν κυνήγι και μας έπιασε ο παλιόκαιρος. Να στεγνώσουμε λίγο φίλε και μετά θα φύγουμε.
- Τι λέτε ρε παιδιά! Καθήστε όσο θέλετε! Να! τυχεροί είστε, έφερα κι ένα τσίπουρο πρώτο πράμα να πιούμε. Παντα χαίρομαι άμα έχω παρέα...
Αφού τα τσούξανε, έσπασε ο πάγος και αποφάσισαν να θέσουν το ερώτημα που τους απασχολούσε. "Τι γυρεύει μία σόμπα κρεμασμένη στη μέση του δωματίου;"
- Να μωρέ! Δεν είχα αρκετή σωλήνα, αλλά είχα πάρα πολλά συρματόσκοινα...
Ήταν κάποτε ο Ιησούς, ο Μωυσής και ένας παππούλης.
Αποφασίζουν λοιπόν να παίξουν γκολφ σε μία πίστα που είχε λίμνη στη μέση.
Ρίχνει πρώτος ο Ιησους, και μπλουμ, πέφτει η μπάλα μέσα στη λίμνη. Περπατάει λοιπόν ο Ιησούς πάνω στην λίμνη φτάνει στο σημείο όπου έπεσε η μπάλα, την ανυψώνει με το χέρι του, χτυπάει, και κατευθείαν μπαίνει η μπάλα στην τρύπα.
Δεύτερος παίζει ο Μωυσής. Χτυπάει την μπάλα και αυτή πέφτει στο νερό. Προχωράει λοιπόν ο Μωυσής, φτάνει στην λιμνούλα, ανοίγει τα νερά στην μέση, περπατάει στο βυθό της λίμνης, βρίσκει την μπάλα, και την ρίχνει κατευθείαν στην τρύπα.
Τρίτος είναι ο παππούλης. Ρίχνει την μπάλα και για άλλη μια φορά η μπάλα μπαίνει στο νερό. Εκείνη τη στιγμή πηγαίνει ένα ψάρι και τρώει την μπάλα. Βλέποντας το ψάρι, ένας πεινασμένος γλάρος, ορμάει και το τρώει. Εκεί κοντά ένας άνθρωπος είχε βγει για κυνήγι. Βλέπει τον γλάρο και πυροβολεί. Πέφτει ο γλάρος, και έτσι όπως έπεφτε, ανοίγει το στόμα. Βγαίνει λοιπόν το ψάρι, και έτσι όπως σπαρταρούσε, του φεύγει η μπάλα απτο στόμα, και πέφτει κατευθείαν στην τρύπα.
Κοιτάει λοιπόν ο Ιησούς τον παππούλη και λέει:
- Aμάν ρε πατέρα, ένα γκολφ είπαμε να παίξουμε, αλλά εσύ το ξεφτίλισες...!
Κάποτε ήταν ένας κυνηγός και συζητούσε μ' έναν φίλο του:
- "Που λες, Αναστάσιε, μου 'τύχε μια φορά μια αρκούδα... πως να σου το πω, τέρας ολοζώντανο!
- "ʼντε ρε, εσύ τι έκανες τότε;"
- "Αρχικά, προσπάθησα να την πυροβολήσω, αλλά μου τελείωσαν οι σφαίρες!"
- "Σοβαρά! Και μετά τι έκανες;"
- "ʼΑρχισα και έτρεχα!"
- "Και η αρκούδα;"
- "Η αρκούδα με πήρε στο κυνήγι. Από μπροστά έτρεχα εγώ και από πίσω η αρκούδα. Και εκεί που τρέχαμε πάει η αρκούδα να με πιάσει και πλατς! Γλίστρησε... Εγώ, όπου φύγει- φύγει! Αλλά η αρκούδα ξανασηκώθηκε και άρχισε πάλι το κυνήγι, μέχρι που πλατς... εκεί που ετοιμαζόταν να με γραπώσει, έπεσε πάλι! Για να μη στα πολυλογώ το ίδιο συνέβαινε ξανά και ξανά μέχρι που τελικά κατόρθωσα να ξεφύγω!"
- "Πρέπει να είσαι πολύ γενναίος! Εγώ στη θέση σου θα τα είχα κάνει πάνω μου!"
- "Και που νομίζεις ότι γλύστραγε η αρκούδα..."

Ένας παππούς 80 χρονών πάει στο γιατρό για γενικό τσεκάπ, και ο γιατρός τον ρωτάει:
- Πώς αισθάνεστε;
- Ποτέ δεν ένοιωσα καλύτερα! Είμαι παντρεμένος με μια 25χρονη, με την οποία περνάω θαυμάσια, και μάλιστα είναι και έγκυος! Μου ετοιμάζει παιδί!
Ο ιατρός αφού τον κοιτάει για λίγα δευτερόλεπτα σκεπτικός, του λέει:
- Να σας πω μια ιστορία... Ήταν ένας φίλος μου κυνηγός, ο οποίος καθώς έφευγε από το σπίτι του, αντί να πάρει το όπλο του, πήρε την ομπρέλα. Αφού περπατούσε για κάμποση ώρα στο δάσος, είδε μπροστά του ξαφνικά μια τεράστια αρκούδα. Σηκώνει λοιπόν την ομπρέλα του και κάνει να πυροβολήσει, αλλά ΦΡΑΠ! ανοίγει η ομπρέλα. Παρόλα αυτά η αρκούδα έπεσε κάτω νεκρή, τέζα!
- Αποκλείεται! φωνάζει ο παππούς. Κάποιος άλλος την πυροβόλησε!
- Και εγώ βασικά εκεί το πήγαινα... του λέει και ο γιατρός.
Ένας κυνηγός πάει σαφάρι στην Αφρική και παίρνει μαζί το σκύλο του.
Ενώ ο σκύλος περιφέρεται στη ζούγκλα, βλέπει μια λεοπάρδαλη να κατευθύνεται προς το μέρος του, φανερά πεινασμένη. Ο σκύλος σκέφτεται, «Ωχ μπλέξαμε!» Τότε βλέπει κάτι κόκαλα λίγο πιο πέρα και αρχίζει να τα ροκανίζει, με την πλάτη του στην λεοπάρδαλη. Ενώ εκείνη είναι έτοιμη να του χιμήξει, ο σκύλος λέει, «Πολύ νόστιμη αυτή η λεοπάρδαλη. Αναρωτιέμαι αν υπάρχουν άλλες εδώ τριγύρω.» Η λεοπάρδαλη, κι ενώ ήδη βρίσκεται στον αέρα παγώνει, και εξαφανίζεται πίσω από κάτι δέντρα. «Παραλίγο», λέει «λίγο έλειψε. Αυτός ο σκύλος σχεδόν με είχε.»
Ένας πίθηκος, παρακολουθώντας όλο το σκηνικό από ένα δέντρο, σκέφτεται ότι μπορεί να εξασφαλίσει την εύνοια της λεοπάρδαλης και να γλιτώσει το τομάρι του εξηγώντας της αυτό που είχε συμβεί. Πάει προς το μέρος της και εξηγεί τα πάντα. Η λεοπάρδαλη, έξαλλη για την κοροϊδία, λέει στον πίθηκο «Έλα, πίθηκε. Ανέβα στη ράχη μου να δεις από κοντά τι πρόκειται να πάθει ο σκύλος»
Ο σκύλος βλέπει τη λεοπάρδαλη να έρχεται προς το μέρος του με τον πίθηκο καβάλα. «Τι θα κάνω τώρα;» σκέφτεται. Τότε, αντί να το βάλει στα πόδια, κάθεται με την πλάτη γυρισμένη στους δυο. Όταν η λεοπάρδαλη και ο πίθηκος έχουν πλησιάσει αρκετά, ο σκύλος λέει, «Που είναι αυτός ο ηλίθιος πίθηκος; Ποτέ δεν μπορώ να τον εμπιστευτώ, τον έστειλα πριν από μισή ώρα να μου φέρει άλλη μια λεοπάρδαλη κι ακόμα να φανεί!»
Και ο Θεός έπλασε τον άντρα !
Μια μέρα στον κήπο της Εδέμ η Εύα πάει στο Θεό και του λέεί :
- Κύριε , έχω ένα πρόβλημα ...
- Τι τρέχει Εύα ; τη ρωτάει Εκείνος .
- Κύριε , δεν είμαι αχάριστη . Ξέρω ότι έφτιαξες για μένα όλα αυτά . Τον πανέμορφο αυτόν κήπο με τα υπέροχα ζώα , το τεράστιο φιδάκι , αλλά να , παρ όλα αυτά , δεν είμαι ευτυχισμένη . Αισθάνομαι αφόρητη μοναξιά ασε που έχω σιχαθεί να τρώω μήλα .
Αφού σκέφτεται για λίγο ο Θεός της λέει :
- Λοιπόν , Εύα , μία λύση υπάρχει . Θα δημιουργήσω έναν άντρα για σένα .
- Τι είναι " άντρας " , Κύριε ;
- Λοιπόν , αυτός ο άντρας θα είναι ένα ελαττωματικό πλάσμα με επιθετικό χαρακτήρα , πολύ εγωιστής και δεν θα μπορεί να σε καταλάβει ούτε θα σε ακούει . Με λίγα λόγια θα σου κάνει τη ζωή πολύ δύσκολη . Αλλά θα είναι πιο σωματώδης και πιο δυνατός από σένα . Θα είναι πολύ καλός στην πάλη και στο κλώτσημα μιας μπάλας και θα είναι κυνηγός των γυναικών . Θα βοηθήσει επίσης στην αύξηση του πληθυσμού της γης .
- Ωραίο ακούγεται , λέει η Εύα με ειρωνικό ύφος .
- Εν πάση περίπτωση , είναι ότι καλύτερο που μπορείς να έχεις . Αλλά μπορείς να τον έχεις μόνο υπό έναν όρο .
- Και ποιός είναι αυτός , Κύριε ;
- ΘΑ πρέπει να τον αφήσεις να πιστεύει ότι έφτιαξα πρώτα αυτόν !
Δύο κυνηγοί αρκούδων συζητούν.
"Πώς καταφέρνεις και τις πιάνεις τόσες αρκούδες;", ρωτά ο ένας.
"Α, απλό, απλούστατο", λέει ο άλλος. "Οι αρκούδες είναι χαζές. Αρκεί να βρεις τη σπηλιά τους, μπαίνεις μέσα και φωνάζεις: Ουουουουου. Φωνάζει κι αυτή: Ουουουουου. Περιμένεις να πλησιάσει, να δεις καλά τα μάτια της να γυαλίζουν, σηκώνεις το όπλο, σημαδεύεις ανάμεσά τους και πυροβολείς! Αυτό είναι. Τέζα η αρκούδα".
"Μάλιστα", λέει ο άλλος και κατευθείαν, βγαίνει για κυνήγι και... ξυπνάει στο νοσοκομείο τσακισμένος!
"Τι έπαθες, ρε;", του λέει ο φίλος του.
"Ασε", λέει αυτός. "
Βρίσκω, που λες, τη σπηλιά, μπαίνω μέσα και φωνάζω: Ουουουουου. Ακούω: Ουουουουου. Προχωράω και, όπως μου το χες πει, βλέπω τα μάτια να γυαλίζουν. Συγκινημένος, ξαναφωνάζω: Ουουουουου. Ξανακούω: Ουουουουου. Περιμένω και μόλις βλέπω τα μάτια της να πλησιάζουν πολύ, σηκώνω το όπλο, σημαδεύω, πυροβολώ και τότε... βγαίνει το τρένο!"