Δύο συμμαθητές συναντιούνται μετά από πολύ καιρό. Ο ένας πενθεί. Κι ακολουθεί ο παρακάτω διάλογος:
- Tι έγινε ρε; Ποιος πέθανε;
- Η μάνα μου. Μια μέρα εκεί που καθόταν μέσα στο σπίτι ακούει φασαρία. Βγαίνει στο μπαλκόνι να δει τι γίνεται, σκύβει, γλιστράει και πέφτει...
- Κι εκεί πέθανε;
- ... Όχι έχει και συνέχεια. Από κάτω περνούσε ένα τσίρκο, έπεσε πάνω στο τραμπολίνο, αυτό την ξαναπετάει πάνω, πάει να πιαστεί από την πόρτα φεύγει η πόρτα ξαναπέφτει κάτω...
- Κι εκεί πέθανε;
- Όχι. Ξαναπέφτει στο τραμπολίνο, αυτό την ξαναστέλνει πάνω πάει να πιαστεί από τα κάγκελα του μπαλκονιού, σπάνε. Ξαναπέφτει κάτω...
Κι εκεί πέθανε;
- ΄Οχι. Ξαναπέφτει στο τραμπολίνο, αυτό την ξαναστέλνει πάνω πάει να πιαστεί από τα κεραμίδια, κατεβάζει δυο σειρές κεραμίδια ξαναπέφτει κάτω, (μη με διακόψεις, δεν πέθανε εδώ), το τραμπολίνο την ξαναστέλνει πάνω κι εκεί βγαίνει ο πατέρας μου με την καραμπίνα και κουνώντας την σημαδεύει τη μάνα μου την πυροβολεί και φωνάζει:
- Μωρή θα μου το γκρεμίσεις το σπίτι!

Πάνε στον βασιλιά Σολομώντα, τον ονομαστό έως τις μέρες μας για την σοφή κρίση του στις δύσκολες περιστάσεις, δύο υποψήφιες πεθερές με ένα παλικάρι και τσακώνονται:
Σολομών: Τι τρέχει;
Γυναίκα Α : Ω Μεγάλε Βασιλεύ, ο γαμπρός αυτός είναι δικός μου, την κόρη μου
Θα παντρευτεί.
Γυναίκα Β: Όχι Μεγαλειότατε, την δική μου κόρη θα πάρει.
Γυναίκα Α: Τη δική μου αγαπάει εδώ και χρόνια.
Γυναίκα Β: Ψεύτρα. Τη δική μου αγαπάει. Ασε που η δική μου τον αγαπάει πιο πολύ κι από τη ζωή της. Τον φροντίζει, του έχει συμπαρασταθεί στις πιο δύσκολες στιγμές.
Γυναίκα Α: Ποιες δύσκολες στιγμές και κουραφέξαλα που αν δεν ήταν η δική μου...
Σολομών: Ησυχία! Κατάλαβα περί τίνος πρόκειται. Στρατιώτη, φέρε μου το σπαθί μου. Πρέπει να βρούμε μια δίκαιη και ισότιμη λύση. Να τι θα κάνουμε:
Θα κόψουμε το παλικάρι στην μέση
Και θα πάρει η κάθε μία σας από ένα μισό.
Γυναίκα Α: Ω σοφέ Βασιλιά. Ποιος θα περίμενε μια τόσο σοφή λύση. Ναι, η γνώμη σας είναι διαταγή για μένα.
Γυναίκα Β: Όχι Βασιλιά μου, για όνομα του Θεού, μην το κόψεις το παλικάρι.
Δεν πειράζει, δωσ το στην κόρη της άλλης.
Και ο πάνσοφος Βασιλιάς απαντάει:
Η πρώτη κυρία είναι η πραγματική πεθερά.

Μια μέρα παντρεύτηκε ο Γιωρίκας και η Σουμέλα. .
Ο Γιωρίκας κάνει πρόταση στη Σουμέλα να πάνε γαμήλιο ταξίδι στο πόρτο Ύδρα να μείνουν 15 μέρες.
Η Σουμέλα ρωτά: βρε Γιωρίκα με τι λεφτά θα πάμε εκεί;
Ο Γιωρίκας λέει έχω 30.000 δραχμές. Με 2000 δραχμές την ημέρα θα μείνουμε 15 μέρες.
Εντάξει Γιωρίκα ,εσύ ξέρεις ,του απαντάει η Σουμέλα.
Την επόμενη μέρα πάνε στο ξενοδοχείο κάθονται 15 μέρες και έρχεται η ημέρα πληρωμής.
Βγάζει ο Γιωρίκας 30.000 δραχμές να πληρώσει στο ταμείο, αλλά ο ταμίας του λέει:
15 μέρες Χ 2000 =30.000
- 2000 για την ιππασία που κάνατε.
Μα δεν κάναμε του λέει ο Γιωρίκας ιππασία..
- Και ο ταμίας: εδώ ήταν τα άλογα ας κάνατε .
- 2000 για το τένις που παίξατε
Μα δεν παίξαμε τένις λέει ο Γιωρίκας.
- Εδώ ήταν το γήπεδο και οι ρακέτες , ας παίζατε . Τέλος του βγάζει ένα λογαριασμό 60.000 δραχμών.
Η Σουμέλα κοιτάζει των Γιωρίκα στεναχωρημένη.
Τότε ο Γιωρίκας γυρνά στον ταμία και του λέει, έχουμε και λέμε:
30.000 δραχμές για τις 15 μέρες που έμεινα με και 30.000 δραχμές που πήδηξες την Σουμέλα μας κάνουν 60.000 δραχμές.
- Ο ταμίας του λέει μα δεν πήδηξα την κυρία.
Και ο Γιωρίκας του απαντάει:
"Εδώ ήταν ας την πηδούσες"!