Ο Τζιράκης, ένας βοσκός από το χωριό Αβρακόντε Λασιθίου που συνελήφθη να κλέβει αρνιά στην Δίκτη, λίγο πριν γίνει η δίκη του λέει στον Δικηγόρο του ικετευτικά:
- Σώσε με, κύριε Δικηγόρε, και εγώ ... . ό,τι θες μου ζήτα. Και, όταν λέω ό,τι θες το εννοώ. Θες αυτοκίνητο θα σου το πάρω. Θες λεφτά, ένα-δυο εκατομμύρια, όσο θες, θα σου τα δώσω.
- Η υπόθεσή σας είναι δύσκολη, του απαντά ο δικηγόρος, όμως με δέκα εκατομμύρια, όσο κάνει μια μερσεντές, και συνάμα αν κάνεις ό,τι σου πω, θα αθωωθείς. Συμφωνείς ή όχι;
- Συμφωνώ και λέγε γρήγορα τι να κάνω;
- Λοιπόν, σε λίγο ό,τι σε ρωτά ο πρόεδρος του δικαστηρίου, τον συμβουλεύει ο δικηγόρος, εσύ θα απαντάς "μπεε..." και άφησε τα υπόλοιπα σε μένα, εντάξει;
- Εντάξει και παραντάξει, συμφωνεί ο Τζιράκης.
Σε λίγο ο πρόεδρος ρωτά τον κατηγορούμενο:
- Πως λέγεσαι κατηγορούμενε;
- Μπεε, απαντά αυτός.
- Ρε, σε ρώτησα πως σε λένε;
- Μπεε, απαντά και πάλι αυτός.
- Μήπως δεν ακούς, κατηγορούμενε; Από πού είσαι κατηγορούμενε;
- Μπεε, λέει πάλι αυτός.
Μετά από λίγο ο πρόεδρος του δικαστηρίου νευριάζει και λέει δυνατά στον εισαγγελέα και στους αστυνομικούς:
- Κύριε εισαγγελέα, ο άνθρωπος αυτός είναι τρελός, αστυνομικοί πάρτε τον από εδώ, αθώος!
Μετά από αυτό ο δικηγόρος φωνάζει τον Τζιράκη και του λέει θριαμβευτικά:
- Με παραδέχεσαι κ. Τζιράκη; Σε αθώωσα. Δώσε μου τώρα ό,τι συμφωνήσαμε και όποτε με χρειασθείς εδώ είμαι.
Και ο Τζιράκης του απαντά με τρελό ύφος:
- Μπέε!
Επιστρέφει η Κρυστάλω από την Αθήνα μετά απο 6 χρονια σπουδές με το πτυχίο Ιατρού.
Την περίμενε ο πατέρας της, ο Μήτσος, στο ΚΤΕΛ του χωριού να την παραλάβει. Μετά από αγκαλιές φιλία ξεκινούν ποδαρόδρομο για το σπίτι. Ρωτά η Κρυστάλω τον Μήτσο γιατί δεν ήλθε και η μάνα της, η Αλτάνα. Απαντά ο Μήτσος ότι είναι λίγο αδιάθετη γιατί έχει βγάλει ένα σπυρί στον κώλο. Κατευθυνόμενοι προς στο σπίτι έπεφταν δεξιά και αριστερά τα συγχαρητήρια στον Μήτσο για την κόρη του από όλους τους γειτόνες και συγχρόνως πολλοί ρωτούσαν που είναι η Αλτάνα και ο Μήτσος να απαντά ότι έχει βγάλει ένα σπυρί στον κώλο. Οπότε η κόρη λέει στον πατέρα της ότι δεν επιτρέπεται να εκφράζεται έτσι για την μάνα της και ότι καλύτερα θα ήταν να λέει ότι έχει βγάλει ένα σπυρί στον ΠΡΩΚΤΟ. Μετά από πολές προσπάθεις η Κρυστάλω κατάφερε και έμαθε στον πατέρα της την λέξη ΠΡΩΚΤΟΣ.
Οταν έφθασαν στο Σπίτι μετά από τα φιλιά και τις ευχές μαζεύτηκαν όλες οι γυναίκες μέσα στο σπίτι και οι άνδρες απέξω.
Οπότε όταν κάποιος ρώτησε τον Μήτσο τι έχει η γυναίκα του. Ο Μήτσος άρχισε λέγοντας ότι έχει ένα σπυρί στον... στον... στον... και μη μπορώντας να θυμηθεί την λέξη φωνάζει την κόρη του και της λέει:
- Ρε Κρυστάλλω, πώς μου είπες να λέω τον κώλο της μάνας σου;