Έξυπνα ανέκδοτα, Εξυπνα ανεκδοτα
Χαλασμένο είναιΒράδυ στο καφενείο του χωριού, και ο καφετζής δεν προλαβαίνει να κουβαλάει τα τσίπουρα. Ο ένας της παρέας, ο Παναγής που έχει έρθει από το διπλανό χωριό, έχει μαζί και τον γιό του, ένα μπόμπιρα 4ων χρονών. Μπαίνει κάποιος στο καφενείο και ρίχνει "σύρμα":
- Μάγκες, μπροστά στο μύλο του Γιωργή οι μπάτσοι κάνουν αλκοτέστ.
Ο Παναγής τον κοιτάζει λοξά:
- Και κολώνεις ρε μάγκα; Χαλασμένο είναι το μηχάνημα. Μάστορα, δυό τσίπουρα!
- Χαλασμένο; Πού το ξέρεις ρε Παναγή;
- Aκου που σου λέω, λάθος δείχνει.
Έρχονται τα δυό τσίπουρα, πίνει το ένα ο Παναγής, δίνει το άλλο στο γιό του.
- Ρε Παναγή, όχι τσίπουρο στο μωρό ρε!
- Μη φοβάσαι ρε! Ξέρει το παιδί!
Μετά από λίγο...
- Μάστορα, άλλα δύο τσίπουρα!
Τραβάει το ένα ο Παναγής, δίνει το άλλο στο μπόμπιρα. Μετά από λίγο...
- Μάστορα, πιάσε άλλα δυό!
Ένα ο Παναγής, ένα ο μπόμπιρας... Κάποτε σηκώθηκε ο Παναγής, μπήκε στο αγροτικό με το γιό του και τράβηξε για το χωριό του. Στο μύλο του Γιωργή τον σταματάνε οι αμείλικτοι φρουροί του νόμου.
- Καλώς τον Παναγή. Τί ήπιαμε σήμερα;
- Τίποτε δεν ήπιαμε, λέει ήσυχα ο Παναγής.
- Για φύσα στη φούσκα να δούμε, λέει το όργανο της Τροχαίας.
Φυσάει ο Παναγής, ντανγκ η βελόνα στο κόκκινο.
- Δεν μπορεί, λέει ο Παναγής, χαλασμένο θα ναι!
- Χαλασμένο; Για ξαναφύσα...
Ξανά στο κόκκινο η βελόνα...
- Παναγή, άδεια, δίπλωμα, ασφάλεια, ΚΤΕΟ, πυροσβεστήρα, φαρμακείο...
- Για βάστα ρε μάστορα... λέει ο Παναγής. Για βάλε το μωρό να φυσήξει...
Φυσάει ο μπόμπιρας, ντανγκ η βελόνα ξανά στο κόκκινο.
- Βλέπεις; Χαλασμένο είναι... άντε καληνύχτα κύριε Τροχονόμε...
Είναι τέσσερις φίλοι σένα καφέ και συζητάνε .
Κάποια στιγμή η συζήτηση φτάνει στο θέμα "ποιός τρώει το μεγαλύτερο κέρατο! "Και λέει ο πρώτος το μεγαλύτερο κέρατο το τρώνε οι στρατιωτικοί. Γιατί το λές αυτό; του λέει ο δεύτερος. Γιατί, εξηγεί , λείπουν συνέχεια από το σπίτι , τρέχουν απο εδώ και από εκεί με ασκήσεις και ιστορίες τι να κάνει η γυναίκα μόνη τόσο ελεύθερο χρόνο έχει , να μην τον γεμίσει; Δεν συμφωνώ λέει ο δεύτερος , εγώ πιστεύω πως το χειρότερο κέρατο το τρώνε οι γιατροί . ΄Γιατί το λές αυτό του λένε οι άλλοι ,και συνεχίζει εξηγόντας, έκει που κάθονται όμορφα και ωραία με την οικογένεια χτυπάει το κινητό τους , όχι εφημερίες , όχι ιστορίες σχεδόν ολημερίς και οληνυκτίς λείπουν . Όχι πετάγεται ο τρίτος , το χειρότερο κέρατο το τρώνε λέει οι ναυτικοί . Γιατί λείπουν κανα 6μηνο , τι να σου κάνει γυναίκα μόνη τόσο καιρό . Ο τέταρτος της παρέας δεν μιλούσε και άκουγε μόνο πικραμένος . Τι έχεις ρε, του λένε οι άλλοι. Εσύ γιατί δεν λες τίποτα; Και απαντάει : τι να πω και εγώ που έιμαι Στρατιωτικός Γιατρός του Πολεμικού Ναυτικού !
Καλοκαίρι. Μεσημέρι. Καύσωνας. Ο κύριος Πετρίδης επιστρέφει στο διαμέρισμα του κάπου στην άκρης της πόλης μετά από ένα κουραστικό πρωινό στο γραφείο του. Παρκάρει το αυτοκίνητο του και με το χαρτοφύλακα στο χέρι, ξεκινάει να διασχίσει το δρόμο για να μπει στην είσοδο του κτιρίου όπου μένει. Στα μισά του δρόμου αντιλαμβάνεται τον ιδρωμένο σωματώδη τύπο που έχει μόλις ξεφορτώσει δύο φέρετρα από το φορτηγάκι του και τα έχει ακουμπήσει στον τοίχο της πολυκατοικίας για να ξαποστάσει.
- Μπα, ποιος να πέθανε, εδώ στην πολυκατοικία. Κάποιος ηλικιωμένος δεν άντεξε τον καύσωνα μάλλον.
Συνεχίζει να περπατάει, αλλά ο ιδρωμένος τύπος τον κοιτάει περίεργα. Μόλις φτάνει να μπει στην είσοδο της πολυκατοικίας, ο τύπος αποφασίζει να του μιλήσει:
- Μπορείτε μήπως να με βοηθήσετε να μεταφέρω τα φέρετρα μέχρι τον τρίτο όροφο; Κάνει πολύ ζέστη για να το κάνω μόνος μου.
Ο κύριος Πετρίδης το σκέφτεται λίγο και δέχεται. Στο πίσω μέρος του μυαλού του όμως αναρωτιέται ποιος είναι αυτός που έμενε στον ίδιο όροφο με αυτόν και πέθανε. Βάζουν τα φέρετρα το ένα πάνω στο άλλο, το ακουμπάν πάνω στους ώμους τους, και ξεκινάνε να σκαρφαλώνουν τις σκάλες... Φτάνουν στον τρίτο όροφο και περπατάνε προς της δεξιά μεριά του διαδρόμου, ανησυχητικά κοντά στην είσοδο του διαμερίσματος του κυρίου Πετρίδη. Τελικά ο φορτωμένος εργάτης αποφασίζει ότι έφτασε στον προορισμό του και ακουμπάνε τα φέρετρα ακριβώς πλάι στην είσοδο του διαμερίσματος του κυρίου Πετρίδη. Γεμάτος απορία, προσπαθεί να βρει μερικές εξηγήσεις:
- Μα καλά, αυτό είναι το διαμέρισμα που μένω εγώ. Τι θέλει ένα ζευγάρι φέρ..
- Είστε ο κύριος Πετρίδης; Δεν το κατάλαβα τόση ώρα. Έφερα τα παιδιά από την κατασκήνωση.
Η φούσκα.
Συναντάει ο Κωστίκας το Γιωρίκα και αρχίζει να του λέει ένα περίεργο όνειρο που είδε εχθές το βράδυ στον ύπνο του.
Κ: Είδα ένα πολύ περίεργο όνειρο!
Γ: Τι είδες;
Κ: Είδα ότι πήγα στον παράδεισο, συνάντησα τον Αγιο Πέτρο και μου είπε πολλά πράγματα και μεταξύ άλλων να προσέχω να μην πατήσω τη φούσκα...
Γ: Τη φούσκα;
Κ: Ναι. Ούτε εγώ κατάλαβα τι ήθελε να πει αλλά δεν πρόλαβα να τον ρωτήσω τι είναι. Προχωράω, που λες, και βλέπω το Μιχαλάκη αγκαλιά με μια γυναίκα σκέτη αηδία, γριά με ρυτίδες, χοντρέλα, άσε άλλο να τη βλέπεις.
Γ: Γιαχ!
Κ: Ναι κι εγώ το ίδιο σκέφτηκα. Του μίλησα λοιπόν και τον ρώτησα τι γίνεται εδώ. Μου είπε ότι πάτησε τη φούσκα και εξαφανίστηκαν δια μαγείας. Συνεχίζω εγώ αλλά πάλι το ίδιο.
Γ: Δηλαδή;
Κ: Να, βλέπω το Αντρέα αγκαλιά με μια γυναίκα σκέτη αηδία, γριά με ρυτίδες, χοντρέλα, άσε άλλο να τη βλέπεις.
Γ: Πω, πω!
Κ: Ναι κι εγώ το ίδιο σκέφτηκα. Συνεχίζω εγώ αλλά να σου εσύ με μια γκομενάρα, με στήθη Πάμελας, με κόλο τεράστιο, άσε άλλο να τη βλέπεις.
Γ: Αμάν!
Κ: Ναι κι εγώ το ίδιο σκέφτηκα. Λέω λοιπόν:
- "Ωπ, τι γίνεται εδώ;"
Και μου απαντάει η γκόμενα:
- "Ασε πάτησα τη φούσκα."