Πάει ο Μπάμπης στα μπουζούκια και βλέπει τον Κόκκαλη. Τον πλησιάζει και του λέει:
- Κύριε Κόκκαλη, θέλω να μου κάνετε μια μεγάλη χάρη. Να, περιμένω την κοπέλα μου και θα ήθελα να την εντυπωσιάσω. Μπορείτε όταν έρθει να περάσετε μπροστά από το τραπέζι μας και να μου πείτε:
- Για σου ρε Μπάμπη παλιόφιλε μου;
- Aσε μας ρε φίλε. Και που σε ξέρω εγώ;
- Έχετε δίκιο Κύριε Κόκκαλη. Δεν με ξέρετε, μια εξυπηρέτηση θέλω ο φτωχός. Δεν σας κοστίζει τίποτα και για μένα σημαίνει πολλά. Η κοπέλα μου θα με πάρει από καλό μάτι για τις γνωριμίες που έχω.
Αφού τον έπρηξε ο Μπάμπης τελικά ο κος Κόκκαλης ενέδωσε...
- Ωραία, θα σου κάνω τη χάρη. Κάτσε στο τραπέζι σου και όταν έρθει, μετά από λίγο θα περάσω.
- Χίλια ευχαριστώ κύριε Κόκκαλη! Με σώζετε!
Κάθεται λοιπόν ο Μπάμπης και λίγο αργότερα έρχεται και η κοπέλα του. Τους πλησιάζει ο Σωκράτης που λέτε και λέει:
- Για σου ρε Μπάμπη! Τι κάνεις φίλε μου;
Και του απαντάει ο Μπάμπης:
- Αϊ γ--σου ρε μ--α, πάλι δανεικά θέλεις;
Είναι ο Κωστήκας κι ο Γιωρίκας και πάνε στην Αμερική.
Όταν φτάνουν στο αεροδρόμιο, κανονίζουν να βρεθούν ξανά εκεί τον επόμενο χρόνο, να δουν τι έχει κάνει ο καθένας στη ζωή του. Περνάει ο ένας χρόνος, και συναντιούνται στο αεροδρόμιο. Φτάνει ο Κωστίκας, πάμπλουτος, ντυμένος με ARMANI, με Ferrari, γυναίκες γύρω του κ. Τ. Λ.
Έρχεται κι ο Γιωρίκας, λιγδιασμένος, άλουστος, μπίχλας.
Λέει στον Κωστίκα:
- Ρε Κωστίκα, πως έγινες έτσι τόσο πλούσιος, επιτυχημένος;
Του λέει κι ο Κωστίκας:
- Ε, να. Δούλευα σε μια επιχείρηση, όπου είχαμε πρόβλημα με τα ποντίκια. Ε κι εγώ, βρήκα μια πατέντα. Στερέωσα σε ένα κουτί δυο πιρούνια, το ένα από τη μια, το άλλο από την άλλη, και από κάτω, έβαλα μέσα στο κουτί μια λεπίδα και στις άκρες των πιρουνιών, έβαλα από τη μία ζαμπόν και από την άλλη τυρί. Οπότε, έρχονταν το ποντίκι κι έλεγε:
"Τυρί ή ζαμπόν, τυρί ή ζαμπόν", και κουνάγε δεξιά, αριστερά το κεφάλι του. Αλλά δεν μπορούσε να αποφασίσει και πέθαινε από την πείνα.
- Φοβερή πατέντα, του λέει ο Γιωρίκας και αφού τα είπαν κλείσαν ραντεβού ξανά για μετά από έναν χρόνο. Πάνε του χρόνου, λοιπόν, στο αεροδρόμιο, έρχετε ο Κωστίκας κι εμφανίζεται ο Γιωρίκας, τρεις φορές πιο πλούσιος απότον Κωστίκα.
- Τι έκανες ρε Γιωρίκα κι έγινες πλούσιος τόσο γρήγορα;
- Ε, να μωρέ, λέει ο Γιωρίκας, πήρα την ιδέα σου και την τροποποίησα λίγο. Στερέωσα στο κουτί δυο πηρούνια, κανονικά την λεπίδα, όμως δεν έβαζα τυρί και ζαμπόν. Οπότε έρχεται το ποντίκι, και κάνει:
"Πού είναι το τυρί; Πού είναι το ζαμπόν; Πού είναι το τυρί; Πού είναι το ζαμπόν;"
Μια ξανθιά πάει επίσκεψη σε μια φίλη της . Καθώς κάθονται και συζητούν στο σαλόνι , η φίλη της ακούει θόρυβο αυτοκινήτου , πηγαίνει στο παράθυρο και βλέπει το σύζυγό της να επιστρέφει σπίτι .
" Ωχ , Χριστέ μου ! " φωνάζει . " Έρχεται ο άντρας μου με μια μεγάλη ανθοδέσμη . Τι με περιμένει την κακομοίρα ! ... Κάθε φορά που επιστρέφει με λουλούδια , πρέπει να είμαι έτοιμη να ξαπλώσω και να ανοίξω τα πόδια ! ... "
" Μα , γιατί ; λέει η ξανθιά . " Δεν έχετε ανθοδοχείο ; "

Ήτανε δυο φίλοι, ηλικίας γύρω στα σαράντα, παντρεμένοι, με παιδιά. Ένα βράδυ πηγαίνουν σε ένα μπαρ για να πιούν ένα ποτό. Εκεί που κάθονται, βλέπουν να μπαίνει μια ψηλή όμορφη, μελαχρινή, γυναικάρα. Λέει ο ένας στον άλλο:
- Ουάου, τι γυναικάρα. Θα παω να της την πέσω.
- Όχι ρε! Μην είσαι μαλάκας, παντρεμένος άνθρωπος, του λέει ο άλλος.
Αυτός δεν ακούει τίποτα.
- Πρέπει να σου πω και κάτι που δεν ξέρεις, του ξαναλέει ο άλλος. Είναι στραβή, δε βλέπει. Την ξέρω.
- Ε και τι; Ρατσιστής είμαι εγώ; απαντάει ο άλλος και πλησιάζει την κοπέλα.
- Σπίτι μου ή σπίτι σου;
- Σπίτι μου, λέει αυτή.
- Μισό λεπτό να πάρω τη γυναίκα μου να της το πω.
Η κοπέλα κοκάλωσε.
- Μα καλά, τόση ειλικρίνεια έχετε στην σχέση σας;
- Α, όλα κι όλα. 15 χρόνια με τη Γωγώ, πάντα λέμε την αλήθεια μεταξύ μας.
Βγάζει το κινητό, παίρνει τη Γωγώ και της λέει:
- Έλα Γωγώ, θα αργήσω να γυρίσω σπίτι, γιατί μου έκατσε μια στραβή!