Κάποτε αποφάσισε να παντρευτεί ο Γιωρίκας και ο φίλος του ο Κωστίκας του λέει:
- Άααα... όλα κι όλα Γιωρίκα, καλή η κοπελιά αλλά πρέπει να είναι παρθένα. Άμα δεν είναι παρθένα να μην το αφήσεις. Μην το δεχτείς γιατί θα ξεφτιλιστείς σε όλο το χωριό. Το βράδυ μετά το γάμο λοιπόν όλο το χωριό περίμενε να δει τι θα γίνει αλλά από το δωμάτιο των νεόνυμφων ούτε τσιμουδιά.
- Θα είναι εντάξει η κοπελιά σκέφτηκαν όλοι οι χωριανοί.
- Tο δεύτερο βράδυ στα ξαφνικά μέσα στη νύχτα βγαίνει ο Γιωρίκας και αρχίζει να φωνάζει και να βρίζει μέσα στους δρόμους του χωριού, μέχρι που ξεσήκωσε όλο το χωριό.
- Τι τρέχει ρε Γιωρίκα, του λέει ο φίλος του ο Κωστίκας.
- Άσε με ρε Κωστίκα την άτιμη, τη βρωμιάρα, θα τη σκοτώσω την παλιοβρόμα, δεν είναι εντάξει!
- Μα καλά ρε Γιωρίκα, του λέει ο Κωστίκας εφόσον δεν ήταν εντάξει γιατί δεν ακούστηκες το πρώτο βράδυ;
- Γιατί το πρώτο βράδυ ήταν παρθένα...

Ο ευγενέστατος και μορφωμένος καθηγητής της Θεολογίας επισκέπτεται το σπίτι του περίφημου ρχιμανδρίτη, ο οποίος είναι ίνδαλμά του. Κουστουμαρισμένος, σένιος, φρεσκοξυρισμένος και τα σχετικά, χτυπά την πόρτα και, μόλις αντικρίζει το νεωκόρο, του λέει μελιστάλαχτα:
"Καλημέρα σας και ο Θεός μαζί σας. Θα μπορούσα, ίσως, να έχω την τύχη και την ευτυχία να συνομιλήσω μετά του Σεβασμιότατου;".
"Μπα...", λέει ξερά ο νεωκόρος.
"Μάλιστα. Αντιλαμβάνομαι. Μάλλον δεν έχει χρόνο στη διάθεσή του.
Θα μπορούσα, τότε, λοιπόν, έστω να του υποβάλλω απλώς τα σέβη μου;".
"Μπα, όχι τώρα. Ξεκουράζεται...", ξαναλέει,
Ψιλοχύμα, ο νεωκόρος. Ο θεολόγος αποφασίζει να κάνει σχολιάκι:
"Ω, αντιλαμβάνομαι. Αντιλαμβάνομαι. Κανένα πρόβλημα.
Κανένα απολύτως. Θα επιστρέψω αργότερα, όταν ο Σεβασμιότατος δεν θα βρίσκεται στις αγκάλες του Μορφέως...".
Και ο νεωκόρος:
"Ποιου Μορφέως, ρε μεγάλε; Απ όσο ξέρω... Βαγγέλη τον λένε τον κηπουρό"!
Στη Μόσχα η K. G. B. συνέλαβε τρεις κατασκόπους. Έναν ʼγγλο, ένα Γερμανό και ένα ... πόντιο. Τους μπουζουριάσανε στην ασφάλεια και αρχίσανε τις γνωστές μεθόδους "απόσπασης της αλήθειας..." Σε λίγες ώρες ο ʼγγλος είχε μαρτυρήσει τα πάντα στους ανακριτές του...
Μετά πήραν μέσα τον Γερμανό ο οποίος άντεξε λίγο παραπάνω στις περιποιήσεις. Πάντως σε δύο μέρες είχε αποκαλύψει τα πάντα. Για ποιόν δούλευε, ποια ήταν η αποστολή και οι συνεργάτες του...
Ήρθε κι η σειρά του πόντιου να ανακριθεί. Τον πήραν μέσα τα "τσακάλια" και τον αρχίσαν με το μαλακό:
- Θα μας πείτε για ποιόν δουλεύετε, κύριε;
Μιλιά ο πόντος.
Τον ξαναρωτάν. Τίποτα ο πόντιος. Τον αρχίζουν στο ξύλο, κουβέντα ο πόντιος. Τον βάλαν σε φωτιά, σε πάγο, τίποτα αυτός. Δεν έλεγε ν’ ανοίξει το στόμα του, κι αυτή η ιστορία πήρε πολλές μέρες.
Όλη την ημέρα τον βασανίζανε, και τον ρωτούσαν για ποιόν δουλεύει, όμως ο πόντιος ήταν παλικάρι...
Μια νύχτα ο δεσμοφύλακας έξω απ’ το κελί του πόντιου άκουσε κάτι περίεργα "γκουπ" και κάτι ψιθύρους. Έσκυψε στην κλειδαρότρυπα και βλέπει τον πόντιο, καταματωμένο, να παίρνει φόρα από τη μια άκρη του κελιού, να χτυπάει το κεφάλι του στον τοίχο και να λέει:
- Θυμήσου ρε για ποιόν δουλεύεις ! ...