Ήταν ένας τυπάς που έκανε σκι στα Ιμαλάϊα όταν ξαφνικά μια τεράστια χιονοστιβάδα τον έκανε να λιποθυμήσει. Ξυπνάει λοιπόν σε ένα μοναστήρι και από πάνω του ξεπροβάλλουν ένα μάτσο μοναχοί. Του κάνει λοιπόν ο μεγάλος μοναχός:
- Φίλε θα σε φροντίσουμε, θα σε ταΐσουμε, θα σε κοιμίσουμε μέχρι να γίνεις καλά αρκεί να μην βεβηλώσεις την παρθένα κόρη μου, γιατί αλλιώς θα υποστείς... τα τέσσερα κινέζικα βασανιστήρια.. οκ;
- OK, λέει λοιπόν κι ο τυπάς ξαφνιασμένος... Εγινε!
Την πρώτη μέρα έκανε ένα γύρο στο μοναστήρι και είδε όλους πίνακες που υπήρχαν εκεί...
"Καταπληκτικοί" αναφωνεί και πάει να κοιμηθεί...
Την δεύτερη μέρα λοιπόν ο τύπος έκανε και πάλι ένα γύρο στο μοναστήρι και είδε όλα τα αγάλματα που υπήρχαν εκεί...
"Μεγαλειώδη έργα" αναφωνεί ξανά και πάει πίσω στο κρεβάτι του...
Την τρίτη μέρα αφού έκανε τον συνηθισμένο του γύρο στο μοναστήρι είδε την κόρη του μεγάλου μονάχου. Η κοπελιά ήταν πιο όμορφη και από τις πιο ζωηρές του φαντασιώσεις. Έτσι, εφάρμοσε όλη του τη γαλιφιά και μέχρι το βράδυ, αψηφώντας την προειδοποίηση του μοναχού, την κουτούπωσε!
Ξυπνάει την άλλη μέρα το πρωί ο ήρωας μας και συνειδητοποιεί ότι βρίσκεται στη στέγη του μοναστηριού ... Ρίχνει ένα βλέφαρο στα χέρια του και κοζάρει δυο χοντρές αλυσίδες και ένα ταμπελάκι που έλεγε:
"1ο Κινέζικο βασανιστήριο: Τα χέρια σου είναι δεμένα με αλυσίδες"
"Σιγά" λέει "αυτά εγώ τα μασάω"
Και μπρατσαράς καθώς ήταν σπάει τις αλυσίδες. Κοιτάει μετά κάτω και βλέπει μια τεράστια κοτρόνα να βρίσκεται πάνω στην κοιλιά του και ένα ταμπελάκι που να λέει:
"2ο Κινέζικο βασανιστήριο: Μια πέτρα είναι πάνω στην κοιλιά σου."
Αρχισε να γελάει ο τύπος με τα βασανιστήρια και την ασχετοσύνη των μοναχών. Σαν ρωμαλέο παλικάρι, σηκώνει την κοτρόνα και την πετάει στο γκρεμό. Κάτω από την πέτρα όμως, βλέπει ένα τρίτο ταμπελάκι..
"3ο Κινέζικο βασανιστήριο: Το αριστερό σου αρχίδι είναι δεμένο στην πέτρα."
Πανικόβλητος λοιπόν ο τύπος πηδάει μαζί με την πέτρα στο γκρεμό για να σώσει την οικογένεια... Και ενώ βρισκόταν σε κάθετη πτώση, διακρίνει στον πάτο του γκρεμού μία τεράστια ταμπέλα με μεγάλα γράμματα που έλεγε...
"4ο Κινέζικο βασανιστήριο: Το άλλο σου αρχίδι είναι δεμένο πάνω στην στέγη"
Ένας νεαρός αφήνει τη φίλη του στο σπίτι της, μετά από ένα ραντεβού τους. Όταν φτάσανε στην πόρτα του σπιτιού της, στηρίζεται με το ένα χέρι του στον τοίχο και της λέει:
- Θα μου πάρεις μια πίπα;
- Τι; Είσαι τρελός;
- Μη σε νοιάζει, θα κάνουμε γρήγορα, λέει αυτός.
- Όχι! Κάποιος μπορεί να μας δει.
- Μα έλα τώρα. Μια μικρή πίπα, επιμένει αυτός. Αλλωστε το ξέρω ότι σ αρέσει.
- Όχι! Είπα όχι!
- Μωρό μου, μη μου το κάνεις αυτό.
Ξαφνικά η μικρότερη αδελφή της κοπέλας εμφανίζεται στην πόρτα, αγουροξυπνημένη, τρίβοντας τα μάτια της. Τους κοιτάζει και τους δυο και λέει:
- Ο μπαμπάς είπε είτε εσύ να του πάρεις μια πίπα, είτε εγώ να του πάρω μια πίπα, είτε να σηκωθεί εκείνος και να έρθει να του πάρει μια πίπα, αλλά, για όνομα του θεού, πέσ του δικού σου να πάρει το χέρι του απ
Το θυροτηλέφωνο, για να μπορέσουμε να κοιμηθούμε λιγάκι.
Μια μέρα στην κόλαση ο διαβολάκος πιάνει τον πατέρα του τον εωσφόρο να απατάει την μητέρα του βρίσκει την ευκαιρία λοιπόν να εκβιάσει τον πατέρα του ο οποίος τρέμει την κα διαβολινα!
Διαβολάκος: Πατέρα την έβαψες! θα πω στην μαμά πως πη**σουν με άλλες και ποιος σε σώζει!
Εωσφόρος: Όχι παιδί μου μην πεις τίποτα και από μένα ότι θες!
Διαβολάκος: Ότι θέλω είπες; για να σκεφτώ. Λοιπόν θέλω να μου φέρεις να γαμ** μια παρθένα!
Εωσφόρος: Παιδί μου που να βρω στην κόλαση παρθένα!
Διαβολάκος: Καλά, δεν πειράζει βγάλτε πέρα με την μαμά τότε!
Εωσφόρος: Όχι όχι περίμενε! καλά θα ανέβω στην γη να σου φέρω.
Διαβολάκος: Οκ περιμένω και μην αργήσεις!
Ανεβαίνει λοιπόν ο Εωσφόρος κοιτάζει στους δρόμους με την ειδική παρθενοματιά του και δεν βρίσκει καμία.
Έτσι κατεβαίνει στην κόλαση μήπως αλλάξει γνώμη στον διαβολάκο.
Εωσφόρος: Παιδί μου έψαξα αλλά δεν βρήκα καμία.
Διαβολάκος: Ασε τις μαλ**ες και πήγαινε βρες μου μια γιατί ποιος σε σώζει από την μαμά!
Εωσφόρος: Καλά ξανάπαω.
Ανεβαίνει ο εωσφόρος πάει στα πανεπιστήμια αλλά τίποτα! πάει στα λύκεια, κοιτάζει τίποτα! , πάει στα γυμνάσια, κοιτάζει τίποτα! κατεβαίνει λοιπόν ξανά στην κόλαση.
Εωσφόρος: Δεν βρίσκω με τίποτα!
Διαβολάκος: Λοιπόν σου δίνω άλλη μια ευκαιρία, αν δεν μου φέρεις και αυτήν την φορά θα σε αναλάβει η μαμά!
Εωσφόρος: Καλά καλά ξανάπαω...
Ανεβαίνει ο Εωσφόρος πάει στα δημοτικά σχολεία, κοιτάζει, τίποτα!
Πάει και στα νηπιαγωγεία , κοιτάζει, τίποτα!
Γυρνώντας πίσω απογοητευμένος, ξαφνικά βλέπει μια, την αρπάζει και πάει στην κόλαση...
Εωσφόρος: Ορίστε ρε μπάσταρδε πάρτη!
Διαβολάκος: Α! τώρα είμαι και μπάσταρδος ε! δεν πειράζει αφού θα κάνω την δουλεία μου πες μου ότι θες!
Ποιο είναι το ηθικό δίδαγμα της υπόθεσης;
Παρθένες γαμ**τε μην σας πάρει ο διάολος!