Πεθαίνει ένας και πάει στον Aδη τον βλέπει ο Aγιος Πέτρος κοιτάζει τα κιτάπια του και του λέει:
- Έλα μαζί μου τέκνων μου να σε πάω στον Παράδεισο. Ευχαριστημένος λοιπόν ο άλλος ακολουθεί τον Aγιο Πέτρο για να πάει στον Παράδεισο. Όπως βαδίζουν λοιπόν σε ένα μακρύ διάδρομο βλέπει μια πόρτα. και κοιτάει μέσα και βλέπει τον Στράτο τον Διονυσίου να τραγουδάει στην πιστά και κόσμος πολύς να γλεντάει. ΑΑΑΑ εδώ είναι ο Παράδεισος σκέφτεται και μπαίνει μέσα.-Έλα εδώ του λέει ο Aγιος εδώ είναι κόλαση πιο κάτω είναι ο Παράδεισος. Συνεχίζουν λοιπόν να περπατάνε στον μακρύ διάδρομο και ο πεθαμένος σκέφτεται πόσο καλύτερα θα είναι ο Παράδεισος. Ξαφνικά ακούγονται μπουζούκια. ξανά γκόμενες χορεύουν πάνω στα τραπέζια πιάτα σπανέ λουλούδια χαμός γίνεται.-Επιτέλους εδώ είναι ο Παράδεισος σκέφτεται και κάνει να μπει μέσα.
- Έλα εδώ του λέει ξανά ο Aγιος Πέτρος εδώ είναι Κόλαση πιο κάτω είναι ο Παράδεισος. Τι να κάνει ο φουκαράς συνεχίζει να περπατάει ώσπου ξαφνικά συναντάνε μια πόρτα και του λέει ο Aγιος.-Εδώ είμαστε περνά μέσα. Μπαίνει λοιπόν και τι να δει; 2-3 γεροντάκια να κοιμούνται πάνω στο τραπέζι και απόλυτη ησυχία.
- Καλά Aγιε Πέτρο εδώ είναι ο Παράδεισος; ρωτάει αμήχανα.-Εδώ γιατί; Του άπαντα ο Aγιος.-Μα στην Κόλαση Aγιε έχουν μπουζούκια και περνάνε καλά.
- Και τι θες να κάνω ρε μεγάλε του απαντά ο Aγιος για 3 άτομα να πληρώνω και ορχήστρα;

Παει ο Χριστος στην Ιερουσαλημ προσπαθωντας να βρει τον πατερα του. Στο δρομο συνανταει καποιο γερο.
- Για που το εβαλες, λεβεντη μου;
- Ψαχνω τον πατερα μου,που τον εχω χασει.
- Κι εγω ψαχνω τον γιο μου, που τον εχω χασει.
- Εμενα ο πατερας μου ειναι φτωχος.
- Κι εγω παιδι μου, παμφτωχος ειμαι.
- Ξερεις, ο πατερας μου εμενα ειναι ξυλουργος.
- Κοιτα συμπτωση! Και γω ξυλουργος ειμαι!
- Υπαρχει και κατι αλλο, παραξενο με μενα. Δεν γεννηθηκα με... φυσιολογικη γεννα.
- Μα, κι εμενα το παιδι μου! Δε γεννηθηκε με φυσιολογικη γεννα!
Κοιταζονται για λιγα δευτερολεπτα και κλαιγοντας πεφτει ο ενας, στην αγκαλια του αλλου.
- Πατερα!
- Πινοκιο!
Ήταν χειμώνας μεσάνυχτα περασμένες δώδεκα, κρύο, βροχή και κάποιος βάδιζε σε ένα ερημικό δρόμο.
Εκεί που βάδιζε αμέριμνος νιώθει κάποιον να το χτυπά απαλά στον ώμο του. Ταραγμένος χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει πίσω, επιταχύνει το βήμα του.
Μετά από λίγο πάλι τα ίδια. Επιταχύνει κι άλλο το βήμα του.
Δεν πρόλαβε να κάνει πέντε βήματα, πάλι νιώθει να το απαλό χτύπημα στον ώμο του.
Αρχισε να τον εκνευρίζει αυτή η κατάσταση και καθώς βάδιζε σκέφτεται:
"Αν με χτυπήσει πάλι τον ώμο, θα γυρίσω μία απότομα, θα τον δώσω μία κλωτσιά στα αρχίδια, να πέσει κάτω από τους πόνους".
Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη σκέψη του και να πάλι το χτύπημα στον ώμο του.
Πραγματικά, γυρίζει απότομα, δίνει μία δυνατή κλωτσιά στα αρχίδια του ανθρώπου που είχε μπροστά του και αντί να δει κάποιον να σφαδάζει από τον πόνο, βλέπει κάποιον να λύνεται στα γέλια.
Απορημένος τον ρωτάει:
- Καλά ρε τόσο αναίσθητος είσαι; Έφαγες τέτοια κλωτσιά στα αρχίδια κι εσύ γελάς;
- Δεν έχω αρχίδια, απαντάει ο άλλος.
- Και πως γίνεται αυτό;
- Είμαι Αρειανός.
- Και δεν έχετε αρχίδια; Και πως γαμάτε εσείς εκεί στον Αρη;
- Έτσι, του απαντάει ο Αρειανός και του χτυπάει πάλι τον ώμο.