Ήταν κάποτε δυό αδέρφια που είχαν ένα μαγαζί το οποίο δεν πήγαινε καλά. Έτσι αποφάσισαν να το πουλήσουν και να χωρίσουν για ένα χρόνο μήπως και αλλάξει η τύχη τους. Δώσαν μάλιστα ραντεβού σε έναν χρόνο σε μια κολώνα μπροστά από το μαγαζί.
Μετά από ένα χρόνο ο ένας αδερφός έρχεται ωραία ντυμένος ενώ ο άλλος έρχεται πιο φτωχά ντυμένος από ότι πριν.
- Τι γίνεται βρε αδερφέ; Τι ωραία ρούχα είναι αυτά;
- Α, έπιασα μια πολλή καλή δουλειά. Ο μισθός μου είναι πολύ ικανοποιητικός και έτσι ζω άνετα. Εσύ όμως τι γινεται;
- Ασε εγώ πίνω, πίνω!
- Εντάξει, μετά από ένα χρόνο τα ξαναλέμε εδώ!
Περνάει ακόμη ένας χρόνος. Ο ένας έρχεται με λιμουζίνα ενώ ο άλλος έρχεται πιο φτωχά ντυμένος.
- Τι γίνεται, βρε αδερφέ; Ωραία ρούχα, ωραία λιμουζίνα, πως τα καταφέρνεις;
- Α, η δουλειά μου πήγε πολύ καλά, απόκτησα δικό μου εργοστάσιο και τώρα είμαι πλούσιος! Εσύ όμως τι γίνεται;
- Ασε εγώ πίνω, πίνω!
- Αντε, ακόμη ένα χρόνο μήπως και αλλάξει η τύχη σου!
Μέτα από ένα χρόνο αυτός με τη λιμουζίνα έρχεται με δικό του ελικόπτερο ενώ ο άλλος πιο φτωχά ντυμένος από πριν.
- Τι γίνεται; Πέρσι ήρθες με ακριβό αυτοκίνητο, φέτος με δικό σου ελικόπτερο...
- Α, η δουλειά μου πάει πολύ καλά. Τα κέρδη όλο ανεβαίνουν και έχω τεράστια περιουσία. Εσύ όμως τι γίνεται;
- Ασε εγώ πίνω, πίνω!
- Εντάξει, ακόμη ένα χρόνο!
Μετά από ένα χρόνο αυτός με τη λιμουζίνα και το ελικόπτερο έρχεται φτωχά ντυμένος ενώ ο άλλος με ακριβά ρουχα!
- Τι έγινε βρε αδερφέ; Που είναι η λίμουζίνα σου, το ελικόπτερό σου;
- Ασε βρε αδερφέ! Καταστράφηκα! Επένδυσα όλα μου τα λεφτά σε κάτι μετοχές, αυτές φαλίρισαν και εγώ έχασα όλη μου την περιουσία! Εσύ όμως τι έγινε και φοράς ακριβά ρούχα;
- Α, εγώ πούλησα τα μπουκάλια!
Πιάνει ο Θεός χώμα και νερό και πλάθει τον Αδάμ. Του φτιάχνει το σώμα, τον λαιμό, το κεφάλι, τα χέρια, τα πόδια, τον κοιτάει εξεταστικά και του φορμάρει και το πουλάκι. Φου-φου, του δίνει πνοή και τον ζωντανεύει.
Πιάνει ξανά χώμα και νερό κι αρχίζει να πλάθει την Εύα. Της φτιάχνει το σώμα, τα βυζάκια, τον λαιμό, το κεφάλι, τα χέρια, την περιεργάζεται, και ανάμεσα από τα πόδια, της ανοίγει με το δάχτυλο μια τρυπούλα. Φου-φου, της δίνει πνοή και την ξυπνά.
Ανοίγει τα μάτια η Εύα, κοιτάει το σώμα της, κοιτάει και του Αδάμ.
- Θεέ μου, του λέει, θέλω κι εγώ να μου βάλεις ένα από αυτό που του κρέμεται αυτουνού!
- Μη στεναχωριέσαι, κορίτσι μου, της λέει ο Θεός γελώντας. Δικό σου είναι. Απλώς το έδωσα σε αυτόν τον μαλάκα να το κουβαλάει!
Ήταν χειμώνας μεσάνυχτα περασμένες δώδεκα, κρύο, βροχή και κάποιος βάδιζε σε ένα ερημικό δρόμο.
Εκεί που βάδιζε αμέριμνος νιώθει κάποιον να το χτυπά απαλά στον ώμο του. Ταραγμένος χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει πίσω, επιταχύνει το βήμα του.
Μετά από λίγο πάλι τα ίδια. Επιταχύνει κι άλλο το βήμα του.
Δεν πρόλαβε να κάνει πέντε βήματα, πάλι νιώθει να το απαλό χτύπημα στον ώμο του.
Αρχισε να τον εκνευρίζει αυτή η κατάσταση και καθώς βάδιζε σκέφτεται:
"Αν με χτυπήσει πάλι τον ώμο, θα γυρίσω μία απότομα, θα τον δώσω μία κλωτσιά στα αρχίδια, να πέσει κάτω από τους πόνους".
Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη σκέψη του και να πάλι το χτύπημα στον ώμο του.
Πραγματικά, γυρίζει απότομα, δίνει μία δυνατή κλωτσιά στα αρχίδια του ανθρώπου που είχε μπροστά του και αντί να δει κάποιον να σφαδάζει από τον πόνο, βλέπει κάποιον να λύνεται στα γέλια.
Απορημένος τον ρωτάει:
- Καλά ρε τόσο αναίσθητος είσαι; Έφαγες τέτοια κλωτσιά στα αρχίδια κι εσύ γελάς;
- Δεν έχω αρχίδια, απαντάει ο άλλος.
- Και πως γίνεται αυτό;
- Είμαι Αρειανός.
- Και δεν έχετε αρχίδια; Και πως γαμάτε εσείς εκεί στον Αρη;
- Έτσι, του απαντάει ο Αρειανός και του χτυπάει πάλι τον ώμο.