Οικογενειακα-ανεκδοτα, Οικογενειακά

Ήταν ένα αντρόγυνο και μια φορά η γυναίκα ρωτάει τον άντρα:
- Τι θα έκανες αν πέθαινα;
- Τι εννοείς τι θα έκανα; απαντά εκείνος.
- Θα ξαναπαντρευόσουν;
- Όχι, βέβαια, λέει εκείνος.
- Μα δεν σ αρέσει να είσαι παντρεμένος;
- Ε, μ αρέσει.
- Τότε γιατί δεν θα ξαναπαντρευόσουν;
- Ε, καλά θα ξαναπαντρευόμουν.
- Και θα κοιμόσουν στο κρεβάτι μας;
- Ε, ναι θα κοιμόμουν νομίζω.
- Αχα, λέει η γυναίκα του. Και θα την άφηνες να φοράει τα παλιά μου ρούχα;
- Αν εκείνη το επιθυμούσε, νομίζω πως ναι.
- Αλήθεια; Και θα έπαιρνες όλες τις φωτογραφίες μου και θα τις άλλαζες με δικές της;
- Ε, μάλλον έτσι θα έκανα. Αυτό πρέπει να είναι και το σωστό.
- Έτσι ε; Και θα την άφηνες να παίζει με τα μπαστούνια μου του γκολφ;
- Όχι, βέβαια, απαντά εκείνος. Είναι αριστερόχειρας...
Ο αγρότης παράγγειλε το τελευταίο μοντέλο μιας αρμεχτικής μηχανής, του το στείλανε, το παρέλαβε και μια κι η γυναίκα του έλειπε εκείνη την ημέρα, αποφάσισε να το δοκιμάσει στον εαυτό του πρώτα. Βάζει το μηχάνημα στην πρίζα, τοποθετεί το πέος του στην κατάλληλη υποδοχή, γυρνάει το διακόπτη και... τα υπόλοιπα γινόντουσαν μόνα τους, αυτομάτως!
Μετά από λίγο διαπίστωσε ότι η μηχανή τον ικανοποιούσε περισσότερο απ ότι τον ικανοποιούσε η γυναίκα του. Όταν τέλειωσε τη δουλειά του κι έφτασε στο... αποκορύφωμα (πολύ ποιητικό αυτό!) και λέρωσε και το πάτωμα, εκεί ένα γύρω, γιατί δεν είχε πάρει κάδο, προσπάθησε να το σταματήσει το μηχάνημα, αλλά δεν ήξερε πώς. Πάτησε όλα τα κουμπάκια
Του μηχανήματος, αλλά αυτό τίποτα, συνέχιζε τη δουλειά του. Προσπάθησε να βγάλει το πέος του απ την υποδοχή, (αμ, δίκιο είχες ο πατέρας μου, που μου λεγε αυτό και την υπογραφή μου να προσέχω πού βάζω), τίποτα.
Διάβασε τις οδηγίες, αλλά δε φωτίστηκε και πολύ. Τελικά αναγκάστηκε να πάρει τηλέφωνο την εταιρεία.
- Αγόρασα τη τάδε μοντέλο σας αρμεχτικής μηχανής. Δουλεύει περίφημα και είμαι πολύ ικανοποιημένος, αλλά πώς το βγάζω απ το μαστάρι της γελάδας;
- Μη σας νοιάζει για τίποτα, του είπαν από την εταιρεία. Η μηχανή έχει όλους τους αυτοματισμούς και θα αποσυνδεθεί μόνη της μόλις συμπληρώσει 20 λίτρα γάλα απ τον κάθε μαστό.

Ένα νιόπαντρο ζευγάρι ξεκίνησε για το μήνα του μέλιτος με τρένο, όμως όλα ήταν πιασμένα και έτσι ο εισπράκτορας τους έβαλε μαζί με έναν γέρο.
- Ο γέρος ούτε ακούει, και κοιμάται συνέχεια άρα θα είστε ελεύθεροι να κάνετε ότι θέλετε.
Οι νεόνυμφοι συμφώνησαν και πήγαν μαζί με τον γέρο.
Το βράδυ και ενώ έπεσαν να κοιμηθούν ήθελαν να κάνουν έρωτα. Λέει η γυναίκα:
- Μα δεν πρέπει, είναι και ο γεράκος εδώ.
- Δεν πειράζει θα κάνουμε σιγά.
- Καλά.
Αρχισαν να κάνουν έρωτα και μόλις ζεστάθηκε το πράγμα άρχισε να λέει ο άντρας:
- Τι κάνουμε τώρα;
- Τον διάδοχο.
- Και τι θα είναι;
- Αγόρι.
- Και τι θα τον κάνουμε;
- Επιστήμονα.
Εκείνη τη στιγμή ακούγεται ένας θόρυβος και το τρένο εκτροχιάζεται.
Μόλις σταμάτησε το βαγόνι σηκώνεται ο γέρος και λέει:
- Πάρε εσύ το σλιπάκι σου, πάρε και εσύ το σώβρακό σου.
Και σκουπίζοντας το μάτι του τους λέει:
- Πάρτε και τον επιστήμονα!
Ήταν μια κοπέλα που είχε αρραβωνιαστεί πρόσφατα και ένα βράδυ θα πήγαινε να κοιμηθεί στο σπίτι του αρραβωνιαστικού της. Τη συμβούλεψε λοιπόν η μάνα της.
- Τώρα που θα πας στον αρραβωνιαστικό σου αυτός σίγουρα θα θελήσει να κοιμηθείτε μαζί. Αυτό, παιδί μου, δεν είναι και τόσο κακό. Αν όμως εκεί που θα σε φιλάει σου πιάσει το στήθος εσύ να του πεις:
"Μη εδώ έχει αγκάθια και τσιμπάει."
Αν σε πιάσει πιο κάτω να του πεις:
"Εδώ είναι φούρνος και καίει." Κατάλαβες τι θα κάνεις κόρη μου;
- Κατάλαβα, απάντησε η κόρη.
Το βράδυ λοιπόν πήγε η κοπέλα στο σπίτι του αρραβωνιαστικού της κι όταν εκεί που τη φιλούσε προχώρησε το χέρι του και της έπιασε το στήθος αυτή του είπε:
- Μην με πιάνεις εδώ. Εδώ έχει αγκάθια και θα τσιμπηθείς.
Όταν πήγε να την πιάσει πιο κάτω του είπε πάλι:
- Μην με πιάνεις ούτε εδώ. Εδώ είναι φούρνος και θα καείς.
Τότε της είπε αυτός:
- Ωραία, έχω ένα λουκάνικο να ψήσω.
Την άλλη μέρα πήγε η κοπέλα στην μαμά της κι εκείνη την ρώτησε:
- Τι έγινε κόρη μου; Έκανες ότι σου είπα;
- Ότι μου είπες έκανα μάνα. Αλλα όταν του είπα ότι εδώ είναι φούρνος και καίει μου είπε ότι είχε ένα λουκάνικο να ψήσει.
- Και τι έγινε κόρη μου; ρώτησε ταραγμένη η μάνα.
- Τι να σου πω, ρε μάνα. Έγινε κάτι πολύ παράξενο. Όλη νύχτα έψηνε το λουκάνικο και το πρωί μου το δώσε ωμό να το φάω.