Ποντιακά, Ποντιακα ανεκδοτα
Είναι μια μέρα ο Κωστίκας και ο Γιωρίκας, περπατάνε στο δρόμο, για μια στιγμή λέει ο Γιωρίκας:
- "Ρε Κωστίκα, δεν πάμε να παίξουμε μπάλα;"
- "Άντε πάμε", λέει ο Κωστίκας.
Πάνε λοιπόν στο γήπεδο αλλά για στιγμή λέει ο Γιωρίκας:
- "Ρε `συ, δύο άτομα είμαστε πως θα παίξουμε;"
- "Κοίτα", λέει ο Κωστίκας, "εγώ θα κάνω τους φιλάθλους και εσύ θα κάνεις τους παίχτες, καλά;"
- "Καλά", λέει ο Γιωρίκας.
Έτσι λοιπόν αρχίζουνε, ο Κωστίκας πάνω στις κερκίδες φωνάζει και ο Γιωρίκας τρέχει πάνω κάτω το γήπεδο. Εκεί που αρχίζουνε να φτιάχνουν ατμόσφαιρα, ο Κωστίκας παίρνει μια πέτρα και την πετάει στον Γιωρίκα. Γυρνάει ο Γιωρίκας και του λέει:
- "Καλά ρε Κωστίκα, είκοσι δύο ποδοσφαιριστές εμένα βρήκες να πετύχεις;"
Και γυρνάει και του λέει ο Κώστικας:
- "Σαράντα χιλιάδες κόσμο εμένα βρήκες να μου το πεις;"
Είναι ένας ταξιτζής και κόβει βόλτες στο κέντρο της Αθήνας.
Βρίσκει έναν πελάτη, και ο πελάτης λέει στον ταξιτζή να τον πάει στη Ρώμη. Ο ταξιτζής χωρίς καμιά αντίρηση τον πηγαίνει Ρώμη. Να τον βλέπεις να τρέχει... με 200. Μέσα σε 5 ώρες το πολύ τον έχει φτάσει κατευθείαν. Στο δρόμο του γυρισμού βρίσκει έναν Έλληνα:
- Ωωω, φίλε μου με σώζεις, λέει ο Έλληνας, από Αθήνα, από Αθήνα;
- Ναι ρε φίλε, μπες μέσα, εκεί πάω!
Συνεχίζουν το δρόμο τους και βρίσκουν άλλους δύο Έλληνες:
- Ωωωω, τι τύχη είναι αυτή ρε, λέει ο ταξιτζής, άντε μπείτε και εσείς μέσα.
Μετά από λίγο βρίσκουν και άλλον Έλληνα και ρωτάει ο ταξιτζής:
- Φίλε που πας;
- Χαλάνδρι.
- Όχι, ρε φίλε δεν ταιριάζει! Τα παιδιά από δω πάνε Περιστέρι.
Μία μέρα σε ένα στρατόπεδο κάπου στο πουθενά ο διοικητής της Μονάδας ειδοποιείται από το ΥΠΕΘ ότι ο υπουργός Κος Aκης Τσοχατζόπουλος θα περάσει για έλεγχο την επόμενη μέρα Σάββατο αιφνιδίως!
Πανικόβλητος ο διοικητής βγαίνει έξω και καλεί προσκλητήριο να δει ποιος έχει μείνει μέσα για το Σαββατοκύριακο για να βάλει κάνα φαντάρο της προκοπής σωματαρά στην Πύλη να υποδεχθεί τον κ. Τσοχατζόπουλο...
Τι να δει... όλοι χάλια, άρρωστοι, άπλυτοι, ξερακιανοί, μαστουρωμένοι εκτός ενός γίγαντα που είναι στην εντέλεια!
- Έλα δω παιδί, μου πως λέγεσαι;
- Στρατιώτης Πεζικού Γιωρίκας Τζιτζιρίδης κύριε διοικητά!
- Εύγε νέε μου... Αύριο πρωί πρωί εσύ θα πάς στην πύλη να την φυλάς και να με ειδοποιήσεις όταν φτάσει ο Τσοχατζόπουλος...
- Μάλιστα κύριε διοικητά!... Την άλλη μέρα 7 το πρωί ο Γιωρίκας στην εντέλεια στην πύλη άγρυπνος σκοπός! Κατά τις 7.30 χτυπάει το τηλέφωνο.
- Πυλη - μαλιστα;
- Έλα Γιωρίκα παιδί μου ο διοικητής είμαι! Ήρθε ο Τσοχατζόπουλος;
- Οχι κυριε διοικητα!
- Καλά θα σε ξαναπάρω...
Κατά τις 8.30 ξαναχτυπαει το τηλέφωνο...
- Μαλιστα;
- Έλα Γιωρίκα παιδί μου ο διοικητής είμαι πάλι! Ήρθε ο Τσοχατζόπουλος;
- Όχι ακόμα κυριε διοικητά!
- Καλά θα σε ξαναπάρω...
Κατά τις 10.30 χτυπάει πάλι το τηλέφωνο...
- Ναι ποιος είναι;
- Έλα Γιωρίκα παιδί μου ο διοικητής είμαι και πάλι. Τι γίνεται; Ήρθε ο Τσοχατζόπουλος;
- Τίποτα ακόμα κύριε διοικητά!
- Καλά θα σε ξαναπάρω...
Κατά τις 12.30 για μια ακόμα φορά χτυπαει το τηλέφωνο... Ο Γιωρίκας ψιλοζαλισμένος από τον ήλιο απαντάει...
- Εμπρός;
- Έλα ρε Γιωρίκα ο Διοικητής είμαι το κέρατό μου! Ήρθε ο Τσοχατζόπουλος;
- Μπααααααα όχι... κυριε Διοικητά!
- Καλά...
Κατά τις 3.30 o διοικητής ξαναπαίρνει τηλέφωνο. Ο Γιωρίκας κομμάτια τον έχει ψιλοπάρει τον υπνάκο...
- Ζζζζζζζζ... ναιιιιιιι;
- Έλα ! Ηρθε αυτός ο Τσοχατζόπουλος;
- Eμμμμμ μπαααααααα κύριε Διοικητά!
- Καλά θα σε ξαναπάρω...
Πάνω που κοιμότανε όρθιος ξαφνικά κατά τις 4 το μεσημέρι σκάει μια αυτοκινητάρα και σταματάει μπροστά στην πόρτα...
- ΖΖζζζζ παρακαλώ τι θέλετε; λέει ο Γιωρίκας στον οδηγό...
- Έλα νέος ήρθε ο Τσοχατζόπουλος, του λέει ο οδηγός...
- Που είναι ρε; λέει ο Γιωρίκας...
- Πίσω ρε μεγάλε, του λέει ο οδηγός.
Πάει ο Γιωρίκας χτυπάει το τζάμι, ανοίγει ο Τσοχατζόπουλος...
- Δε μου λες, λέει ο Γιωρίκας, εσύ είσαι ο Τσοχατζόπουλος;
- Ναι, λέει ο Τσοχατζόπουλος, εγώ είμαι, θέλεις κάτι;
- Βγές ρε μαλ*** από το αυτοκίνητο και πήγαινε άλλαξε γιατί σε ψάχνει ο διοικητής από το πρωί και θα σε γαμ*** !
Ξεκίνησαν ένας Τούρκος, ένας Γερμανός και ένας Πόντιος να διασχίσουν την έρημο.
Ο Τούρκος πήρε μαζί του πιλάφι, ο Γερμανός μπύρα και ο Πόντιος μια πόρτα αυτοκινήτου.
Συναντάνε κάποιον που ρωτάει τον Τούρκο:
- Γιατί κουβαλάς μαζί σου πιλάφι;
- Α, γιατί άμα πεινάσω, να έχω κάτι να φάω, λέει ο Τούρκος.
- Εσύ γιατί κουβαλάς μαζί σου μπύρα; ρωτάει τον Γερμανό.
- Α, γιατί άμα διψάσω, να έχω κάτι να πιω, λέει ο Γερμανός.
- Εσύ γιατί κουβαλάς μία πόρτα αυτοκινήτου; ρωτά τον Πόντιο.
- Α, γιατί άμα ζεσταθώ, να ανοίξω το παράθυρο και να δροσιστώ...