Ένας τύπος, στον πάγκο του μπαρ, σκυμμένος, βαρύς και ασήκωτος.
Κοιτάει Συνέχεια το ποτήρι του. Επί μίση ώρα έτσι, εντελώς ακίνητος. Κάποιος άλλος, αλέγρος και καλαμπουρτζής, που έπαιζε μπιλιάρδο με τις ώρες, τον πιάνει το μάτι του έτσι να κοιτάει το ποτό του ατελείωτα και να μην πίνει, και για πλάκα μια και δυο αρπάζει το ποτήρι του αλλουνού και το κατεβάζει μονορούφι. Ο τύπος μας βάζει τα κλάματα.
- Έλα ρε φιλάρα, μια πλάκα κάναμε! Θα σου παραγγείλω ένα ίδιο, κερνάω εγώ. Δεν γουστάρω να βλέπω άντρες να κλαίνε!
Και ο δικός μας...
- Δεν είναι αυτό. Είναι που η σημερινή μέρα είναι η χειρότερη της ζωής μου. Πρώτα, παρακοιμήθηκα το πρωί και άργησα να πάω στο γραφείο. Το αφεντικό μου τσατίστηκε και με απόλυσε. Βγαίνω να πάρω το αυτοκίνητο μου και μου το είχαν κλέψει. Το δήλωσα στην αστυνομία και μου είπαν καλά κρασιά που θα το ξαναβρείς. Παίρνω ένα ταξί να γυρίσω σπίτι και ξεχνάω μέσα το πορτοφόλι με όλες πιστωτικές κάρτες. Το παρατηρώ τελευταία στιγμή, φωνάζω τον ταξιτζή να σταματήσει και αυτός την κοπάνισε ρίχνοντας μου μια μούντζα. Μπαίνω στο διαμέρισμα και πέφτω απάνω στη γυναίκα μου στο κρεβάτι με τον θυρωρό. Φεύγω αηδιασμένος, μπαίνω σ αυτό εδώ το μπαρ κι απάνω που ετοιμαζόμουνα να bάλω ένα τέλος στη ζωή μου, εμφανίζεσαι εσύ και... μου πίνεις το δηλητήριο! ΕΙΜΑΙ Η ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΓΚΑΝΤΕΜΗΣ;
Πάει ένας στο περίπτερο και λέει στον περιπτερά:
- Θα ήθελα 500.000 κόλλες ούχου.
- 500.000 κόλλες ούχου; λέει ο περιπτερας. Εδώ είναι περίπτερο, όχι εργοστάσιο. Εχω να σου δώσω 50 κόλλες αλλά 500.000 όχι. Αν θες τόσες πολλές πήγαινε στις αποθήκες πιο κάτω και ζήτα.
Πάει λοιπόν και αυτός στις αποθήκες βρίσκει έναν υπάλληλο και του λέει:
- Θα ήθελα 500.000 κόλλες ούχου.
Λέει ο υπάλληλος:
- 500.000; Δεν έχουμε τόσες. Πήγαινε στο εργοστάσιο πιο κάτω και ζήτα όσες θες.
Πάει λοιπόν ο φουκαράς μέχρι το εργοστάσιο. Βρίσκει εκεί έναν εργάτη και του λέει:
- Θα ήθελα 500.000 κόλλες ούχου.
- Πόσες;! λέει ο εργάτης. Φίλε μου, δεν έχουμε τέτοιο απόθεμα. Αν θες τόσες πολλές πήγαινε στην Αίγινα στο μοναστήρι του Αγιου Νεκτάριου και ζήτα όσες θες.
Παραξενεμένος αυτός πάει στην Αίγινα. Πηγαίνει στο μοναστήρι, χτυπάει την πόρτα, του ανοίγει ένας μοναχός και του λέει:
- Πάτερ, θα ήθελα 500.000 κόλλες ούχου.
Του λέει ο μοναχός:
- Περίμενε.
Χτυπάει παλαμάκια ο μοναχός και εμφανίζονται μέσα σε δευτερόλεπτα μοναχές, μοναχοί, παπαδοπαίδια κουβαλώντας κασόνια με κόλλες ούχου. Του λέει λοιπόν ο μοναχός:
- Ορίστε οι 500.000 κόλλες που ζήτησες.
Παθαίνει πλάκα αυτός και γεμάτος απορία λέει στον μοναχό:
- Καλά πάτερ μου, πήγα σε αποθήκες, σε εργοστάσια, και κόλλες δεν πήρα, εσύ που τις βρήκες τόσες πολλές;
- Τέκνο μου, του λέει, ξέρεις που ήρθες; Ξέρεις τι είναι εδώ;
- Όχι, δεν ξέρω, του απαντά ο άλλος.
- Εδώ είναι του Αγιου Νεκτάριου του πολυΟΥΧΟΥ.
Ήταν μια φορά, 2 μπο***λα το ένα απέναντι από το άλλο. Το ένα είχε συνέχεια δουλειά, ενώ στο άλλο βάραγαν μύγες. Αναρωτιέται η τσατσά τι τρέχει και δεν έχει δουλειά. Και καθαρό μπο***λο έχω, και ωραίες κοπέλες έχω, λέει, γιατί όμως δεν έρχεται κανείς;
Φωνάζει το μπράβο.
- "Μήτσο, πήγαινε απέναντι και κάνε τον πελάτη, να μου πεις γιατί έχει τόση δουλειά και εμείς όχι."
Πηγαίνει απέναντι λοιπόν. Χλιδή, καθαρά, και ωραίες πο***νες.
Έρχεται η τσατσά:
- "Τι θα θέλατε;"
- "Τι προσφέρετε εσείς;", ρωτάει ο Μήτσος.
- "Τα πάντα. Πισωκολλητό, απλό, παρτούζες, στάσεις 69, και φυσικά τσι***κι με τραγούδι!"
- "Τσι***κι με τραγούδι; δηλαδή", ρωτάει ο Μήτσος;
- "Θα σας παίρνει τσ***κι η κοπέλα και ταυτόχρονα θα σας τραγουδάει!"
- "Και πως γίνεται αυτό;"
- "Μυστικό!"
- "Καλά, λέει, αυτή την κοπέλα θέλω."
Μπαίνει στο δωμάτιο, έρχεται και η κοπέλα. Τον ρωτάει:
- "Τι θέλετε να ακούσετε.
- "Ρουβά", λέει αυτός.
Εντάξει λέει η κοπέλα, τον ξαπλώνει στο κρεβάτι, σβήνει το φως, αρχίζει να του παίρνει τσι****κι και να του τραγουδάει Ρουβά.
Τελειώνει, πληρώνει, και πηγαίνει στο μπο***λο που δουλεύει και λέει στην τσατσά ότι υπάρχει μια κοπέλα που του πήρε τσιμπούκι και ταυτόχρονα τραγουδούσε!
- "Πώς το έκανε", τον ρωτάει;
- "Δεν ξέρω, γιατί είχε σβήσει το φως."
- "Να πας ξανά", του λέει, "και να μάθεις."
Ξαναπηγαίνει, παίρνει την ίδια κοπέλα.
- "Τι θέλετε να ακούσετε τώρα;"
- "Καζαντζίδη."
- "Εντάξει", λέει. Αρχίζει το τσιi***κι και να τραγουδάει.
Ξαφνικά ο Μήτσος ανάβει το φως και βλέπει πάνω στο κομοδίνο ένα γυάλινο μάτι!
Όταν σου παίρνει πολύ ώρα, είσαι αργός.
Όταν παίρνει πολλή ώρα στο αφεντικό σου, είναι προσεχτικός.
Όταν δεν κάνεις κάτι, είσαι τεμπέλης.
Όταν δεν κάνει κάτι, είναι απασχολημένος.
Όταν κάνεις λάθος, είσαι ηλίθιος.
Όταν κάνει λάθος, είναι άνθρωπος.
Όταν το κάνεις όπως θες εσύ, δεν κάνεις ό,τι σου είπαν.
Όταν το κάνει το αφεντικό σου, είναι δημιουργικός.
Όταν το κάνεις μόνος σου, δεν είσαι συνεργάσιμος.
Όταν το κάνει το αφεντικό σου, παίρνει πρωτοβουλία.
Όταν παίρνεις θέση, είσαι ξεροκέφαλος.
Όταν παίρνει θέση, είναι αποφασιστικός.
Όταν παραβιάζεις έναν κανόνα, είσαι εγωκεντρικός.
Όταν το αφεντικό σου ξεχνά μερικούς κανόνες, είναι πρωτοπόρος.
Όταν βοηθάς ένα συνάδελφο, "παρατάς τη δουλεία".
Όταν το κάνει το αφεντικό σου, "παίζει ομαδικά".
Όταν κάποιος άλλος κάνει τη δουλειά σου, βυσματώνεις κόσμο.
Όταν κάποιος άλλος κάνει τη δουλειά του, κατανέμει ευθύνες.
Όταν είσαι εκτός γραφείου, "περιφέρεσαι ασκόπως" ή "κοπροσκυλιάζεις".
Όταν το κάνει το αφεντικό σου,"είναι σε δουλειά" ή "έχει μίτινγκ".
Όταν τηλεφωνείς και λες ότι είσαι άρρωστος. έκανες το Σαββατοκύριακο τριήμερο.
Όταν το κάνει το αφεντικό σου, πρέπει να είναι πολύ άρρωστος.
Όταν ζητάς να φύγεις νωρίτερα, έχεις ραντεβού με τη γκόμενα.
Όταν το αφεντικό σου φεύγει νωρίτερα, εχει πάθει υπερκόπωση.
Όταν παίρνεις αύξηση, είσαι τυχερός ή έγλυψες κώλους.
Όταν παίρνει εκείνος, πραγματικά την άξιζε.
Όταν κάνεις καλή δουλειά, σου χτυπούν την πλάτη.
Όταν το αφεντικό σου κάνει καλή δουλειά, το μπόνους χτυπάει ταβάνι.
Όταν δεν κάνεις κάτι, όλα πρέπει να στα λένε;
Όταν δεν κάνει το αφεντικό σου, ε όλα αυτός θα τα κάνει εκεί μέσα;
Το αλκοτέστ.
Κάποτε που λέτε κατέβαινε την Πανεπιστημίου ένας ανθρωπάκος ήσυχα, ήσυχα με το αυτοκίνητό του, αργά το βράδυ. Πάνω που μπήκε στην Ομόνοια, φρρρρρτ τον σταματάει ένας δερματόδετος αυστηρός αξιωματικός της τροχαίας.
- Αδεια και δίπλωμα κύριε, του λέει με φωνή που έσταζε εξουσία.
Όπως ο οδηγός έψαχνε το ντουλαπάκι να βρει τα χαρτιά του, κάνει μία έτσι το όργανο και βλέπει στο πίσω κάθισμα μια στοίβα μυτερά μαχαίρια που γυάλιζαν στο φως. Φανερά σοκαρισμένος από το θέαμα τον ρωτάει αγριεμένα:
- Τι τα θέλεις αυτά τα μαχαίρια νυχτιάτικα;
Και ανοίγοντάς την πόρτα του οδηγού, του ζητάει να βγει από το αυτοκίνητο παίρνοντας παράλληλα αμυντική στάση.
- Να σας εξηγήσω κύριε πόλισμαν, του απαντάει φοβισμένος ο άνθρωπος. Η δουλειά μου είναι ζογκλέρ και μόλις σχόλασα από το τσίρκο που δουλεύω και πάω σπίτι μου. Τα μαχαίρια είναι για το νούμερό μου.
- Ωραία μας τα λες ρε φίλε, κάγχασε δύσπιστα το όργανο, για δείξε μου πως το κάνεις και κοίτα να λες αλήθεια γιατί την έβαψες!
Τι να κάνει ο άνθρωπος, παίρνει τρία - τέσσερα μαχαίρια και αρχίζει να τα πετάει στον αέρα με φανερή επιδεξιότητα.
Εκείνη τη στιγμή, περνάει με το καινούργιο του αμάξι ο Γιωρίκας και λέει στον φίλο του Κωστίκα που καθόταν δίπλα:
- Πω, πω.. πολύ δυσκόλεψε αυτό το αλκοτέστ..