Είναι σε ένα αεροπλάνο ένας Έλληνας, ένας Γερμανός και ένας Ιταλός.
Έρχεται ο Χάρος και τους λέει:
- Ήρθε η ώρα σας να πεθάνετε, κάντε την τελευταίο προσευχή σας.
Αρχίζουν να τον παρακαλάνε αυτοί και με τα πολλά ο Χάρος συμφωνεί:
- Θα πετάξετε ο καθένας κάτι στην θάλασσα και άμα το βρω θα πεθάνετε, ενώ αν δεν το βρώ θα σας χαρίσω την ζωή.
Πετάει ο Ιταλός ένα κουμπί.
Βουτάει ο Χάρος και σε μισό λεπτό το βρίσκει.
Πετάει ο Γερμανός μία τρίχα.
Βουτάει ο Χάρος και σε δύο λεπτά το βρίσκει.
Πετάει ο Έλληνας ένα άσπρο κουμπί.
Βουτάει ο Χάρος, ψάχνει, ψάχνει, ψάχνει για ώρες και δεν βρίσκει τίποτε...
Στο τέλος, βγαίνει αποκαμωμένος και λέει:
- Ιταλέ, θα πεθάνεις. Γερμανέ, θα πεθάνεις. Έλληνα, θα σου χαρίσω την ζωή! Θέλω όμως να μου πεις τί ήταν αυτό που πέταξες στην θάλασσα...
- Depon αναβράζον.
Πιάνει ο Θεός χώμα και νερό και πλάθει τον Αδάμ. Του φτιάχνει το σώμα, τον λαιμό, το κεφάλι, τα χέρια, τα πόδια, τον κοιτάει εξεταστικά και του φορμάρει και το πουλάκι. Φου-φου, του δίνει πνοή και τον ζωντανεύει.
Πιάνει ξανά χώμα και νερό κι αρχίζει να πλάθει την Εύα. Της φτιάχνει το σώμα, τα βυζάκια, τον λαιμό, το κεφάλι, τα χέρια, την περιεργάζεται, και ανάμεσα από τα πόδια, της ανοίγει με το δάχτυλο μια τρυπούλα. Φου-φου, της δίνει πνοή και την ξυπνά.
Ανοίγει τα μάτια η Εύα, κοιτάει το σώμα της, κοιτάει και του Αδάμ.
- Θεέ μου, του λέει, θέλω κι εγώ να μου βάλεις ένα από αυτό που του κρέμεται αυτουνού!
- Μη στεναχωριέσαι, κορίτσι μου, της λέει ο Θεός γελώντας. Δικό σου είναι. Απλώς το έδωσα σε αυτόν τον μαλάκα να το κουβαλάει!
Ήταν χειμώνας μεσάνυχτα περασμένες δώδεκα, κρύο, βροχή και κάποιος βάδιζε σε ένα ερημικό δρόμο.
Εκεί που βάδιζε αμέριμνος νιώθει κάποιον να το χτυπά απαλά στον ώμο του. Ταραγμένος χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει πίσω, επιταχύνει το βήμα του.
Μετά από λίγο πάλι τα ίδια. Επιταχύνει κι άλλο το βήμα του.
Δεν πρόλαβε να κάνει πέντε βήματα, πάλι νιώθει να το απαλό χτύπημα στον ώμο του.
Αρχισε να τον εκνευρίζει αυτή η κατάσταση και καθώς βάδιζε σκέφτεται:
"Αν με χτυπήσει πάλι τον ώμο, θα γυρίσω μία απότομα, θα τον δώσω μία κλωτσιά στα αρχίδια, να πέσει κάτω από τους πόνους".
Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη σκέψη του και να πάλι το χτύπημα στον ώμο του.
Πραγματικά, γυρίζει απότομα, δίνει μία δυνατή κλωτσιά στα αρχίδια του ανθρώπου που είχε μπροστά του και αντί να δει κάποιον να σφαδάζει από τον πόνο, βλέπει κάποιον να λύνεται στα γέλια.
Απορημένος τον ρωτάει:
- Καλά ρε τόσο αναίσθητος είσαι; Έφαγες τέτοια κλωτσιά στα αρχίδια κι εσύ γελάς;
- Δεν έχω αρχίδια, απαντάει ο άλλος.
- Και πως γίνεται αυτό;
- Είμαι Αρειανός.
- Και δεν έχετε αρχίδια; Και πως γαμάτε εσείς εκεί στον Αρη;
- Έτσι, του απαντάει ο Αρειανός και του χτυπάει πάλι τον ώμο.