Μια μέρα ξεκινάει από το Κιλκίς ο Κωστίκας να πάει στη Θεσσαλονίκη. Κάπου στο δρόμο, συναντάει κάποιον που κρατάει έναν καθρέπτη. Δεν είχε ξαναδεί καθρέπτη στη ζωή του. Απορημένος τον ρωτάει σε τι χρησιμεύει. Του απαντάει ο άλλος:
- Για να βλέπεις τα μούτρα σου.
Εντυποσιασμένος, ο Κωστίκας αποφασίζει να κάνει έναν καθρέπτη δώρο στη γυναίκα του, εφόσον ούτε και η γυναίκα του είχε δει καθρέπτη.
Γυρίζει λοιπόν σπίτι του στο Κιλκίς και επειδή ήταν νύχτα και κοιμότανε η γυναίκα του, αποφάσισε πως θα της το έδινε το πρωί και το έκρυψε κάτω από το μαξιλάρι.
Το πρωί που σηκώθηκε πήγε κατευθείαν στο χωράφι και ξέχασε να το δείξει στη γυναίκα του. Αυτή, καθώς έστρωνε το κρεβάτι το βρήκε. Το κοιτάζει, το ξανακοιτάζει, και τρέχει στη μάνα της κλαίγοντας. Τη ρωτάει η μάνα της τι έχει. Αυτή της απαντάει:
- Ο Κωστίκας έχει άλλη. Είδα την φωτογραφεία της κάτω από το μαξιλάρι. Κοίτα και εσύ!
Πέρνει η μάνα το καθρέπτη. Το κοιτάζει και της λέει:
- Καλέ αυτή είναι γριά!... Αφού δεν ξέρουν τι να κάνουν, πηγαίνουν στον παπά του χωριού και του δείχνουν τον καθρέπτη. Ο παπάς κοιτάζει τον καθρέπτη και λέει:
- Καλέ χαζές, αυτός είναι ο Αϊ Γιώργης!

Οι πόντιοι Κωστίκας και Γιωρίκας αποφασίζουν να ανοίξουν ένα κρεοπωλείο. Ανοίγουν λοιπόν το μαγαζί και περιμένουν την πελατεία.
Λέει ο Γιωρίκας στον Κωστίκα:
- Ρε συ Κωστίκα, Δε θα ήταν καλύτερα να κάνουμε μια προπόνηση για να δούμε πως θα μιλάμε στους πελάτες;
- Δίκιο έχεις ,απαντάει ο Κωστίκας.
-ʼκου τι θα κάνουμε, εσύ θα βγεις έξω και θα ξαναμπείς για να παραγγείλεις σαν να είσαι πελάτης, εντάξει;
- Εντάξει, απαντά ο Κωστίκας και βγαίνει έξω.
Ξαναμπαίνει μετά από δυο λεπτά και λέει:
- Καλημέρα.
- Καλημέρα, πως μπορώ να σας εξυπηρετήσω;
- Θα ήθελα μια πορτοκαλάδα, απαντά ο Κωστίκας.
- Τι πορτοκαλάδα ρε βλάκα, κρεοπωλείο είμαστε όχι καφενείο. Βγες έξω και ξαναδοκίμασε.
Πράγματι βγαίνει έξω και ξαναμπαίνει.
- Καλημέρα σας.
- Καλημέρα σας, τι θα θέλατε;
- Θα ήθελα μια πορτοκαλάδα.
Ο Γιωρίκας σταλμένος τελείως αρχίζει να τον βρίζει.
- Τι λες, μωρέ πανηλίθιε, βλάκα τόσο κόπανος είσαι; Δεν γίνεται έτσι δουλειά, λοιπόν θα κάνεις εσύ τον καταστηματάρχη και εγώ τον πελάτη.
Βγαίνει έξω ο Γιωρίκας και ξαναμπαίνει μετά από λίγο.
- Καλημέρα σας, θα ήθελα μισό κιλό κιμά.
- Τα μπουκάλια τα έφερες;