Στο νοσοκομείο έχουν μαζευτεί οι συγγενείς ενός πλούσιου επιχειρηματία που αρρώστησε ξαφνικά. Περιμένουν το γιατρό να τους πει ποια είναι η κατάσταση.
Εμφανίζεται κάποια στιγμή ο γιατρός, που δείχνει ανήσυχος.
- «Δυστυχώς», τους λέει, «δεν έχω πολύ καλά νέα. Η μοναδική ελπίδα που έχει απομείνει αυτή τη στιγμή είναι να του κάνουμε μεταμόσχευση εγκεφάλου.
Είναι μια επέμβαση που αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε πειραματικό στάδιο, δεν μπορώ να σας εγγυηθώ για τα αποτελέσματα, και βέβαια θα πρέπει να επωμιστείτε το κόστος του εγκεφάλου».
Οι συγγενείς κάνουν μια σύντομη σύσκεψη και ο ένας απ αυτούς ρωτάει:
- «Και αν δώσουμε την έγκρισή μας, πόσο στοιχίζει ένας εγκέφαλος».
- «Εξαρτάται», τους λέει ο γιατρός. «Εάν του βάλουμε τον εγκέφαλο άνδρα θα σας στοιχίσει 20 εκατομμύρια και, αν του βάλουμε τον εγκέφαλο γυναίκας, θα στοιχίσει 4 εκατομμύρια».
Ακολουθούν μερικές στιγμές αμηχανίας, οι άνδρες μεταξύ των συγγενών προσπαθούν να μη σκάσουν χαμόγελο, αποφεύγουν να κοιτάξουν τις γυναίκες, αλλά τελικά ο ένας από τους άντρες δεν μπορεί να συγκροτήσει άλλο την περιέργειά του και κάνει στο γιατρό την ερώτηση που τους βασανίζει όλους:
- «Γιατί όμως στοιχίζει τόσο περισσότερο το ανδρικό μυαλό;»
Ο γιατρός χαμογελάει λες και περίμενε την ερώτηση.
- «Είναι κλασική πολιτική τιμών. Για τα γυναικεία μυαλά αναγκαζόμαστε να κατεβάζουμε την τιμή επειδή
Είναι χρησιμοποιημένα».
Ένας παπάς κι ένας ραβίνος ζούσαν απέναντι ο ένας από τον άλλο, η εκκλησία και η συναγωγή ήταν επίσης απέναντι, είχαν πάνω κάτω το ίδιο πρόγραμμα και όταν είχε ακολουθίες ο ένας είχε και ο άλλος, κάθε πρωί πήγαιναν με το ίδιο λεωφορείο στη δουλειά τους.
Δεν είχαν μεταξύ τους κανένα πρόβλημα και τα πήγαιναν πολύ καλά.
Κάποια φορά λοιπόν λέει ο παπάς στο ραβίνο να αγοράσουν ένα αυτοκίνητο από κοινού για να πηγαίνουν στους ναούς τους και να το έχουν μισό μισό.
Όπερ και εγένετο. Αγοράζουν το αυτοκίνητο και το φέρνουν και το παρκάρουν στη γειτονιά, ανάμεσα στα δυο σπίτια. Μετά από καμιά ώρα, όπως χάζευε το αυτοκίνητο από το παράθυρό του ο ραβίνος, βλέπει τον παπά να βγαίνει από το σπίτι του και να πηγαίνει στο αυτοκίνητο και να του ρίχνει νερό.
Παραξενευμένος πλησιάζει και τον ρωτάει:
- Καλά, αφού το αυτοκίνητο είναι καθαρό, γιατί το πλένεις;
- Δεν το πλένω, είναι αγιασμός, μια και είναι καινούριο είπα να το αγιάσω για να είναι καλοτάξιδο.
Προβληματίστηκε ο ραβίνος και έπεσε σε περίσκεψη. Μετά λοιπόν από κανα μισάωρο βγαίνει από το σπίτι του με ένα σιδεροπρίονο και πάει και κόβει 5 πόντους από την εξάτμιση!
Ήταν ένας άνθρωπος που είχε πάει με όλες τις γυναίκες της πόλης στην οποία έμενε. Μια μέρα τον συνάντησε ένας φίλος του και του λέει:
- Εντάξει ρε συ έχεις πάει με όλες τις γυναίκες της πόλης μας αλλά αυτό δεν είναι και τόσο σπουδαίο. Με την βασιλοπούλα δεν θα μπορούσες να πας ποτέ.
- Πάμε ένα στοίχημα; λέει αυτός.
- Πάμε, του λέει ο φίλος του.
Την άλλη μέρα λοιπόν το πρωί πηγαίνει στο παλάτι και παρουσιάζεται σαν μάγειρας.
Τον βλέπει ο βασιλιάς και τον ρωτάει:
- Ποιος είσαι εσύ παιδί μου;
- Ο καινούριος μάγειρας, απαντάει αυτός.
- Και πως σε λένε παιδί μου;
- Αχ, βασιλιά μου, λέει τότε αυτός, έχω πολύ παράξενο όνομα και ντρέπομαι να σας το πω μπροστά σε τόσο κόσμο. Να φύγει πρώτα ο κόσμος και μετά θα σας το πω.
Διώχνει λοιπόν ο βασιλιάς όλο τον κόσμο από την κουζίνα και τότε αυτός λέει στον βασιλιά ψιθυριστά:
- Με λένε πούτσο.
- Α! Τι παράξενο όνομα! λέει τότε ο βασιλιάς. Εντάξει παιδί μου σου υπόσχομαι να μην το πω σε κανένα.
Μετά από λίγο κατέβηκε στην κουζίνα η βασίλισσα.
- Ποιος είσαι εσύ παιδί μου; τον ρωτάει.
- Ο καινούριος μάγειρας, απαντάει αυτός.
- Και πως σε λένε παιδί μου;
- Αχ, βασίλισσά μου, λέει πάλι αυτός, ο νονός μου μου δωσε πολύ παράξενο όνομα και ντρέπομαι να σας το πω μπροστά σε τόσο κόσμο. Να φύγει πρώτα ο κόσμος και μετά θα σας το πω.
Διώχνει λοιπόν η βασίλισσα όλο τον κόσμο από την κουζίνα και τότε αυτός της λέει ψιθυριστά:
- Με λένε μουνί.
- Α! Τι παράξενο όνομα! λέει τότε ο βασίλισσα. Εντάξει παιδί μου σου υπόσχομαι να μην το πω σε κανένα.
Τελευταία κατέβηκε στην κουζίνα κι η βασιλοπούλα. Τον ρωτάει λοιπόν κι αυτή:
- Ποιος είσαι εσύ;
- Ο καινούριος μάγειρας, της λέει αυτός.
- Και πως σε λένε;
- Αχ, βασιλοπούλα μου, λέει τότε αυτός, έχω πολύ παράξενο όνομα και ντρέπομαι να σου το πω μπροστά σε τόσο κόσμο. Να φύγει πρώτα ο κόσμος και μετά θα σου το πω.
Διώχνει λοιπόν ο βασιλοπούλα όλο τον κόσμο από την κουζίνα και τότε αυτός της λέει ψιθυριστά:
- Με λένε κεφτεδάκια.
- Α! Πράγματι το όνομά σου είναι πολύ παράξενο! λέει κι η βασιλοπούλα.
Εντάξει σου υπόσχομαι να μην το πω σε κανένα.
Πάει λοιπόν αυτός το βράδυ στο δωμάτιο της βασιλοπούλας κι αρχίζει να την ξεντύνει. Βάζει η βασιλοπούλα τις φωνές:
- Μαμά, μαμά με πειράζουν τα κεφτεδάκια.
- Τρελάθηκες παιδάκι μου τι είναι αυτά που λες;
- Όχι, μαμά δεν τρελάθηκα. Έλα και θα δεις.
Πηγαίνει η βασίλισσα στο δωμάτιο της βασιλοπούλας να δει τι συμβαίνει κι εκείνη την στιγμή αυτός της τον είχε κιόλας χώσει. Τρομαγμένη η βασίλισσα φωνάζει τον βασιλιά:
- Βασιλιά έλα να δεις το μουνί είναι ανάμεσα στα σκέλια της κόρης μας.
- Ε, στη θέση του είναι ρε γυναίκα, τι φωνάζεις;
- Τρέξε, τρέξε βασιλιά να δεις.
Ανεβαίνει κι ο βασιλιάς στο δωμάτιο της βασιλοπούλας να δει τι γίνεται κι αυτός μόλις είχε τελειώσει την δουλειά του και ντυνόταν. Μόλις είδε τον βασιλιά πήδηξε από το παράθυρο. Φωνάζει τότε ο βασιλιάς στους φρουρούς:
- Φρουροί, πιάστε τον πούτσο. Τον πιάσατε;
- Ναι, απαντάνε όλοι μαζί οι φρουροί.
- Ωραία, λέει ο βασιλιάς. Βαράτε τον τώρα!