Κανονισμός Λειτουργίας για εταιρείες:
- Κανονισμοσ λειτουργιασ για ρεπο-απουσιεσ
Δεν δικαιολογείται. Ακόμα και ιατρική γνωμάτευση είναι άκυρη, διότι, εφόσον ήσασταν σε θέση να πάτε στο γιατρό, μπορούσατε να έρθετε και στην δουλειά.
- Θανατοσ συγγενη
Δεν δικαιολογείται. Δεν μπορείτε πλέον να κάνετε τίποτα για τον μακαρίτη και οποιοσδήποτε άλλος μπορεί να μεριμνήσει για τις απαραίτητες διαδικασίες.
Αν κανονίσετε να γίνει η κηδεία αργά το απόγευμα, μπορείτε να φύγετε μισή ώρα νωρίτερα, αν βέβαια έχετε ολοκληρώσει την δουλειά σας.
- Δικοσ σασ θανατοσ
Θα δείξουμε πλήρη κατανόηση, αρκεί να:
01. Μας ενημερώσετε εγκαίρως, ώστε να βρεθεί αντικαταστάτης.
02. Μας πάρετε τηλέφωνο το αργότερο ως τις 8.00 το πρωί για να λάβουμε τα αναγκαία μέτρα.
03. Μας υπογράψετε εσείς και ο γιατρός σας βεβαίωση ότι έχετε πεθάνει.
04. Αν δεν έχουμε και τις 2 υπογραφές, για τον χρόνο που είσαστε απών θα υπάρχουν κρατήσεις, μεταβιβαζόμενες στους κληρονόμους σας.
- Εγχειρησεισ
Απαγορεύονται. Σας έχουμε προσλάβει ακέραιους. Αφαίρεση ή αλλοίωση οποιουδήποτε οργάνου παραβιάζει το συμβόλαιο εργασίας.
- Αργυρη ή χρυση επετειοσ γαμου
Δεν δίνεται ρεπό. Αν είστε παντρεμένοι 25 ή 50 χρόνια με τον ίδιο άνθρωπο, τότε είστε πολύ ευτυχείς να έρχεστε στην δουλειά.
- Γενεθλια
Η γέννηση σας δεν είναι δικό σας κατόρθωμα. Γι αυτό δεν βλέπουμε τον λόγο να σας δώσουμε ρεπό.
- Ονομαστικη εορτη
Η εταιρία υποστηρίζει το απόρρητο των προσωπικών δεδομένων. Aρα η ονομαστική εορτή, που ισοδυναμεί με κοινοποίηση του μικρού σας ονόματος σε τρίτους, απαγορεύεται να εορτάζεται.
- Γεννηση παιδιου
Για τέτοια λάθη δεν δίνεται ρεπό. Η σύντομη ηδονή που νιώσατε κατά την σύλληψη είναι παροχή της εταιρείας.

Το σπίτι του χωρικού επισκέπτονται διάφοροι καθημερινά, που ενδιαφέρονται για την αγορά της αγελάδας. Την παρατηρούν, την χαϊδεύουν, την αγκαλιάζουν με το ένα χέρι και με το άλλο χέρι πιάνουν τα μαστάρια (βυζιά) της. Ο μικρός προσέχει τις κινήσεις των ξένων και ρωτά τον πατέρα του:
- Γιατί μπαμπά όλοι αυτοί χαϊδεύουν, αγκαλιάζουν και πιάνουν τα μαστάρια της αγελάδας μας;
- Διότι παιδί μου την αγελάδα θα την πουλήσω και κατ` αυτόν τον τρόπο εκτιμούν την αξία της.
Ο τετραπέρατος μικρός κατάλαβε αμέσως τι συμβαίνει και αρκετά στεναχωρημένος βρίσκει παρηγοριά στην αγκαλιά της μαμάς του.
Λίγες ημέρες αργότερα, επιστρέφοντας ο μικρός από το νηπιαγωγείο, βλέπει τη μαμά αγκαλιασμένη με τον γείτονα και να της χαϊδεύει τα βυζιά. Βάζει τα κλάμματα και με το που επιστρέφει ο μπαμπάς από τη δουλειά με ύφος αυστηρό του λέει:
- Μπαμπά την αγελάδα την πούλησες, αλλά τη μαμά δεν θέλω να την πουλήσεις...
Ήταν ο Τοτός με άλλα 2 παιδιά μέσα στο γραφείο του διευθυντή στο σχολείο. Λέει ο διευθυντής:
- Τι έκανες εσύ Γιώργο;
- Πέταξα μια καρέκλα στην καθηγήτρια, λέει αυτός.
- 2 μέρες αποβολή, του λέει ο διευθυντής.
- Τι έκανες εσύ Κώστα;
- Έβρισα την καθηγήτρια, λέει αυτός.
- 3 μέρες αποβολή! λέει ο διευθυντής.
- Τι έκανες εσύ Τοτέ;
- Πέταξα το στραγαλάκι στον τοίχο, λέει αυτός.
- Πήγαινε αμέσως στην τάξη, του λέει.
Την άλλη μέρα ήταν παλι στο γραφείο ο Τότος με αλλά 2 παιδιά. Λέει ο διευθυντής:
- Τι έκανες εσύ Γιώργο;
- Πέταξα μια καρέκλα στην καθηγήτρια, λέει αυτός.
- 2 μέρες αποβολή, του λέει ο διευθυντής.
- Τι έκανες εσύ Κώστα;
- Έβρισα την καθηγήτρια, λέει αυτός.
- 3 μέρες αποβολή! λέει ο διευθυντής.
- Τι έκανες εσύ Τοτέ;
- Πέταξα το στραγαλάκι στο τοίχο, λέει αυτός.
- Πήγαινε αμέσως στην τάξη, του λέει.
Την άλλη μέρα πάλι ο Τοτός με 2 παιδιά στο γραφείο και ένα παιδί που ήταν με όλο του το σώμα στο γύψο. Ρωτάει ο διευθυντής:
- Τι έκανες εσύ Γιώργο;
- Πέταξα μια καρέκλα στην καθηγήτρια, λέει αυτός.
- 2 μέρες αποβολή, του λέει ο διευθυντής.
- Τι έκανες εσύ Κώστα;
- Έβρισα την καθηγήτρια, λέει αυτός.
- 3 μέρες αποβολή!,λέει ο διευθυντής.
- Εσύ τι έκανες Τοτέ;
- Πέταξα το στραγαλάκι στον τοίχο κύριε, λέει αυτός.
Και ποιος είναι αυτός που έφερες μαζί σου Τοτέ; ρωτάει ο διευθυντής.
Ο Στραγαλάκης κύριε!
Ένας ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ κάθεται στο γραφείο του, και μέσα στη βαρεμάρα του, αποφασίζει να καθαρίσει επιτέλους τα ντουλάπια του. Βγάζοντας ένα σωρό φακέλους, φυλλάδια από πιτσαρίες και άχρηστα χαρτιά, βλέπει μπροστά του ένα λυχνάρι μέσα στη σκόνη.
- Ωραία αντίκα! Θα το πάρω να το βάλω πάνω από το τζάκι του σπιτιού μου! σκέφτεται, και το παίρνει μαζί του.
Στο σπίτι, εκεί που το καθαρίζει από τη σκόνη και το γυαλίζει, ξαφνικά ένα τζίνι πετάγεται μπροστά του.
- Μπορείς να πραγματοποιήσεις 3 ευχές σου! του λέει το τζίνι επιβλητικά.
- Θέλω μία μπίρα και δυο γύρους αμέσως τώρα!
... Και πριν προλάβει να τελειώσει, ΠΑΦ! μπροστά του δυο λαχταριστά τυλιχτά σουβλάκια και ένα τεράστιο ποτήρι μπίρα.
Αφού τα καταβροχθίζει μετά βουλιμίας, λέει:
- Τώρα θέλω να βρεθώ σε ένα τροπικό νησί, με πανέμορφες νυμφομανείς γυναίκες!
... Και ΠΑΦ! αμέσως βρίσκεται σε ένα νησί με πανέμορφες καλλονές να τον περιτριγυρίζουνε και να τον χαϊδεύουνε.
Σκέφτεται και την τρίτη του επιθυμία προσεκτικά, και λέει:
- Θέλω να μην ξαναδουλέψω ποτέ στη ζωή μου!
... Και ΠΑΦ!... ξαναβρίσκεται πάλι στο γραφείο του!...
Μια μέρα ένας άνδρας μπαίνει σε ένα πολυκατάστημα. Τον ρωτάει λοιπόν ο υπάλληλος του πολυκαταστήματος:
- "Τι θέλετε;"
- "Θέλω ένα ρουμπουντούμ.".
Απορημένος ο υπάλληλος φωνάζει τον αρχιπωλητή να δει τι θέλει ο άντρας. Έρχεται λοιπόν και ο αρχιπωλητής και ρωτάει τον άντρα:
- "Τι θέλετε", τότε αυτός απαντάει:
- "Θέλω ένα ρουμπουντούμ."
Τι να κάνει ο αρχιπωλητής φωνάζει το διευθυντή καθώς σκέφτηκε δε μπορεί να φύγει πελάτης δυσαρεστημένος. Έρχεται και ο διευθυντής και ρωτάει:
- "Τι θέλετε κύριε;"
- "Θέλω ένα ρουμπουντούμ"
Τότε αποφάσισαν να πάρουν τηλέφωνο το διευθυντή στη Βοστόνη. Τηλεφωνικά ο διευθυντής ρωτάει τον άντρα:
- "Μα τι ακριβώς θέλετε"
Αυτός όπως όπως πάντα απαντάει:
- "Μα σας είπα πως θέλω ένα ρουμπουντούμ."
Ούτε και ο διευθυντής στη Βοστόνη κατάλαβε τι είναι το ρουμπουντούμ και τότε έρχεται ο Κωστίκας που δούλευε στην αποθήκη του καταστήματος και του λέει ο αρχιπωλητής:
- "Έλα ρε Κωστίκα μπας και καταλάβεις τι θέλει αυτός."
Ρωτάει τότε και ο Κωστίκας και του λέει ο άντρας:
- "Θέλω ένα ρουμπουντούμ."
Τότε ο Κωστίκας τρέχει στην αποθήκη και επιστρέφει με ένα πακέτο το δίνει στον άντρα και αυτός ευχαριστημένος πληρώνει και φεύγει. Τότε όλοι μαζί ρωτούν τον Κωστίκα:
- "Τι ήθελε τελικά", και ο Κωστίκας απαντά ατάραχα:
- "Α! ένα ρουμπουντούμ", και φεύγει.
Ήταν κάποτε ένας Πόντιος, ένας μαύρος και ένας Κινέζος... Ήταν άνεργοι και έψαχναν για δουλειά. Βλέπουν μια πινακίδα:
ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΒΟΗΘΟΣ ! Πάει να δοκιμάσει ο μαύρος την τύχη του. Το αφεντικό εν τω μεταξύ ήταν ρατσιστής, όποτε τον πετάει έξω με τις κλοτσιές... Πάει ο Κινέζος, αλλά και αυτός φεύγει απογοητευμένος για τον ίδιο λόγο. Πάει και ο Πόντιος τον βλέπει το αφεντικό, τον κοιτάει καλά καλά και του λέει με ένα σίγουρο ύφος:
- Προσλαμβανεσαι!
Και του λέει ακόμα ότι θα αρχίσει δουλειά αύριο στις 7 το πρωί... Βγαίνει έξω από το μαγαζί ο Πόντιος και λέει στον Κινέζο (που μένανε στο ίδιο δωμάτιο) να τον ξυπνήσει αύριο στις 7 παρά τέταρτο για να έρθει να πιάσει δουλειά. Ο Κινέζος λέει εντάξει, αλλά από μέσα του λέει ότι δεν πρόκειται.
Το πρωί ο Κινέζος βάφει τον Πόντιο με μαύρη μπόγια και ο Πόντιος είναι ολόιδιος ο μαύρος. Ύστερα τον ξυπνάει στις 7 παρά πέντε. Ο Πόντιος αφού κατεβάζει Χριστοπαναγιές τρέχει να προλάβει. Στις 7 ήταν εκεί. Με το που τον βλέπει το αφεντικό (ο ρατσιστής) τον πετάει έξω επειδή νόμιζε ότι ήταν ΠΑΛΙ ο μαύρος. Κοιτάζεται ο Πόντιος στον καθρέφτη και συλλογίζεται:
- Βρε το βλάκα τον Κινέζο... Τον μαύρο πήγε και ξύπνησε!

Ένας παθιασμένος Νέο δημοκράτης έχει τόσο πολύ ψύχωση με το κόμμα του που όταν βλέπει γραφείο του ΠΑΣΟΚ σπάει τα τζάμια με μια σφεντόνα . Τελικά η γυναίκα του τον πάει σε μια κλινική μπας και ξεπεράσει αυτή του την ψύχωση .
Μετά από 1 μήνα ιατρικής παρακολούθησης αποφασίζει ο γιατρός να του κάνει ένα τεστ για να δει πως πάει :
- Λοιπόν λέει ο γιατρός για πες μου πόσο χρονών είσαι ;
- 35 , απαντά εκείνος .
- Ποιο είναι το πρώτο πράγμα που θα κάνεις μόλις βγεις από εδώ ;
- Θα πάρω τη σφεντόνα μου και θα σπάσω όλα τα γραφεία του ΠΑΣΟΚ .
Πάρτε τον μέσα λέει ο γιατρός . Μετά από 2 μήνες ο γιατρός αποφασίζει να τον εξετάσει ξανά για να δει πως πάει . Του κάνει διάφορες ερωτήσεις γενικώς για τη ζωή του και στο τέλος αποφασίζει να τον ρωτήσει την κρίσιμη ερώτηση .
- Ποιο είναι το πρώτο πράγμα που θα κάνεις αν βγεις από εδώ ;
- Θα πάω στη γυναικούλα μου γιατρέ μου.
- Έκπληκτος ο γιατρός του λέει :
- Μπράβο παιδί μου ! και μετά τι θα κάνεις ;
- Θα της βγάλω το μπλουζάκι και μετά τη φούστα .
- Ναι ; ακούει με έκπληξη ο γιατρός και μετά και μετά ;
- Μετά θα της βγάλω το σουτιέν .
Ο γιατρός τα έχει χάσει με την πρόοδο του ασθενή του .
- Τέλος θα της βγάλω το κυλοτάκι .
- Και μετά και μετά ; λέει κοκαλωμένος ο γιατρός .
- Μετά θα της σκίσω το κυλοτάκι θα πάρω το λάστιχο από την κυλόττα θα το βάλω στην σφεντόνα μου και θα σπάσω όλα τα γραφεία του ΠΑΣΟΚ !
- Μέσαααααααααα , φωνάζει ο γιατρός τρελαμένος .
Φθινόπωρο και πρώτη μέρα στα θρανία για τους μαθητές του αμερικανικού κολεγίου.
Η δασκάλα παρουσιάζει στα αμερικανάκια έναν καινούριο συμμαθητή τους, τον Ιάπωνα Σακίρο Σουζούκι (γιο του διευθυντή της Σόνυ) και το μάθημα αρχίζει με μικρές ερωτήσεις ιστορίας.
- «Για να δούμε λοιπόν, πόσο καλοί είστε στην αμερικανική ιστορία;» λέει η δασκάλα. «Ποιος είπε ; δώστε μου ελευθερία ή δώστε μου θάνατο;»
Κάποιοι μουρμουρίζουν αλλά κανείς δεν σηκώνει το χέρι του, εκτός από τον καινούριο:
- «Ο Πάτρικ Χένρυ το 1775 στη Φιλαδέλφεια», απαντά.
- «Μπράβο Σουζούκι, και ποιος είπε: ;Κυβέρνηση του λαού, από το λαό και για το λαό;», ξαναρωτά την τάξη η δασκάλα.
- «Ο Αβραάμ Λίνκολν, το 1863 στο Γκέτυσμπουργκ», απαντά και πάλι ο Σουζούκι.
Η δασκάλα κοιτάζει αυστηρά την τάξη και λέει:
- «Ντροπή σας! Ο Σουζούκι είναι γιαπωνέζος και ξέρει την αμερικανική ιστορία καλύτερα από σας!»
Τη σιωπή στην τάξη σπάει μια μικρή φωνή από τα πίσω θρανία:
- «Ρε δεν πάτε να γα**θείτε όλοι, μα**κες γιαπωνέζοι!»
- «Ποιος το είπε αυτό;» ρωτάει αυστηρά η δασκάλα.
Ο Σουζούκι σηκώνει το χέρι του και χωρίς να περιμένει λέει:
- «Ο στρατηγός Μακάρθουρ, το 1942, στη διώρυγα του Παναμά και ο Λι Ιακόκα, το 1982 στη γενική συνέλευση της Τζένεραλ Μότορς.
Η τάξη βυθίζεται στη σιωπή. «Θέλω να ξεράσω», ακούγεται μια ξεψυχισμένη φωνή.
- «Ποιος το είπε αυτό;» ξαναρωτάει με το ίδιο βλοσυρό ύφος η δασκάλα.
Και ο Σουζούκι πετάγεται πάλι:
- «Ο Τζορτζ Μπους ο πρώτος, στον πρωθυπουργό Τανάκα κατά τη διάρκεια επίσημου δείπνου στο Τόκιο το 1991».
Ένας μαθητής σηκώνεται όρθιος και ξεσπάει:
- «Ρε δε μας παίρνεις καμιά π**α, λέω γω!»
Και ο Σουζούκι, ψύχραιμα:
- «Μπιλ Κλίντον στη Μόνικα Λουίνσκι, το 1997, στο οβάλ γραφείο του Λευκού Οίκου».
Δυο τρεις μαθητές πετάγονται και φωνάζουν:
- «Α γα**σου ρε μα**κισμένο, Σουζούκι».
Ατάραχος ο γιαπωνέζος:
- «Βαλεντίνο Ρόσι, παγκόσμιο πρωτάθλημα μοτοσικλέτας, ράλι Νότιας Αφρικής, το 2002».
Κόλαση στην τάξη, οι μαθητές ουρλιάζουν και πετάνε καρέκλες, η δασκάλα έχει σωριαστεί λιπόθυμη και ξαφνικά ανοίγει η πόρτα και μπαίνει ο διευθυντής:
- «Ε, μα την Παναγία δεν έχω ξαναδεί τέτοιο μπου**έλο».
Και στο βάθος ακούγεται πάλι η φωνή του Σουζούκι:
- «Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας, Κώστας Καραμανλής, το 2004, στο πρώτο υπουργικό συμβούλιο της κυβέρνησής του».
Ήταν μία φορά ένας φαντάρος και φίλαγε σκοπιά. Ε, μετά από λίγες ώρες το φανταράκι το πήρε ο ύπνος οπότε κάποιοι άλλοι φαντάροι που το πήρανε χαμπάρι πάνε και του κλέβουν το όπλο. Μόλις ξυπνάει ο φαντάρος κοιτάει, πουθενά το όπλο.
- Ο ρε πο**στη μου τι γαμ**με τώρα, σκέφτεται.
Τι να κάνει, πάει στο λοχαγό για να ομολογήσει. Ο λοχαγός έξω φρενών του λέει ότι μόνο μια περίπτωση υπάρχει για να μην περάσει στρατοδικείο.
Λοχαγός: Θα σου ρίξω μια κλανιά. Δεν ξέρω τι θα κάνεις άλλα πρέπει να την πιάσεις και να μου την φέρεις πίσω. Συμφωνείς!
Φαντάρος: Σύμφωνοί κύριε λοχαγέ μου.
Λοχαγός: Έτοιμος;
Φαντάρος: Ναι κύριε λοχαγέ!
Λοχαγός: Πρρρρρ! Τρέξε πιαστεί ρε μα**κα!
Ο φαντάρος με τι μία αρχίζει να τρέχει. Πηδάει από το παράθυρο και γίνεται καπνός. Περνάνε 3 μέρες πουθενά ο φαντάρος. Την τέταρτη μέρα παρουσιάζεται στο γραφείο του λοχαγού μες τις μουτζούρες και με ξεσκισμένα ρούχα.
Λοχαγός: Τι έγινε παιδί μου; Την έπιασες την κλανιά;
Φαντάρος: Μάλιστα κύριε λοχαγέ μου!
Λοχαγός: Και που είναι για δώσε μου τι!
Φαντάρος: Πρρρρρ! Πάρτη κύριε λοχαγέ μου.
Ένα χειμωνιάτικο βράδυ ο κυρ-Γιώργης γύριζε κουρασμένος από τη δουλειά.
Καθώς προχωρούσε κατά μήκος του ήσυχου συνοικιακού δρόμου που βρισκόταν το σπίτι του, βλέπει τον φίλο του τον Νώντα να κάθεται σκεφτικός στα σκαλοπάτια του δικού του σπιτιού, που βρισκόταν στον ίδιο δρόμο και σε μικρή απόσταση από το δικό του.
- Τί συμβαίνει,Νώντα; Γιατί κάθεσαι εδώ με τέτοιο κρύο;
- Τί να γίνει, ρε Γιώργη, να... καπνίζει το τζάκι μου απόψε και βγήκα να πάρω μια ανάσα, με έπνιξε, βλέπεις ο καπνός...
- Α! Αυτό δεν είναι πρόβλημα,αδελφέ! Εγώ ξέρω από τέτοια, πάω μέσα να βρω την αιτία αμέσως...
Ανέβηκε τα λιγοστά σκαλιά τρέχοντας και πριν προλάβει ο Νώντας να πει λέξη, έσπρωξε τη πόρτα και μπήκε μέσα. Την ίδια στιγμή όμως μπαμ! του ήρθε ένα κούτσουρο, από κείνα που ήσαν δίπλα στο τζάκι, στο κεφάλι, ενώ μια γυναικεία φωνή ακούστηκε να στριγγλίζει και να λέει.
- Τόλμησες και μπήκες μέσα πάλι, βρε μπεκρούλιακα; Τσακίσου και βγες έξω, εκεί, στα σκαλιά θα κοιμηθείς απόψε...
Γύρισε ο καημένος ο κυρ-Γιώργης μπρος πίσω και κατέβηκε τα σκαλιά.
Περνώντας δίπλα από τον Νώντα που καθόταν εκεί, στην ίδια θέση ακούνητος, τον χτύπησε με συμπόνια στην πλάτη και του είπε.
- Μη στενοχωριέσαι, ρε φίλε! Πολλές φορές και το δικό μου τζάκι καπνίζει, τί να κάνουμε;
Ένας τύπος που δεν αισθάνεται πολύ καλά, πάει στο γιατρό, που του λέει ότι αν δεν αλλάξει τρόπο ζωής, δεν θα ζήσει για πολύ.
Όταν είπε στο γιατρό το πρόγραμμα της ημέρας του, ο γιατρός του είπε ότι, αντί να παίρνει το τραίνο, κάθε μέρα, για να πάει στη δουλειά του, θα έπρεπε να πηγαίνει με το σπόρ αυτοκίνητό του, με ανοικτή τη σκεπή, για να παίρνει καθαρό αέρα.
Αυτό έκανε ο ασθενής, αλλά δεν είδε βελτίωση.
Τότε ο γιατρός του σύστησε να αφήσει το αυτοκίνητο και να πάρει
Ποδήλατο. Ο τύπος διαμαρτύρεται ότι είναι μεγάλη απόσταση, ο γιατρός επιμένει και, τελικά, πάιρνει ποδήλατο. Αλλά καμιά βελτίωση πάλι.
Τότε ο γιατρός του είπε να πάρει ένα στεφάνι βαρελιού κι ένα ξυλάκι και να κυλάει το τσέρκι, κάθε πρωί, μέχρι το γραφείο του και μετά πίσω στο σπίτι, το βράδυ. Διαμαρτύρεται ο ασθενής, φωνάζει, αλλά στο τέλος πείθεται στο τέλος κι αγοράζει το τσέρκι.
- Πώς αισθάνεσαι; ρωτάει ο γιατρός.
- Περίφημα, λέει αυτός και συνεχίζει να τρέχει με το τσέρκι κάθε πρωί και κάθε βράδυ.
Κάποτε όμως, βρήκε το τσέρκι στραβωμένο και στραπατσαρισμένο, εκεί που το είχε παρκάρει, στο υπόγειο γκαράζ.
- Κάποιος έκανε όπισθεν και δεν το είδε. Δεν είναι δα και καμιά μεγάλη ζημιά, προσπαθεί να τον ησυχάσει ο γκαραζιέρης. Η ασφάλεια θα πληρώσει.
- Η ασφάλεια; Δεν είναι μεγάλη ζημιά; Μούτζωσε την ασφάλεια! Εγώ πώς θα πάω σπίτι μου τώρα, μου λες;