Ο κυρ-Κώστας και η κυρα-Φρόσω είναι παντρεμένοι για 50 χρόνια και έχουν περάσει τα 70.
Όλη του τη ζωή ο κυρ-Κώστας ονειρευόταν ένα ζευγάρι παπούτσια απο δέρμα κροκοδείλου και αποφάσισε ότι ήρθε επιτέλους η στιγμή να τα πάρει.
Μπαίνει λοιπόν στο σπίτι του με τα καινούργια του παπούτσια και ρωτάει τη γυναίκα του.
- Λοιπόν γυναίκα, βλέπεις κάτι το διαφορετικό επάνω μου;
- Τι το διαφορετικό μπορεί να έχεις Κώστα μου; Φοράς το ίδιο πουκάμισο όπως πάντα και το ίδιο παντελόνι όπως πάντα...
Ο κυρ-Κώστας δεν το βάζει κάτω. Πάει στο υπνοδωμάτιο , βγάζει όλα του τα ρούχα, εκτός απο τα παπούτσια και τσίτσιδος επανέρχεται.
- Τώρα , βλέπεις κάτι διαφορετικό επάνω μου; την ξαναρωτά.
- Τι το διαφορετικό Κώστα μου; Κρέμεται προς τα ... Κάτω όπως πάντα, του απαντά.
Προσβεβλημένος ο κυρ-Κώστας βάζει τις φωνές!
- Ακριβώς! Και ξέρεις γιατί κρέμεται προς τα κάτω; Γιατί κοιτάζει τα καινούργια μου παπούτσια!
- Ε, τότε καλύτερα να αγόραζες καινούργιο καπέλο!

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα πολύ πολύ μικρό σπουργιτάκι.
Το σπουργιτάκι αυτό θαύμαζε πάρα πολύ τα χελιδόνια και το όνειρό του ήταν να τα ακολουθήσει κάποτε στα αποδημητικά τους ταξίδια. Έναν χειμώνα λοιπόν, μόλις ξεκίνησαν τα χελιδόνια για
Όπου τέλος πάντων πηγαίνουν τα χελιδόνια τον χειμώνα, τα πήρε από πίσω. Ήταν όμως πολύ αδύναμο το καϋμένο, μικρούλικο, δεν μπορούσε να τα προφτάσει, και τελικά από το κρύο και
Τις κακουχίες του ταξιδιού, έπεσε κοκαλωμένο στο έδαφος.
Έτυχε όμως να περνάει από εκεί μια αγελάδα και έτυχε (πάλι) να χέσει επάνω του.(Μια από τις παρενέργειες του να είσαι μικρούλης και αδύναμος είναι μια σειρά από χαριτωμένες αν και ανεξήγητες συμπτώσεις). Η ζέστη από τα κόπρανα της αγελάδας συνέφερε το σπουργιτάκι, που από τη χαρά του που ήταν ακόμη ζωντανό άρχισε να κελαηδάει. Μια περαστική γάτα,
Άκουσε το κελάηδημά του, όρμισε επάνω του και αφού το καθάρισε από το σκατά, το έφαγε.
Τα ηθικά διδάγματα της ιστορίας:
1.-Αυτός που σε ρίχνει στα σκατά, δεν είναι απαραίτητα και εχθρός σου.
2.-Αυτός που σε βγάζει από τα σκατά, δεν είναι απαραίτητα και φίλος σου.
3.-Και όταν είσαι τρομερά ευτυχισμένος, κράτα το γαμημένο το στόμα σου κλειστό...
Μπαίνει ένας ελεύθερος σκοπευτής σε ένα κατάστημα που πουλάνε όπλα και ζητάει ένα όπλο μεγάλης απόστασης με διόπτρα. Ο υπάλληλος βγάζει αμέσως το καλύτερο και του λέει δείχνοντας έξω από το παράθυρο :
- "Αυτό το όπλο είναι τόσο καλό που μπορείς να δεις από εδώ μέσα στο σπίτι μου που είναι εκεί πάνω στον λόφο».
Ο πελάτης ρίχνει μια ματιά προς το σπίτι με την διόπτρα και αρχίζει να γελάει.
- «Που είναι το αστείο;» του λέει ο υπάλληλος.
- «Βλέπω ένα γυμνό άνδρα να κυνηγάει μια γυμνή γυναίκα στο σπίτι σου» απαντά ο πελάτης.
Αμέσως ο υπάλληλος βάζει το μάτι του στη διόπτρα και βλέπει την γυναίκα του γυμνή να κυνηγιέται με ένα γυμνό άνδρα. Έξαλλος γυρίζει στον πελάτη και του λέει:
- «Επειδή εγώ δεν ξέρω καλό σημάδι, θα σου δώσω 2 σφαίρες. Την μια θέλω να την φυτέψεις στο κεφάλι αυτής της που&*%ας και την άλλη στο πέ@ς αυτού του αλήτη.
Αν το κάνεις αυτό θα σου χαρίσω το όπλο».
- «Έγινε» απαντά ο πελάτης.
Βάζει το μάτι του στη διόπτρα και στοχεύει. Πριν πυροβολήσει σταματά και επιστρέφει την μια σφαίρα στον υπάλληλο.
- «Γίνεται και με μια...» του λέει.
Μια μέρα γυρνάει ο άντρας από τη δουλειά του και βρίσκει το σπίτι και τον κήπο άνω-κάτω.
Τα παιδιά, με τις πιζάμες τους ακόμη, παίζανε μέσα στη λάσπη και ήταν σε άθλια κατάσταση.
Προχωράει στο σπίτι και το βρίσκει σε ακόμη χειρότερη κατάσταση.
Πιάτα ένα σωρό στο νεροχύτη, το φαΐ του σκύλου χυμένο παντού, ένα σπασμένο ποτήρι κάτω από το τραπέζι.
Το καθιστικό είναι γεμάτο με παιχνίδια και ρούχα.
Πηγαίνει επάνω να δει τη γυναίκα του ανησυχώντας ότι μπορεί να ήταν άρρωστη, ή ότι είχε πάθει κανένα ατύχημα.
Τη βρήκε στην κρεβατοκάμαρα, να διαβάζει ένα βιβλίο. Τον κοίταξε και τον ρώτησε πώς ήταν η μέρα στη δουλειά. Αυτός την κοίταξε απορημένος και της λέει :
- Μα τι συνέβη εδώ σήμερα; ρώτησε.
Εκείνη του απάντησε:
- Ξέρεις, κάθε μέρα που έρχεσαι σπίτι από τη δουλειά, με ρωτάς τι έκανα όλη μέρα.
- Ε και λοιπόν;
- Ε λοιπόν σήμερα δεν το έκανα!

Μια κυβέρνηση τα πηγαίνει χάλια και κινδυνεύει να χάσει τις εκλογές. Μαζεύεται λοιπόν το υπουργικό συμβούλιο για να αντιμετωπίσει την κατάσταση.
"Παιδιά δεν πάμε καλά, θα χάσουμε την εξουσία, θα τα χάσουμε όλα. Κάτι πρέπει να κάνουμε" λέει ο πρωθυπουργός.
Πετάγεται ένας υπουργός και λέει:
"Θα κάνουμε ανακαίνιση! Θα αλλάξουμε τα γραφεία, τις καρέκλες, τους καναπέδες, τα πατώματα, τις κουρτίνες, όλα θα τα αλλάξουμε". Συμφωνούν και οι υπόλοιποι και ξεκινάνε να κάνουν σχέδια.
Κάποια στιγμή λοιπόν αργά, έρχεται η καθαρίστρια, τους βλέπει έτσι αναστατωμένους και με τα μούτρα στη δουλειά και λέει:
- "Τι γίνεται βρε παιδιά, τι πάθατε;"
"Δεν πάμε καλά σαν κυβέρνηση και αλλάζουμε τη διακόσμηση" της απαντούν.
Σηκώνει τους ώμους η καθαρίστρια διστακτικά "Τι έχεις" της λένε "γιατί αυτή η αντίδραση;"
- "Τι να σας πω βρε παιδιά" τους απαντάει αυτή. "Εγώ παλιά, πριν έρθω εδώ για δουλειά, δούλευα σε ένα μπορντέλο.
- Όταν δεν πηγαίνανε καλά οι δουλειές δεν αλλάζαμε τα έπιπλα, τις πουτάνες αλλάζαμε".