Ο Κωστίκας ήταν βοσκός και αποφασίζει να πάει για δουλειά στη Γερμανία.
Αφήνει τα πρόβατά του στον Γιωρίκα και φεύγει. Μετά από χρόνια γυρίζει ο Κωστίκας απ΄ τη Γερμανία και βρίσκει τον Γιωρίκα στο καφενείο. Τον ρωτάει με μεγάλη αγωνία που είναι τα πρόβατά του. Ο Γιωρίκας του λέει ότι συνέβησαν 4 αρνητικά και 1 θετικό γεγονός.
Γιωρίκας:
- Θυμάσαι το τσοπανόσκυλο που είχες;
Κωστίκας:
- Ναι. Τι έπαθε;
Γιωρίκας:
- Τον πάτησαν τα πρόβατα πάνω στον πανικό τους.
Κωστίκας:
- Ποιον πανικό;
Γιωρίκας:
- Πήρε φωτιά το μαντρί.
Κωστίκας:
- Πώς πήρε φωτιά το μαντρί;
Γιωρίκας:
- Είχα ξεχάσει 1 κερί αναμένο απ΄ το μνημόσυνο της μάνας σου.
Κωστίκας:
- Τι; Πέθανε η μάνα μου. Από τι;
Γιωρίκας:
- Απ΄ την στεναχώρια που πέθανε ο πατέρας σου.
Κωστίκας:
- Πέθανε και ο πατέρας μου κι εγώ δεν ξέρω τίποτα. 4 αρνητικά είπες & 1 θετικό. Το θετικό ποιο είναι;
Γιωρίκας:
- Θυμάσαι το τεστ που είχες κάνεις για το ΕΙΤΖ;
Κωστίκας:
- Το θυμάμαι.
Γιωρίκας:
- Ε, βγήκε θετικό!

Ένας Πόντιος, ένας Αμερικανός, και ένας Γάλλος, Δραπέτευσαν από τις φύλακες ανδρών.
Εκεί που τρέχανε βρεθήκανε σε ένα δάσος και ανεβαίνουνε ο καθένας σε ένα δέντρο να κρυφτούνε .
Όταν οι τρεις αστυνομικοί ψάχνοντας φτάσανε στο δάσος, πηγαίνουνε κάτω από το δέντρο όπου είχε ανέβει ο Γάλλος και λένε:
- «Ξέρουμε
Ότι είσαι εκεί πάνω, Κατέβα κάτω.»
Ο Γάλλος σκέφτεται γρήγορα και λέει:
- «Τουίτ, Τουίτ, Τουίτ.»
Οι αστυνομικοί σκέφτονται «είναι ένα πουλί» και πηγαίνουνε στο άλλο δέντρο όπου είχε ανέβει ο Αμερικανός.
Και λένε:
- «Ξέρουμε ότι είσαι εκεί πάνω, Κατέβα κάτω.»
Ο Αμερικανός και αυτός σκέφτεται γρήγορα και λέει:
- «Γούού, Γούού, Γούού.»
Οι αστυνομικοί σκέφτονται «είναι μια Κουκουβάγια» και πηγαίνουνε στο άλλο δέντρο όπου ήταν ο Πόντιος.
Και πάλι λένε: :
- «Ξέρουμε ότι είσαι εκεί πάνω, Κατέβα κάτω.»
Ο Πόντιος σκέφτεται για λίγο . . . και λέει ««Μπέέέεε, Μπέέέεε, Μπέέέεε.»
Ο Γιορίκας, οδηγός μιας νταλίκας, τρέχει στην εθνική και γεμάτος χαρά τραγουδάει:
"Με λένε Γιορίκα και οδηγώ νταλίκα"
. Ξαφνικά, βλέπει μια καλόγρια να του κάνει ωτοστόπ! Σταματάει κι εκείνη τον παρακαλεί να την πάρει μαζί του. Ο Γιορίκας γλείφεται και ξαναγλύφεται κοιτάζοντας την και κάποια στιγμή της λέει:
"Τι ωραίο στήθος είναι αυτό που έχεις; μπορώ να το πιάσω λίγο;"
"Μια στιγμή τέκνο μου να δω αν το επιτρέπει η Βίβλος" λέει εκείνη.
"Όχι, όχι, απαγορεύεται" του λέει αφού την έχει ξεφυλλίσει. Εκείνος απτόητος συνεχίζει να τραγουδάει "με λένε Γιορίκα και οδηγώ νταλίκα"
. Σε λίγο της λέει ξανά:
"Τι ωραίο κυλοτάκι φοράς; μπορώ να το χαϊδέψω λίγο;"
" μια στιγμή τέκνο μου -λέει εκείνη- να δω αν το επιτρέπει η Βίβλος".
"Οχι,οχι απαγορεύεται κι αυτό"
. Ξανά το ρίχνει στο τραγούδι ο Γιορίκας! Σε λίγο της λέει:
"Τι ωραίο ποπό που έχεις, μπορώ να τον πιάσω λίγο; "
Ξανά ξεφυλλίζει η καλόγρια τη Βίβλο ψάχνοντας να βρει αν το επέτρεπε! Γεμάτη χαρά του λέει:
"Ααα, αυτό το επιτρέπει!" Κι ο Γιορίκας δεν χάνει την ευκαιρία, πιάνει τον ποπό της, κατεβαίνουν και απο το αυτοκίνητο κάνουν τη "δουλειά"
Τους και γεμάτος χαρά ξεκινάνε για τον προορισμό τους. Όταν πια έφτασαν και η καλόγρια τον χαιρέτησε, ο Γιορίκας τη ρωτάει:
"Δεν μου είπες πώς σε λένε όμως και περάσαμε τόσα πολλά μαζί!".
Και η καλόγρια απαντά:
"Με λένε Μικέ και πάω σε μασκέ!".

Ο Κωστίκας κι ο Γιωρίκας πάνε στη ζούγκλα να πιάσουν μαϊμούδες. Ακολουθούν την εξής ανορθόδοξη μέθοδο: Ο Κωστίκας απ το έδαφος πετάει πέτρες στις μαϊμούδες, για να πέσουν κάτω κι ο Γιωρίκας ανεβαίνει στο δέντρο και κουνάει τα κλαδιά, μπας και πέσει κάτω καμιά μαϊμού.
Μόλις τα καταφέρουν και πέσει η μαϊμού στο έδαφος, τρέχει ο σκύλος που χουν μαζί τους, τη μαγκώνει, τη γαμάει (δεν έχω καταλάβει γιατί) και την πετάει σ ένα κλουβί, ο Κωστίκας κλείνει την πόρτα του κλουβιού και ξαναρχίζουν την ίδια διαδικασία.
Όταν είχαν μαζευτεί καμιά τριανταριά, αποφάσισαν να πάνε για το σπίτι. Στο δρόμο όμως βλέπουν πάνω σ ένα δέντρο μια πολύ σπάνια μαϊμού. Αποφασίζουν να την πιάσουν. Ο Κωστίκας αρχίζει να πετάει πέτρες. Ο Γιωρίκας ανεβαίνει στο δέντρο και αρχίζει να κουνάει τα κλαδιά. Η μαϊμού δεν πέφτει όμως. Ο Γιωρίκας ανεβαίνει πιο ψηλά, σε πιο λεπτά κλαδιά και η κατάσταση γίνεται επικίνδυνη. Σε μια στιγμή βάζει τις φωνές.
- Κωστίκα, έχεις το τουφέκι;
- Ναι, ρε, το χω.
- Είναι γεμάτο και οπλισμένο; ξαναρωτάει ο Γιωρίκας.
- Ναι, οπλισμένο είναι αλλά δε θέλουμε να τη σκοτώσουμε! του απαντάει ο Κωστίκας.
- Να είσαι έτοιμος, λέει ο Γιωρίκας. ?μα πέσω εγώ, σκότωσε το ... σκύλο!
Ήταν ένα ζευγάρι Ποντίων που ήθελαν να κάνουν παιδιά αλλά δεν μπορούσαν.
Αφού είδαν και απόειδαν πήρε το αφτί τους για τον πεφωτισμένο Γέροντα Πορφύριο που θεράπευε ανίατες ασθένειες και βοηθούσε τις στείρες γυναίκες να αποκτήσουν παιδιά κι αποφάσισαν να πάνε να τον βρούνε. Ο σεβάσμιος Γέρων τους υποδέχτηκε μετά χαράς. Αφού τους ευλόγησε και τους συμβούλεψε να προσεύχονται στο Θεό και να έχουν βαθύτατη πίστη, τους είπε να πάνε στην Παναγία του Σουμελά να ανάψουν ο καθένας από μία λαμπάδα ίσαμε το μπόι του και πως η Παρθένος θα τους συμπονούσε και θα πραγματοποιούσε την επιθυμία τους.
Μετά από εκείνη τη συνάντηση το ζεύγος δεν ξαναφάνηκε. Μετά από έντεκα χρόνια ο πεφωτισμένος Γέρων είδε το ανδρόγυνο στον ύπνο του. Αποφάσισε, λοιπόν να πάει να τους βρει και να μάθει τι απέγιναν. Πήρε, λοιπόν, ένα ταξί και πήγε στο Πέραμα όπου διέμενε το ζεύγος. Χτύπησε την πόρτα και του άνοιξε ένα δεκάχρονο κοριτσάκι.
Π: Γεια σου, δε μένουν πια εδώ ο κύριος και η κυρία Γαβριηλίδου.
- Εδώ μένουν. Εγώ είμαι η κόρη τους.
Π: Δεν είναι κανείς άλλος στο σπίτι;
- Είναι τα άλλα εννιά αδελφάκια μου κι εγώ τα προσέχω.
Π: Κι η μαμά κι ο μπαμπάς που πήγαν;
- Πήγαν στην Παναγία του Σουμελά.
Π: Α, πήγαν να ευχαριστήσουν την Παναγία, έτσι;
- Όχι παππούλη, πήγαν να σβήσουν τις λαμπάδες.
Ένας γιος πάει τον πατέρα του σε ένα γιατρό, γιατί δεν νοιώθει καλά. Ο γιατρός κάνει τη διάγνωση και τους λέει ότι έχει καρκίνο και θα πεθάνει σε ένα μήνα. Καθώς γυρίζανε ο πατέρας ήθελε να πάει σε ένα μπαράκι για να μεθύσει και ο γιος δεν του χάλασε το χατίρι. Εκεί βρήκε κάποιους κολλητούς του και άρχισε να τους λέει ότι σε ένα μήνα θα πεθάνει γιατί έχει AIDS. Κάποια στιγμή ο γιός ξεμοναχιάζει τον πατέρα του και τον ρώτα:
- Γιατί τους λες ότι έχεις AIDS και όχι καρκίνο;
- Γιατί, ρε ηλίθιε, δεν θέλω να γα**νε τη μάνα σου όταν εγώ πεθάνω.