Λοιπόν ήταν ένας παππούς και πήγε σε ιδιωτική κλινική να κάνει αιματολογικές εξετάσεις. Πάει μετά από δύο μέρες να τις πάρει και ρωτάει τον γιατρό:
- Γιατρέ όλα καλά;
- Όχι, λέει ο γιατρός, έχεις κάτι προβληματάκια.
- Μα τι λες, λέει ο παππούς, εγώ νιώθω ατρόμητος. Αφού σκέψου, παντρεύτηκα μία τριαντάρα και έχει μείνει έγκυος, και τώρα είναι 5 μηνών.
- Αποκλείεται, λέει ο γιατρός.
- Γιατί; λέει ο παππούς.
- Θα σου πω, λέει ο γιατρός. Μία φορά ήταν ένας κυνηγός και πήγε πρωί-πρωί στο κυνήγι και αντί να πάρει μαζί του το όπλο του, πήρε μία ομπρέλα και όταν έφτασε στο βουνό βγήκε μία αρκούδα. Και πήγε αυτός να την χτυπήσει και άνοιξε η ομπρέλα. Και ξαφνικά η αρκούδα σωριάζεται νεκρή. Μπορείς να μου το εξηγήσεις αυτό;
- Μπορώ, λέει ο παππούς, μήπως την πέτυχε άλλος;
- Εκεί, λέει ο γιατρός, θέλω να καταλήξω, παππούλη μου!
Πανευτυχείς οι πρωτόπλαστοι χαίρονται τις ομορφιές του Παραδείσου. Τους επισκέπτεται συχνά ο Θεός να δει αν τους λείπει κάτι, αν η δημιουργία του ήταν επιτυχής.
- Θεέ μου, του λέει μια μέρα ο Αδάμ, θέλω να σε ευχαριστήσω. Που την έκανες όμορφη, τόσο γοητευτική, με τις καμπύλες της, την τσαχπινιά της...
- Την έκανα έτσι για να σου αρέσει, παιδί μου, του απαντά ο Θεός με την βαριά στεντόρεια του φωνή.
- Μόνο, να, ξέρεις Θεέ μου, έχω ένα μικρό πρόβλημα... Είναι λίγο χαζή...
- Την έκανα έτσι για να της αρέσεις, παιδί μου!
Μπαίνει ένας τύπος στο μπάρ, σκαρφαλώνει σε μία καρέκλα και φωνάζει.
- Μπάρμαν, πιάσε μου ένα ουίσκι διπλό, κέρνα τον κόσμο εδώ που κάθεται, κέρνα και τις δύο σερβιτόρες, πιες και εσύ ένα στην υγειά μου.
Πάει δύο η ώρα τα ξημερώματα, σηκώνεται να φύγει ο τύπος.
Τον πιάνει ο μπάρμαν.
- Πού πας εσύ; Δεν θα πληρώσεις;
- Έλα ρε συ, άνθρωποι είμαστε. Την μία μέρα έχουμε, την άλλη δεν έχουμε. Θα στα φέρω αύριο.
- Καλά, λέει ο μπάρμαν.
Το άλλο βράδυ, πάλι ο ίδιος τύπος:
- Μπάρμαν, πιάσε μου ένα ουίσκι διπλό, κέρνα τον κόσμο εδώ που κάθεται, κέρνα και τις δύο σερβιτόρες, πιες και εσύ ένα στην υγειά μου.
Στις 2 τα ξημερώματα, ξανασηκώνεται να φύγει.
- Που πάς χωρίς να πληρώσεις;! τον ρωτάει ο μπάρμαν.
- Έλα ρε συ, άνθρωποι είμαστε. Την μία μέρα έχουμε, την άλλη δεν έχουμε. Θα στα φέρω αύριο.
Τον πιάνει ο μπάρμαν, τον πάει έξω και τον πλακώνει στο ξύλο.
Μετά από καιρό ξανάρχεται ο ίδιος τύπος.
- Μπάρμαν, πιάσε μου ένα ουίσκι διπλό, κέρνα τον κόσμο εδώ που κάθεται, κέρνα και τις δύο σερβιτόρες. Αλλά εσένα κερατά δεν σε κερνάω, γιατί όταν πίνεις δεν ξέρεις τί κάνεις!