Eνας μηχανικός πεθαίνει και πάει κατα λάθος στην κόλαση.
Για λόγους πολιτικής όλοι οι μηχανικοί πάνε στον παράδεισο αλλά αυτός τους ξέφυγε. Κατεβαίνει στην κόλαση ο μηχανικός, άθλια η κατάσταση, πολύ ζέστη,φωτιές, λάβα, υδρατμοί, πανικός. Βρίσκει τον διάβολο του τα λέει ένα χεράκι και σε ένα μήνα μέσα έχει εγκαταστήσει κλιματισμό, υδρομασάζ,τουαλέτες και κυλιόμενες σκάλες. Παίρνει ο Θεός τηλέφωνο:
- Πως περνάτε εσείς εκεί κάτω; - Χάρμα, έχουμε ένα μηχανικό εδώ, δουλευταράς το παιδί, έφτιαξε τουαλέτες, υδρομασάζ, κυλιόμενες σκάλες...- Tι; Eγινε λάθος, δεν πρέπει να έχετε εσείς μηχανικούς, να τον στείλεις πίσω!- Τι λε ρε, έχουμε βάλει μπροστά για πισίνες αίθρια, πάρκα, σιγά μηνστον στείλω- Στείλε τον αμέσως διαφορετικά θα σου κάνω μήνυση!- Σοβαρά; Και που θα βρεις δικηγόρο;
O Ιησούς, φανερά ανήσυχος, συγκέντρωσε όλους τους Αποστόλους του σε ένα έκτακτο συνέδριο, εξαιτίας του προβλήματος της ταχείας αύξησης κατανάλωσης ναρκωτικών που επικρατεί σε όλη τη γη.
Μετά από πολύ σκέψη κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα με τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο, θα πρέπει να δοκιμάσουν και οι ίδιοι ναρκωτικά και έπειτα να αποφασίσουν για τον καλύτερο τρόπο που θα προχωρήσουν στην αντιμετώπιση του προβλήματος. Έτσι αποφάσισαν να στείλουν μια επιτροπή από μερικά από τα μέλη του συνεδρίου πίσω στη γη, για να συγκεντρώσουν διαφορετικά είδη ναρκωτικών. Η μυστική αποστολή έχει αποτέλεσμα και έτσι δυο μέρες μετά η επιτροπή επιστρέφει στον Παράδεισο. Ο Ιησούς, που βρισκόταν στην πόρτα, ανοίγει στον πρώτο Απόστολο:
- Ποιος είναι;
- Ο Παύλος.
Ο Ιησούς ανοίγει την πόρτα.
- Τι μας έφερες Παύλο;
- Χασίσι από το Μαρόκο.
- Πολύ καλά παιδί μου, έλα μέσα.
- Ποιος είναι;
- Ο Μάρκος.
Ο Ιησούς ανοίγει την πόρτα.
- Τι μας έφερες Mάρκο;
- Μαριχουάνα από την Κολομβία.
- Πολύ καλά παιδί μου, έλα μέσα.
- Ποιος είναι;
- Ο Ματθαίος.
Ο Ιησούς ανοίγει την πόρτα.
- Τι μας έφερες Ματθαίε;
- Κοκαΐνη από τη Βολιβία.
- Πολύ καλά παιδί μου, έλα μέσα.
- Ποιος είναι;
- Ο Ιωάννης.
Ο Ιησούς ανοίγει την πόρτα.
- Τι μας έφερες Ιωάννη;
- Κρακ από τη Νέα Υόρκη.
- Πολύ καλά παιδί μου, έλα μέσα.
- Ποιος είναι;
- Ο Λουκάς.
Ο Ιησούς ανοίγει την πόρτα.
- Τι μας έφερες Λουκά;
- Σπιντάκια από το Aμστερνταμ.
- Πολύ καλά παιδί μου, έλα μέσα.
- Ποιος είναι;
- Ο Ιούδας.
Ο Ιησούς ανοίγει την πόρτα.
- Τι μας έφερες Ιούδα;
- Το F. B. I.
Ένας παππούς κερδίζει μία βδομάδα δωρεάν διακοπές σε ένα ακριβό ξενοδοχείο. Ξεκινάει το πρωί για την θάλασσα και βλέπει οτι υπήρχε εκεί κοντά παραλία γυμνιστών και αποφασίζει να την επισκεφθεί.
Όπως ήταν ξαπλωμένος γυμνός ανάσκελα και έβλεπε γυναικείες κορμάρες να περνάνε απο μπροστά του άρχισε σιγά σιγά να του σηκώνεται. Ξαφνικά βλέπει μια κουκλάρα να φτάνει.
- Γεια σας, του λέει.
- Γειά, λέει ο παππούς.
- Με ζητήσατε; του λέει η γκόμενα.
- Εγώ κορίτσι μου; Όχι, κάποιο λάθος κάνεις.
- Εσείς μπορεί όχι, αλλά η φύση ναί, λέει αυτή και κάθεται στη σηκωμένη του παππού.
Μετά απο λίγο ευχαριστημένος ο παππούς γυρνάει μπρούμυτα και λιαζότανε. Ξαφνικά του φεύγει μια πορδή και βλέπει έναν αράπη να πλησιάζει.
- Γεια σας, του λέει.
- Γειά, λέει ο παππούς.
- Με ζητήσατε; του λέει ο αράπης.
- Εγώ όχι, παιδάκι μου, κάποιο λάθος κάνεις.
- Εσείς μπορεί όχι, αλλά η φύση ναί, λέει και τον πιάνει ο αράπης και του πετάει τα μάτια έξω.
Νευριασμένος ο παππούς μετά απο το συμβάν που του έτυχε στη παραλία γυρνάει στο ξενοδοχείο για να φύγει.
- Μα γιατί δεν είστε ευχαριστημένος; του λέει ο ρεσεψιονίστ.
- Ακου να σου πω, του απαντάει ο παππούς με σοβαρό ύφος, στην ηλικία μου, μου σηκώνεται μια φορά το χρόνο αλλά κλάνω 20 φορές την μέρα!
Ήτανε που λέτε δύο φίλοι Ιρλανδοί σε μία βάρκα και ψαρεύανε κάπου στον Ατλαντικό... Κάπου επειδή δεν τσίμπαγε, κάπου από το πολύ ποτό, τους παίρνει ο ύπνος...
Μετά από κανένα 10άωρο ξυπνάνε, και καταλαβαίνουν ότι τους έχει παρασύρει ένα δυνατό ρεύμα και έχουν χαθεί... Αρχίζουν να περιπλανιούνται με τα κουπιά μία μέρα, δύο μέρες, τρεις μέρες, τίποτα. Τους τελείωσαν τα φαγητά, το νερό, το κυριότερο η μπύρα... Εκεί λοιπόν που κλαίγανε τη μοίρα τους, βλέπουν ένα λυχνάρι να επιπλέει. Το παίρνουν, το τρίβουν, και τσούφφφφ πετάγεται ένα τζίνι από μέσα...
- Λοιπόν, κοιτάξτε κύριοι-λέει το τζίνι-επειδή έχω βαρεθεί αυτές τις ιστορίες με τις 3 ευχές και τα ρέστα, θα σας εκπληρώσω μία ευχή. Κανονίστε να είναι καλή!
Πετάγεται ο ένας από τους δύο...
- Θέλουμε να έχουμε όση μπύρα θέλουμε για την υπόλοιπη ζωή μας!
Κάνει το τζίνι έτσι, και αμέσως όλος ο ωκεανός γίνεται μπύρα!
Πετάγεται ο άλλος, βαράει μία σφαλιάρα σε αυτόν που είπε την ευχή...
- Ρε ηλίθιε! Τώρα θα πρέπει να κατουράς μέσα στη βάρκα!
Πάνε 3 φίλοι σε μια φάρμα να πιάσουνε δουλειά.
- Εσύ τι ξέρεις να κάνεις; ρωτάει τον πρώτο το αφεντικό.
- Εγώ, αφεντικό, βλέπω καλά. Όταν λέω καλά, εννοώ πολύ καλά.
- Εσύ τι ξέρεις να κάνεις; ρωτάει τον δεύτερο.
- Εγώ ακούω καλά, πολύ καλά, όχι αστεία τώρα.
- Εσύ τι ξέρεις να κάνεις; ρωτάει τον τρίτο.
- Εγώ βλαστημάω πολύ, δεν το πιάνει το μυαλό σου δηλαδή, άλλο πράμα, πάρα πολύ!
- Εσείς οι δυο μου κάνετε, λέει τo αφεντικό στους δυο πρώτους. Προσλαμβάνεστε. Εσένα δε σε θέλω, λέει στον τρίτο.
- Δεν γίνεται, του λένε κι οι τρεις με ένα στόμα. Εμείς πάμε πακέτο. Ή όλους, ή κανέναν.
Τι να κάνει τ αφεντικό τους προσέλαβε και τους τρεις.
- Για πάμε έξω, τους λέει, να μου δείξετε τις ικανότητές σας. Πώς με τέτοιες ικανότητες και δεν έχετε δουλειά;
Βγαίνουν έξω και λέει ο πρώτος:
- Αφεντικό, εκεί στην απέναντι πλαγιά, τον βλέπεις αυτόν που αρμέγει τη γελάδα;
- Τι να σου πω τώρα; λέει το αφεντικό. Σαν κάτι να βλέπω.
- Ε, αφεντικό, ετούτη τη στιγμή έφυγε μια τρίχα από την ουρά της γελάδας κι έπεσε μέσα στην καρδάρα με το γάλα.
- Τι είπες, ρε παιδί; Βλέπεις τόσο καλά μέχρι εκεί κάτω;
- Ναι, αφεντικό, λέει ο δεύτερος. Εγώ την άκουσα που έπεσε μέσα στο γάλα. Έκανε «πλιτς».
- Σώπα, ρε παιδί, έμεινε άφωνος ο αφεντικός. Ακούς τέτοια πράματα;
- Τώρα τι να σου πω αφεντικό; λέει ο τρίτος. Κάτι τέτοιες μαλακίες ακούω εγώ, αρχίζω τις βρισιές και μετά μας διώχνουνε!