Πάει μια φορά ένας Πόντιος στο νοσοκομείο. Με το που μπαίνει μέσα πλησιάζει τη ρεσεψιόν κρατώντας μια κουράδα γύρο στο ένα μέτρο μέσα σε ένα γυάλινο βάζο και ρωτάει την κοπέλα εκεί:
Πόντιος: Γεια σας , θα ήθελα να δω έναν οφθαλμίατρο.
Ρεσεψιονίστ: Προκτολόγο εννοείτε!
Πόντιος: Όχι δεσποινίς οφθαλμίατρο θέλω να δω.
Ρεσεψιονίστ: Μα κύριε μου από ότι βλέπω το πρόβλημα σας είναι…..
Πόντιος: Κοπέλα μου άσε τα σχόλια και πες μου που είναι ο οφθαλμίατρος.
Ρεσεψιονίστ: Πρώτο πάτωμα, πρώτη πόρτα αριστερά.
Πράγματι ξεκινάει ο Πόντιος ανεβαίνει τις σκάλες, κάνει αριστερά τι να δει! Γραφείο προκτολόγου. «Θα την π**ω την καρ**λα» σκέφτεται. Παίρνει πάλι αγκαζέ τι γυάλα με την κουράδα, και ξανάπαει στην ρεσεψιόν.
Πόντιος: Μωρή κα***α αν δεν μου πεις που είναι ο οφθαλμίατρος θα σου βάλω το κεφάλι μέσα στην γυάλα.
Η κοπέλα τρομοκρατημένη του δίνει αυτή τη φορά οδηγίες πώς να πάει σε οφθαλμίατρο. Ο Πόντιος ξεκινάει και αφού ανέβηκε μερικά πατώματα ανοίγει την πόρτα του οφθαλμίατρου λαχανιασμένος και με την κουράδα πάντα αγκαζέ. Τον βλέπει ο γιατρός με την κουράδα στην γυάλα και του λέει:
Γιατρός: Λάθος γραφείο κύριε, ο προκτολόγος είναι στο 4o πάτωμα.
Πόντιος: Εγώ οφθαλμίατρο χρειάζομαι γιατρέ!
Γιατρός: Μα τι λέτε κύριε μου! Είναι πασιφανές από το μέγεθος αυτής τις κουράδας ότι χρειάζεστε προκτολόγο!
Πόντιος: Όχι γιατρέ μου οφθαλμίατρο χρειάζομαι...
Γιατρός: Μα τι λέτε κύριε μου, σοβαρολογείτε….
Πόντιος: ... Μα γιατρέ μου θα με αφήσετε να ολοκληρώσω για να καταλάβετε γιατί χρειάζομαι οφθαλμίατρο;
Γιατρός: Aντε ολοκληρώστε κύριε να δούμε τι σχέση μπορεί να έχει ένας οφθαλμίατρος με μια κουράδα 1 1/2 μέτρο που χέζετε.
Και ο Πόντιος: Γιατρέ μου, δεν μπορώ να καταλάβω κάθε φορά που χέζω μια τέτοια κουράδα, δακρύζω!

Τρεις αγαπημένοι φίλοι ένας Ιταλός, ένας Γερμανός κι ένας Πόντιος δουλεύουν σε μία οικοδομή. Μόλις χτυπάει το καμπανάκι για κολατσιό βγάζουν ο καθένας το τάπερ του για να φάνε. Ο Γερμανός λοιπόν βλέποντας το φαγητό που του έχει φτιάξει η γυναίκα του λέει: όχι ρε γαμώτο, πάλι λουκάνικο Φρανκφούρτης θα φάω; Αν κι αύριο έχω το ίδιο φαγητό θα πέσω από την οικοδομή να σκοτωθώ! Ανοίγει και ο Ιταλός το τάπερ του, βλέπει το σπαγγέτι που του έφτιαξε η γυναίκα του και λέει: όχι ρε γαμώτο πάλι σπαγγέτι θα φάω σήμερα; Αν αύριο έχω το ίδιο κολατσιό θα πέσω κι εγώ από την οικοδομή. Ανοίγει κι ο Πόντιος και βλέπει κι αυτός το κολατσιό του και λέει: όχι ρε γαμώτο πάλι σάντουιτς θα φάω σήμερα; αν αύριο είναι το ίδιο κολατσιό θα πέσω κι εγώ από την οικοδομή να σκοτωθώ! Την άλλη μέρα δυστυχώς το κολατσιό όλων ήταν το ίδιο οπότε οι τρεις ορκισμένοι φίλοι ένας-ένας με τη σειρά του έπεσαν από την οικοδομή και σκοτώθηκαν. Στην κηδεία η χήρα του Γερμανού οδυρόμενη φώναζε:
"Aχ αντρούλη μου γιατί δεν μου το έλεγες ότι ήθελες άλλο φαγητό να σου φτιάξω;"
. Η γυναίκα του Ιταλού κι αυτή κλαίγοντας φώναζε:
"Aχ αντρούλη μου γιατί δεν μου είπες πως είχες βαρεθεί το σπαγγέτι να σου φτιάξω κάτι άλλο;"
Και η γυναίκα του Πόντιου:
"Aχ Γιορίκα μου γιατί; αχ αντρούλη μου γιατί; γιατί; γιατί; αφού μόνος σου το έφτιαχνες!"
Είναι σε ένα αεροπλάνο ένας γιατρός, ένας δικηγόρος, ένας πόντιος, ένας παπάς, και ένα πρεζόνι…..
Και το αεροπλάνο παθαίνει βλάβη με αποτέλεσμα να αρχίζει να πέφτει στο κενό….
Οι πέντε επιβάτες συνειδητοποιούν ότι υπάρχουν μόνο τέσσερα αλεξίπτωτα και αντί για πέμπτο αλεξίπτωτο είχε τοποθετηθεί κατά λάθος ένα sleeping-bag…
Έτσι λοιπόν σηκώνεται ο γιατρός και λέει «εγώ πρέπει οπωσδήποτε να σωθώ γιατί έχω μια πολύ σοβαρή επέμβαση το πρωί και αν δεν την κάνω εγώ ο ίδιος ο ασθενής θα πεθάνει…..»
Και παίρνει ένα αλεξίπτωτο και πέφτει……
Στην συνέχεια σηκώνεται ο δικηγόρος και λέει «αύριο έχω μια πολύ σημαντική δίκη και άμα δεν παρευρεθώ ένας αθώος θα πάει φυλακή για την υπόλοιπη του ζωή…..» Και παίρνει ένα αλεξίπτωτο και πέφτει…..
Μετά σηκώνεται ο πόντιος και λέει «επειδή εγώ σε όλα τα ανέκδοτα σώζομαι πρέπει να σωθώ και σε αυτό» Και παίρνει το τρίτο από τα τέσσερα αλεξίπτωτα και πέφτει….
Και τότε σηκώνεται ο παπάς και λέει στο πρεζόνι «νέε μου σήκω και πάρε το αλεξίπτωτο κατέβα στην γη και φτιάξε ξανά την ζωή σου για εμένα μην σε νοιάζει είμαι άνθρωπος του θεού και θα βρεθώ κοντά του…»
Τότε το πρεζόνι αφού κάνει μια τζούρα λέει στον παπά «παπά αραξεεε….»
- «Τι να αράξω παιδί μου γρήγορα δεν θα προλάβεις…»
Ξανά λέει το πρεζόνι (ύστερα από άλλη μια τζούρα) «παπά αραξεεε…»
- «Γρήγορα παιδί μου θα πεθάνουμε και οι δυο!» Λέει γεμάτος αγωνία για την τύχη του νέου ο παπάς….
Και τότε το πρεζόνι αφού κάνει άλλη μια τζούρα και τελειώνει το τσιγάρο του ξανά λέει « παπά άραξε ………ο πόντιος πήρε το sleeping-bag δεν πήρε το αλεξίπτωτο!»

Ήταν μια φορά ένας Άγγλος, ένας Γερμανός και ένας πόντιος, και είχαν χαθεί στη ζούγκλα. Σε μια στιγμή βλέπουν ένα λιοντάρι. Πιάνει ο Άγγλος μια πέτρα και την πετάει στο λιοντάρι, αυτή το πετυχαίνει στο δόξα πατρί και το λιοντάρι πέφτει κάτω νεκρό. Ενθουσιασμένοι οι άλλοι δύο, κοιτάζουν τον Άγγλο όλο απορία και συνεχίζουν να περπατάνε.
Μετά από λίγο βλέπουν ακόμα ένα λιοντάρι, πιο μεγάλο αυτή τη φορά, να έρχεται κατά πάνω τους. Πιάνει ο Γερμανός μια πέτρα, πιο μεγάλη, την πετάει στο λιοντάρι και αυτό πέφτει κάτω ξερό. Κατενθουσιασμένοι οι άλλοι δύο και χωρίς φόβο πλέον, συνεχίζουν το περπάτημα.
Σε λίγο, βλέπουν μια αγέλη από λιοντάρια να έρχεται κατά πάνω τους. Πανικοβλημένοι τώρα, κοιτάζουν γύρω τους και σκέφτονται:
- Ούτε πέτρες, ούτε ξύλα, ούτε ... Τίποτα δε μας σώζει τώρα. Να το βάλουμε στα πόδια!
Αρχίζουν, λοιπόν, να τρέχουν. Ο Άγγλος και ο Γερμανός βρίσκουν ένα ψηλό δέντρο και σκαρφαλώνουν πάνω του, ο πόντιος, όμως, κάθεται από κάτω.
- Βρε, ανέβα πάνω, του λένε οι άλλοι.
- Όχι, απαντά ο πόντιος.
Τα λιοντάρια συνεχίζουν να πλησιάζουν.
- Ανέβα πάνω, του ξαναλένε, θα `ρθουν και θα σε φάνε.
- Γιατί! Εγώ έριχνα τις πέτρες;, απαντά ο πόντιος.