Ήταν ένας τύπος που πήγαινε σε ένα χωριό αλλά έμεινε από λάστιχο σε ένα απόμερο σημείο.
Πάει στο πορτ-μπαγκαζ να πάρει το γρύλλο για να αλλάξει το λάστιχο και είδε με απελπισία ότι δεν το είχε μαζί του. Εκεί γύρο υπήρχε μόνο δάσος και ο άνδρας είδε στο βάθος μία φωτεινή κουκίδα. Μη έχοντας λοιπόν άλλη επιλογή ξεκίνησε να περπατήσει προς τα εκεί. Καθώς περπατούσε σκεφτότανε από μέσα του:
"Θα πάω εγώ εκεί θα χτυπήσω την πόρτα του σπιτιού, θα μου ανοίξει την πόρτα ο άνθρωπος που μένει εκεί, θα μου πει:
"Ναι, παρακαλώ τί θέλετε;"
Θα του πω εγώ:
"Καλησπέρα σας, συγνώμη για την ενόχληση, αλλά ξέρετε έμεινα από λάστιχο και δεν έχω γρύλλο για να το αλλάξω. Μήπως θα μπορούσατε σας παρακαλώ να μου δανείσετε το γρύλλο του αυτοκινήτου σας για να αλλάξω το λάστιχό;"
Θα μου πει όμως ο άλλος (και με το δίκιο του):
"Καλά ρε ανθρωπέ μου, με ξυπνάς μέσα στα μεσάνυχτα για να μου ζητήσεις το γρύλλο του αυτοκινήτου μου; Είσαι ηλίθιος;"
Θα του πω όμως εγώ:
"Σας παρακάλεσα να μου δανείσετε το γρύλλο σας και τώρα πάλι, σας παρακαλώ δώστε μου μισό λεπτό το γρύλλο σας να αλλάξω το λάστιχο και θα σας τον επιστρέψω αμέσως μόλις τελειώσω."
Θα μου πει όμως εκείνος:
"Μα είναι αυτός λόγος να με ξυπνήσεις στα καλά καθούμενα, βρε ηλίθιε;" Και τότε θα του πώ..."
Τέλος πάντων σκεφτόταν την κουβέντα που θα γινόταν για το γρύλλο και κάποια στιγμή φτάνει στο σπίτι, χτυπάει, του ανοίγει ένας άνδρας και τον ρωτάει:
- Ναί, παρακαλώ τι θέλετε;
Και του απαντάει ο άνδρας:
- Ρε, δεν πάς να γαμηθείς κι εσύ και ο γρύλλος σου!

Κάποιο ανοιξιάτικο πρωινό , κάπου στην Ερυθρά Θάλασσα , σε ένα βαρκάκι ο Μωυσής και ο Χριστός το έχουν ρίξει στο ψάρεμα .
Το δόλωμα πολύ , και η όρεξη μεγάλη .. αλλά τα ψάρια φαίνονται χορτασμένα . Σε κάποια στιγμή , και ενώ στην επιφάνεια δεν έφεραν ούτε τρύπια γαλότσα , γυρνάει ο Μωυσής στο Χριστό και του λέει :
- Αααααχ ... πως περνάν τα χρόνια .. αναπολώ τις μέρες που έκανα θαύματα .
- Να σου πω , λέει ο Χριστός , και εμένα μου έχουν λείψει .
- Λες να μπορώ ακόμα να τα κάνω ;
- Δεν χάνεις τίποτα να δοκιμάσεις .
- Χμ .. θυμάμαι όταν άνοιξα την θάλασσα στα δύο .. θα δοκιμάσω ξανά . πραγματικά , ο Μωυσής παίρνει το καλάμι του ψαρέματος , το χώνει κάθετα στη θάλασσα και σαν τον " Πρίγκιπα της Αιγύπτου " η θάλασσα ανοίγει διάπλατα , αφήνοντας το βαρκάκι στον πάτο , και τα χορτασμένα ψάρια να σπαρταράνε πάνω στα φύκια .
- Βλέπω ότι ακόμα τα καταφέρνεις Μύωση , του λέει ο Χριστός . Για να δούμε τώρα την θυμάμαι εγώ την τέχνη μου ; Θα δοκιμάσω να περπατήσω πάνω στο νερό όπως τότε . Ο Μωυσής τραβάει το καλάμι του , και η θάλασσα επιστρέφει ξανά στη θέση της . Ο Χριστός , πηδάει από τη βάρκα και αρχίζει να περπατάει πάνω στο νερό . Ένα πλατύ χαμόγελο διαγράφεται στα χείλη του Χριστού , όταν διαπιστώνει ότι περπατάει όπως τότε πάνω στο νερό . Σε κάποια στιγμή όμως, αρχίζει σιγά σιγά να βουλιάζει . Τραβάει γρήγορα κουπί ο Μωυσής και τον τραβάει πάλι πάνω στη βάρκα .
- Χριστέ μου , του λέει , μου φαίνεται ότι τότε τα κατάφερνες καλύτερα .
- Ναι όμως , απαντάει θυμωμένος ο Χριστός , τότε δεν είχα αυτές τις καταραμένες τρύπες στα πόδια.