Ο πιλότος διηγείται την καταπληκτική ιστορία της διάσωσής του μετά από την πτώση του αεροπλάνου του στην χώρα των Μασάϊ:
- Και που λέτε αγαπητοί ήμουν πολύ τυχερός, αφού μετά την πτώση του αεροπλάνου μου, οι Ιθαγενείς Μασάϊ με περιποιήθηκαν πάρα μα πάρα πολύ, σε τέτοιο βαθμό, ώστε κάθε μέρα να μου παραχωρεί ο φύλαρχος το χαρέμι του για καθημερινή και ολονύκτια χρήση!...
Οι φίλοι του έμειναν κατάπληκτοι και εντυπωσιασμένοι, για το πώς η ατυχία αυτού του ανθρώπου, ουσιαστικά μετατράπηκε σε διακοπές στον Παράδεισο!... Κάποιου μάλιστα, η ιδέα του άρεσε τόσο πολύ, ώστε καταγοητευμένος από την περιπέτεια αυτή, έφθασε στο σημείο να σκηνοθετήσει μια πτώση και του δικού του αεροπλάνου, ώστε να απολαύσει του προνομίου των χιλίων και μιας ερωτικών βραδιών με το χαρέμι του φυλάρχου...
Όμως-αλοίμονο-συνέβη το μοιραίο, και αντί να πέσει στην περιοχή ευθύνης της φυλής Μασάϊ, να πέσει στους γείτονες Καμάϊ, οι οποίοι είχαν αντίθετα έθιμα και ο δύστυχος υποχρεώθηκε να πηγαίνει με το σύνολο των πολεμιστών της φυλής οι οποίοι εκπαιδεύονται σε συνθήκες απουσίας γυναικών!... Περιττό να περιγράψουμε το τι έπαθε ο δύστυχος, αφού κάθε βράδυ, το σύνολο των πολεμιστών της φυλής περνούσε από πάνω του!
Καταεξαντλημένος, ρακένδυτος και ελεεινός, φθάνει μετά από πολλούς μήνες στην βάση του, όταν επί τέλους η "εκπαίδευση" των πολεμιστών της φυλής έληξε... Οι φίλοι του στο άκουσμα του χαρμόσυνου αγγέλματος της διάσωσής του, μαζεύονται στο σπίτι του, όλο χαρά. Παρών και ο παλιός πιλότος που είχε πέσει στους Μασάϊ.
- Και τι έγινε ρε θηρίο Κώστα;... Έμαθα ότι έπεσες στο χωριό των Μασάϊ!
Είναι αλήθεια ρε τυχερούλη;
- ... Ννναι!...
- Πώ!-πώ! ... Τι κωλοφαρδία έχεις ρε παιδί μου!...
Και ο διασωθείς:
- Φαίνεται ρε παιδιά;... Φαίνεται;...
Ένας τελειόφοιτος της Ψυχολογίας έπρεπε να κάνει μια εργασία για τα δυνατά συναισθήματα.
Ο επιβλέπων καθηγητής του συνέστησε να αποφύγει τους ανθρώπους των πόλεων, πολλά λόγια και λίγη ουσία και να ψάξει για πηγές στην ύπαιθρο. Μια και δυο, παίρνει τα βουνά και σ ένα χωριό στην Πίνδο εντοπίζει ένα γεροντάκι που καθόταν μοναχό του.
- Γεια σου παππού... μπλα μπλα μπλα ... Θυμάσαι να μου πεις μια φορά που να σου έτυχε κάτι και να χάρηκες ΠΟΛΥ;
Ο γερακος σκέφτεται, σκέφτεται...
- Μια φορά, πριν πολλά χρόνια ένας γείτονας -Θεός σχωρεστον- έχασε ένα πρόβατο στο βουνό. Μαζευτήκαμε λοιπόν καμία δεκαριά νοματαίοι, βγήκαμε στο βουνό, βρήκαμε το πρόβατο, το γαμήσαμε και το φέραμε πίσω.
(-Αυτό δεν μπαίνει στην εργασία... Για να ξαναδοκιμάσω)
- Ωραία... Μήπως θυμάσαι καμιά ΑΛΛΗ φορά, που να έγινε κάτι ΑΛΛΟ και να χάρηκες ΠΟΛΥ;
Ξανασκέφτεται ο γερακος...
- Μια άλλη φορά, ένας άλλος γείτονας -Θεός σχωρεστον κι αυτόν- έχασε την κόρη του στο βουνό. Ε, μαζευτήκαμε καμιά εικοσαριά άντρες, βγήκαμε στο βουνό, ψάξαμε, τη βρήκαμε, τη γαμήσαμε και τη φέραμε πίσω.
(-Σε λάθος κατεύθυνση ψάχνω, ας αλλάξω θέμα)
- Ωραία, παππού... Τώρα να σε ρωτήσω κάτι άλλο... Θυμάσαι να μου πεις αν σου έτυχε ποτέ τίποτα που να ντράπηκες ΠΟΛΥ;
Ο γερακος πέφτει σε βαθιά περισυλλογή... Και τελικά, με ύφος μεγάλης ενοχής:
- Μια φορά χάθηκα στο βουνό...
Χτυπάει το τηλέφωνο κάποια φορά, στο σπίτι ενός τύπου γύρω στις 3 το πρωί. Ο τύπος μέσα στον ύπνο του, σηκώνει εκτός από το τηλέφωνο, όλη την προίκα που είχε ακουμπισμένη στο κομοδίνο. Με δυσκολία φέρνει το ακουστικό στο αυτί, και με μεγαλύτερη δυσκολία αρθρώνει ένα ξεψυχισμένο.. "Εμπρός"...
Από την άλλη πλευρά της γραμμής, ακούγεται ένας τύπος να φωνάζει με μεγάλο ενθουσιασμό...
- Μιλαω! Μιλαω!
- Σάλτα και γαμήσου ρε μαλάκα πρωινιάτικα, φορτώνει ο τύπος βρίσκοντας ξαφνικά τη χαμένη του ενέργεια και κλείνει το τηλέφωνο.
Ο ύπνος του τύπου συνεχίζεται ήσυχος μέχρι το πρωί. Το επόμενο βράδυ, και ενώ ο τύπος έχει γυρίσει πτώμα από τη δουλειά και κοιμάται βαθιά, κατά τις τρεις η ώρα ξαναχτυπάει το πρωί. Το σκηνικό επαναλαμβάνεται, και αυτή τη φορά εκτός από το τηλέφωνο, ο τύπος σηκώνει και τους γείτονες του απο κάτω διαμερίσματος στο πόδι, πετώντας κάτω το λαμπατέρ. Παρ όλα αυτά απαντάει στο τηλέφωνο..
- Ναι;..
Και πάλι ο ίδιος ενθουσιώδης τύπος αρχίζει να φωνάζει ...
- Μιλαω! Μιλαω!
- Αντε γαμήσου ρε παπάρα, τι χούι είναι αυτό πάλι ; κόψε την πρωινή και άσε με ήσυχο να κοιμηθώ... λέει ο τύπος και κλείνει το τηλέφωνο απότομα.
Το επόμενο βράδυ, και ενώ ο τύπος κοιμάται τον ύπνο του δικαίου, κλασσικά στις 3 η ώρα χτυπάει το τηλέφωνο. Ο τύπος το σηκώνει, φανερά αγανακτισμένος από την κατάσταση, και απαντάει..
- Τι θες ρε φίλε πρωινιάτικα πάλι;
Όπως και τις δύο προηγούμενες μέρες, ο ενθουσιώδης τύπος αρχίζει να φωνάζει...
- Μιλαω! Μιλαω!
- Ρε παπάρα.. και εγώ μιλάω.. αλλά δεν σε παίρνω 3 η ώρα το πρωί τηλέφωνο για να στο πω, του λέει με στόμφο ο τύπος..
- Ναι, αλλά εσύ δεν είσαι αγελάδα!
Το αγόρι γυρίζει την κοπελιά του στο σπίτι πριν (ως συνήθως) τα μεσάνυχτα.
Όταν φτάνουν στην εξώπορτα, ακουμπάει το χέρι στον τοίχο και της λεει, -«γλυκιά μου κάνε μου μια πίπα» -«τι? είσαι τρελός?!» -«μη στενοχωρείσαι θα είμαι γρήγορος, κανένα πρόβλημα.» -«όχι! κάποιος θα μας δει, κάποιος συγγενής, ίσως ο γείτονας. . .» -«τέτοια ώρα, μεσάνυχτα ειναι κανένας δεν θα μας δει» -«είπα όχι!, και ξανά όχι!
- «γλυκιά μου, είναι μια γρήγορη πίπα, το ξέρω ότι και εσένα σου αρέσει» -«όχι!, είπα όχι!
- «αγάπη μου μην κάνεις έτσι. . .» Αυτή τη στιγμή η μικρότερη αδελφή είχε κατεβεί στην εξώπορτα με την νυχτικιά της, αναμαλλιασμένη και τρίβοντας τα μάτια της λεει, «ο μπαμπάς είπε, πρέπει να του κάνεις μια πίπα, η εγώ να του κάνω μια πίπα, η ο ίδιος θα κατεβεί κάτω να του κάνει μια πίπα, αλλά για το θεό, πες το αγόρι σου να πάρει το χέρι του από το θυροτηλέφωνο.»