Κανίβαλος.
Ήταν ένας πιλότος, ένας μηχανικός αεροπλάνου και μια αεροσυνοδός. Είχαν σαν αποστολή να πετάξουν μέχρι την ζούγκλα του Αμαζονίου και να φέρουν ένα κανίβαλο για να τον εξετάσουν οι επιστήμονες.
Πήγαν λοιπόν στον Αμαζόνιο, και μέσα σε λίγες μέρες έπιασαν έναν ιθαγενή, τον έβαλαν σε ένα κλουβί μέσα στο αεροπλάνο, και ξεκίνησαν για τον γυρισμό.
Μετά από λίγο ο κανίβαλος πείνασε. Όμως δεν είχε τίποτα να του δώσουν να φάει. Τότε αυτός σπάει το κλουβί και πάει στον πιλότο. Του λέει:
- Εγώ φάει εσένα.
- Εμένα; λέει ο πιλότος. Και πως θα πετάξει το αεροπλάνο αν με φας;
- Καλά δεν σε φάω, λέει ο κανίβαλος.
Πάει στον μηχανικό.
- Εγώ φάει εσένα.
- Εμένα; λέει ο μηχανικός. Και αν πάθει κάτι το αεροπλάνο, ποιος θα το φτιάξει;
- Καλά δεν σε φάω, λέει ο κανίβαλος.
Πάει στην αεροσυνοδό.
- Εγώ φάει εσένα.
- Εμένα; λέει η αεροσυνοδός. Εσύ φας εμένα, αλλά αυτοί οι δύο γαμούν εσένα!
Και τότε ο κανίβαλος γύρισε στο κλουβί του...

Ήταν ο λαγός και βαριόταν πολύ:
Αποφάσισε λοιπον να τρομάξει κάτι μικρά αλεπουδάκια.
Παραφύλαξε να φύγει η μαμά αλεπού και πήγε στην φωλιά της και είπε στα αλεπουδάκια.
- Θα σας πη... τη μάνα! Το υπόσχομαι!
Τα αλεπουδάκια τρόμαξαν πολύ αλλά δεν ήθελαν να το πουν στη μαμά τους.
Ο λαγός κάθε μέρα πήγαινε στην φωλιά και έλεγε το ίδιο πράγμα στα αλεπουδάκια. Τα αλεπουδάκια δεν άντεχαν άλλο και έτσι το είπαν στην μαμά τους.
Η αλεπού έγινε έξαλλη και άρχισε να κυνηγάει τον λαγό. Τον κυνηγούσε, τον κυνηγούσε, ώσπου ο λαγός μπήκε μέσα σε έναν κομμένο κορμό δέντρου. Μπήκε και η αλεπού για να τον πιάσει, αλλά σφήνωσε, μένοντας η μισή μέσα και η μισή έξω.
Μόλις ο λαγός κατάλαβε ότι η αλεπού είχε σφηνώσει βγήκε από τον κορμό και μόλις είδε την στάση της αλεπούς είπε:
- Εγώ δεν είχα καμία διάθεση, αλλά έχε χάρη που το υποσχέθηκα στα παιδιά σου.
Mια φορά και έναν καιρό ένας γέρος βασιλιάς που είχε 3 γιούς αποφάσισε να ορίσει διάδοχο του.
Για να μην θεωρηθεί μεροληπτικός και επειδή ήθελε να δώσει το Βασίλειο του στο γιό με της μεγαλύτερες ικανότητες, αποφάσισε να τους υποβάλλει κάποιες δοκιμασίες.
Ακούστε παιδιά μου τους είπε, είμαι γέρος πια και ήρθε η ώρα να ξεκουραστώ, θέλω το Βασίλειο μου να το πάρει ένας από εσάς, λοιπόν όποιος από εσάς μου φέρει το χρυσό πορτοκάλι τότε θα τον κάνω διάδοχο μου. μετά από 3 ημέρες και οι τρείς γιοί του έφεραν από 1 χρυσό πορτοκάλι.
Τότε παιδιά μου βασιλιάς θα γίνει εκείνος που θα μου φέρει το χρυσό μήλο μετά από 3 ημέρες και οι τρεις έφεραν το χρυσό μήλο τότε παιδιά μου το Βασίλειο μου θα το πάρει αυτός που έχει την μεγαλύτερη π**τσα σας δίνω μια βδομάδα καιρό και ελάτε να μετρηθείτε ...
Μετά από 2 ημέρες έρχεται ο πρώτος ... πατέρα κάτσε λίγο πιο πέρα και πάρε μεζούρα την αμολάει ... όρε μάνα μου λέει ο πατέρας 4 μέτρα και 18 εκατοστά πάει αυτό ήτανε να ο νικητής
Την 5η μέρα σκάει καβάλα στο άλογο ο δεύτερος γιος και φωνάζει στον πατέρα του .. πατεραααα έλα έξω στους κήπους και φέρε και τα χαρτιά του Βασιλείου ...
Την αμολάει ο δεύτερος ... 48 μέτρα και 32 εκατοστά .. . Καλά λέει ο πατέρας ... αυτό ήτανε ... φέρτε συμβολαιογράφους φέρτε χαρτιά , να ξεκινήσουν και τα γλέντια , να ο γιόκαρος που θα πάρει το Βασίλειο.
Γρήγορα πάμε μέσα να υπογράψουμε ..
Εκεί που ήταν έτοιμος να υπογράψει σκρααα σπάνε τα τζάμια παλατιού και σκάει μέσα μια που**οκεφαλη 2 μέτρα διάμετρο ... και από κάτω μια ταμπέλα που έγραφε:
Πατερα ειμαι καλα και σε δυο μερεσ ερχομαι απο παρισι ...
Στο σχολείο, ρωτάει η δασκάλα τα παιδιά, αν γνωρίζουν κάποιο εξωτικό ή παράξενο, φαγητό ή φρούτο!
- Το πιο παράξενο, παίρνει, άριστα 10, λέει η δασκάλα.
Τα παιδιά σκέφτονται πάρα πολύ σοβαρά.
Ο Μπόμπος όμως, σηκώνει το χέρι και λέει περήφανος!
- Η λάμπα, κυρία.
Η δασκάλα και τα παιδιά γελούν και η δασκάλα λέει:
- Ρέ Μπόμπο, η λάμπα δεν τρώγετε. Γιατί πιστέυεις κάτι τέτοιο;
- Κυρία, κάθε βράδυ λέει ο πατέρας μου, στήν μάνα μου:
- Γυναίκα! Σβήσε την λάμπα και έλα να την φας.