Φίλε μου, εσύ που κάνεις τον κόπο να διαβάσεις αυτό εδώ το κείμενο, άκουσε μια συμβουλή. Μην διαβάσεις παρακάτω. Δεν έχει τίποτα να σου πει αυτό το κείμενο. Τίποτα απολύτως, κανένα νόημα, καμμιά ουσία.
Σε βλέπω όμως αρκετά επίμονο και περίεργο, ακόμη, θα έλεγα. Συνεχίζεις ακόμη να διαβάζεις. Μα αφού σου είπα, αυτό το κείμενο δεν έχει τίποτα να σου δώσει. Εσύ εκεί. Επιμένεις. Σε έχει φάει η περιέργεια. Εχεις ήδη φτάσει στην μέση κι όμως συνεχίζεις ακόμη να διαβάζεις. Όταν όμως φτάσεις στο τέλος και συνειδητοποιήσεις ότι δεν έβγαλες τίποτα, μην τα βάλεις μαζί μου.
Εγώ σε είχα προειδοποιήσει. Για όλα φταίει η ακατανίκητη περιέργειά σου, που ενώ σου λέω, από την αρχή, ότι αυτό το κείμενο γράφτηκε απλά για να γραφτεί, εσύ εξακολουθείς να επιμένεις να το διαβάσεις ολόκληρο.
Σταμάτα να διαβάζεις τώρα. Όσο είναι ακόμη καιρός. Δείξε δυνατός. Δείξε ότι έχεις θέληση. Έχεις ακόμη λίγο χρόνο για να αλλάξεις γνώμη. Είσαι όμως τόσο ξεροκέφαλος που το έφτασες στο τέλος του. Και τώρα που το τέλειωσες, μπράβο σου! Τι κατάλαβες;
Ήταν ο θεός και κατέβηκε στην γη να δει πως φέρονται οι άνθρωποι στους συνανθρώπους τους. Ντύνεται σαν ζητιάνος και ξεκινάει.
Χτυπάει στο πρώτο σπίτι:
- Μήπως έχετε λίγα λεφτά να μου δώσετε;
- Δώσαμε, δώσαμε, του λένε.
Χτυπάει στο δεύτερο σπίτι:
- Μήπως έχετε λίγα λεφτά να μου δώσετε;
- Δώσαμε, δώσαμε, του λένε.
Χτυπάει στο τρίτο σπίτι:
- Μήπως έχετε λίγα λεφτά να μου δώσετε;
- Δώσαμε, δώσαμε, του λένε.
Χτυπάει και στο τέταρτο σπίτι:
- Μήπως έχετε λίγα λεφτά να μου δώσετε;
- Φιλαράκι, δεν έχω λεφτά, αλλά έχω τσιγαριλίκι. Θες ένα;
- Μέσα, λέει ο θεός.
Καπνίζει το τσιγαριλίκι και ο άλλος τον ρωτάει:
- Ένιωσες, φιλαράκι;
- Μπα...
- Σώπα ρε, και δεν σε είχα για σκληρό καρύδι...
Του δίνει μία πρέζα, την χτυπάει ο θεός.
- Ένιωσες;
- Μπα...
Εκνευρίστηκε ο άνθρωπος και του κάνει ένα κοκτέιλ από ναρκωτικά.
- Τώρα ένιωσες;
- Μπα, εγώ είμαι ο θεός αγόρι μου, και δεν νιώθω!
- Αν ένιωσες λέει!
Ένας Γενικός Διευθυντής μιας εταιρίας, επιβιβάζεται στο τρένο μαζί με έναν νεαρό υπάλληλο του για να πάνε Θεσσαλονίκη.
Δεν μπορούν να βρουν όμως άλλο μέρος να καθίσουν, εκτός απο ένα βαγόνι όπου απέναντι τους κάθεται μία γιαγιά με την όμορφη εγγονή της. Ύστερα απο λίγο, είναι φανερό ότι υπάρχει ενδιαφέρον μεταξύ των δυο νεαρών, απο τις ματιές που ανταλλάζουν. Στο ύψος της Λαμίας, το τρένο περνάει μέσα απο ένα τούνελ και στο βαγόνι γίνεται πίσσα σκοτάδι. Ξαφνικά, ακούγεται ο ήχος ενός φιλιού και ο θόρυβος απο ένα δυνατό χαστούκι. Όταν το τρένο βγαίνει απο το τούνελ, και οι τέσσερις κάθονται όπως πριν, αμίλητοι. Η γιαγιά σκέφτεται μέσα της :
"Θράσος που το είχε ο νεαρός να φιλήσει την εγγονή μου! Πάντως χαίρομαι που τον έβαλε στην θέση του με αυτό τo χαστούκι"
Ο Γεν. Διευθυντής, σκεπτόταν κάπως ενοχλημένος :
"Δεν ήξερα ότι ο νεαρός ήταν τόσο θαρραλέος για να φιλήσει τη κοπέλα! Σίγουρα όμως θα προτιμούσα να μην είχε αστοχήσει αυτή στο χαστούκι της γιατί αντί αυτόν πέτυχε εμένα"
Η εγγονή πάλι σκεφτόταν :
" Χάρηκα που με φίλησε ο τύπος, αλλά με στενοχώρησε που η γιαγιά μου τον χαστούκισε"Ο νεαρός υπάλληλος απο την άλλη, καθόταν με ένα χαμόγελο ικανοποίησης στο πρόσωπο του. "Κοίτα να δεις τι ωραία που είναι η ζωή μερικές φορές" σκεπτόταν, "πόσο συχνά έχει κάποιος την ευκαιρία να φιλήσει μια όμορφη κοπέλα και ταυτοχρόνως να τραβήξει και ένα χαστούκι στον Διευθυντή του!"