Στο σχολείο η δασκάλα:
- Παιδιά, θέλετε να παίξουμε "Παντομίμα" με παροιμίες; Θα κάνετε κινήσεις με τα χέρια και όποιος το καταλάβει πρώτος κερδίζει.
- Να κάνω εγώ πρώτος, κυρία; ρωτάει ο Γιαννάκης.
- Ναι, λέει η δασκάλα.
Σηκώνεται ο Γιαννάκης, τρέχει, τρέχει πέφτει κάτω...
- Όποιος βιάζεται, σκοντάφτει, λέει η Αννούλα.
- Μπράβο, Αννούλα, κάνε τώρα εσύ.
Σηκώνεται η Αννούλα, πηγαίνει στην πόρτα, χτυπάει, χτυπάει, τίποτε...
- Στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα! λέει ο Τοτός.
- Μπράβο Τοτό, σήκω να κάνεις και εσύ.
Σηκώνεται ο Τοτός, βγάζει την τσίχλα του, πιάνει ένα δεκάρικο και την κολλάει. Μετά το πετάει ψηλά, και η τσίχλα μαζί με το δεκάρικο, κολλάνε στο ταβάνι. Ο Τοτός κοιτά ψηλά και πιάνει τα αρχίδια του.
Κανένα παιδί δεν ήξερε την παροιμία.
- Τι παροιμία είναι αυτή, Τοτέ; ρωτάει η δασκάλα.
- Μα δεν καταλάβατε ακόμα, καλέ κυρία; Κάλλιο 3 και στο χέρι, παρά 10 και καρτέρι!
Ένας τύπος έχει σχέση με κοπέλα από σπίτι.
Όλα πάνε καλά, εκτός από το ότι ο τύπος έχει πρόβλημα με την κλανοβαλβίδα του και κλάνει ασύστολα.
Αυτό τον κάνει να μην μπορεί να πάει να γνωρίσει τους γονείς της κοπέλας, επειδή ντρέπεται για το πρόβλημά του.
Από την άλλη όμως και η κοπέλα έχει πρόβλημα με τους γονείς της, οι οποίοι με το δίκιο τους θέλουν να γνωρίσουν τον φίλο της κόρης τους.
Έτσι μια μέρα, η κοπέλα πάει στον τύπο και του λέει:
- Ή θα έρθεις σπίτι να σε γνωρίσουν οι δικοί μου, ή τέλος.
- Καλά, πώς θα έλθω; Δεν ξέρεις το πρόβλημά μου;
- Tο ξέρω, αλλά κι εσύ πρέπει να κάνεις κάτι για τη σχέση μας.
Tι να κάνει κι αυτός, τελικά αποφάσισε να πάει. Πήρε τα απαραίτητα δώρα και κτυπάει την πόρτα.
Μπαίνει μέσα στο σπίτι και βλέπει μαζεμένους συγγενείς και φίλους για το χαρμόσυνο γεγονός.
Tον βάζουν και κάθεται σε μια πολυθρόνα στο σαλόνι.
Στο σπίτι υπάρχει κι ένας σκύλος ονόματι Skot, ο οποίος πάει και κάθεται κάτω από την πολυθρόνα του.
Eνώ όλα πάνε καλά, σε κάποια στιγμή του έρχεται η γνωστή ενόχληση για κλάσιμο.
Προσπαθεί να κρατηθεί αλλά μάταια. Κάνει τον αδιάφορο και την μπουμπουνάει. Αθόρυβη και μυρωδάτη...
Όλοι κρατούν τις μύτες τους και κοιτάζονται μεταξύ τους.
H μητέρα της κοπέλας είναι στην κουζίνα και κάτι ετοιμάζει όταν της έρχεται η μπόχα.
- Σκοοοοοοτ! φωνάζει στο σκυλί.
- Ωραία, λέει ο τύπος, νομίζουν ότι έκλασε ο σκύλος. Κλάνουμε ελεύθερα δηλαδή.
Kαι ξεκινάει το «πανηγύρι».
Kάθε τόσο που αμολάει και μία, η γνωστή φωνή από την κουζίνα επαναλαμβάνεται.
- Σκοοοοοοτ!
H ώρα έχει περάσει και πρέπει να φεύγει σιγά σιγά.
Όλα έχουν πάει καλά, είναι χαρούμενος για την κατάληξη της βραδιάς και σκέφτεται να ρίξει και την τελευταία και να την κοπανήσει.
Tην μπουμπουνάει λοιπόν, όλοι πιάνουν τις μύτες τους και ακούγεται πάλι η φωνή της μάνας.
- Σκοοοοοοτ! Tι περιμένεις αγόρι μου; Nα σε χέσει για να φύγεις;
Τον παλιό καιρό, ήταν δύο αδέλφια που ζούσαν σε μία παράγκα στο δάσος.
Ήταν και πάρα πολύ φτωχοί...
Μία μέρα λοιπόν, ξεκαθάριζαν το υπόγειο με την ελπίδα να βρουν κάτι να πουλήσουν, για να έχουν να φάνε.
Βρήκαν τελικά ένα λυχνάρι στο υπόγειο, και το καθάριζαν για να το πουλήσουν.
Καθώς όμως το καθάριζαν πετιέται ένα τζίνι και τους λέει:
- Με ελευθερώσατε, και για το καλό που μου κάνατε θα δώσω από τρία αυγά στον καθένα σας. Με κάθε αυγό που σπάτε έχετε και μία ευχή!
Ο ένας αδερφός φεύγει με τα αυγά του να γυρίσει τον κόσμο, ενώ ο μεγάλος αποφασίζει να μείνει στην παράγκα.
Μετά από κάποια χρόνια επιστρέφει ο μικρός αδερφός πάμπλουτος και βλέπει τον μεγάλο αδερφό, ακόμα να ζει πάμπτωχα στην παράγκα.
- Τι συνέβει, ρε αδερφέ; ρωτάει.
- Τι να γίνει, ρε μικρέ; Με την ατυχία που με δέρνει...
- Τι έγινε;
- Με το που φεύγεις από το σπίτι, μου πέφτει το ένα αυγό κάτω. Λέω:
"Αρχίδια" και τότε γεμίζει η παράγκα με αρχίδια! Δεν μπορούσα ούτε να αναπνεύσω, και έσπασα και το δεύτερο για να φύγουν τα αρχίδια από την καλύβα.
- Ναι αλλά λογικά είχες ένα αυγό ακόμα...
- Αυτό ήταν και η μόνη μου σωστή κίνηση! Το έσπασα για να φέρω τα δικά μου αρχίδια πίσω!
Στην τάξη του Μπόμπου η δασκάλα ρωτά τα παιδιά να της πουν λέξεις που αρχίζουν από διάφορα γράμματα:
Δασκάλα: Λοιπόν θέλω να μου πείτε μία λέξη που να αρχίζει από Γάμμα.
Μπόμπος: Κυρία, κυρία, εγώ ξέρω μία κυρία, εγώ κυρία...
Δασκάλα: Όχι εσύ Μπόμπο γιατί είσαι πονηρός και φαντάζομαι τι θα πεις.
Να μας πει ο Γιωργάκης.
Γιωργάκης: Γαλατάς κυρία.
Δασκάλα: Μπράβο Γιωργάκη. Τώρα θέλω μία λέξη από Μι.
Μπόμπος: Κυρία, κυρία, εγώ ξέρω μερικές κυρία, εγώ κυρία...
Δασκάλα: Όχι εσύ Μπόμπο γιατί είσαι πονηρός και φαντάζομαι τι θα πεις.
Να μας πει η Αννούλα.
Αννούλα: Μαρμελάδα κυρία.
Δασκάλα: Μπράβο Αννούλα. Τώρα θέλω μία λέξη που να αρχίζει από Νί.
Μπόμπος: Κυρία, κυρία, εγώ ξέρω μία κυρία, εγώ κυρία...
Και μιας και κανένα άλλο παιδάκι δεν σήκωνε το χέρι του και η Δασκάλα δεν μπορούσε να φανταστεί καμιά πονηρή λέξη από Νί δίνει το λόγο στο
Μπόμπο.
Δασκάλα: Πες μας Μπόμπο.
Μπόμπος: Νάνος κυρία.
Δασκάλα: Μπράβο Μπόμπο!
Μπόμπος: Ναι, αλλά νάνος με κάτι αρχί*** να!
Η οικογένεια του Νώντα του τσιγγάνου μένει με άλλες πολλές οικογένειες στον καταυλισμό, έξω από την πόλη.
Απαρτίζεται από τρία άτομα, αυτόν τη γυναίκα του και τον γιό του, όμως έχουν στενές σχέσεις και με την πεθερά του που χήρεψε πρόσφατα, την κουνιάδα του και μια μακρινή τους ξαδέλφη που είναι μόνη και γιA αυτό κάθεται με την πεθερά του και την κουνιάδα του. Τα τσαντίρια τους δεν απέχουν πολύ το ένα από το άλλο.
Εργατικός άνθρωπος ο Νώντας γυρίζει με το φορτηγάκι του όλη μέρα στις λαϊκές και στις γειτονιές να πουλήσει λαχανικά και φρούτα για να μπορέσει να τα βγάλει πέρα με τις υποχρεώσεις του. Ο γιός του τον βοηθάει όσο μπορεί γιατί ακόμη είναι μικρός,
Γύρω στα έντεκα. Έτσι ο Νώντας παλεύει ολομόναχος, κουράζεται και ευτυχώς που έχει και τη μαϊμού του να του κρατάει παρέα τις δύσκολες ώρες της δουλειάς. Την έβαζε και καθόταν σε μιαν άκρη της καρότσας κι επέβλεπε τα πάντα όταν αυτός ζύγιζε. Έτσι κι έκανε κάποιος ν αγγίξει ένα φρούτο, τσίριζε και χοροπηδούσε σαν τρελή. Παρόλα αυτά όμως, η γυναίκα του δεν ήταν ευχαριστημένη και καθημερινά του γκρίνιαζε ότι την παραμελούσε κι ότι δεν την ήθελε πια ερωτικά . Του κάκου αυτός της ορκιζόταν πως δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο αλλά ήταν απλώς η κούραση που
Του αφαιρούσε το κέφι. Είδε κι αποείδε, λοιπόν, μια μέρα λέει
Στο γιο του:
"Έλα δω, βρε αγόρι μου... Τον ξέρεις αυτόν τον
Φαρμακοποιό στην πόλη, που πήγαινε ο παππούς πριν πεθάνει;"
"Τον ξέρω, πατέρα, γιατί;"
" Να, θέλω να πας και να του πεις να
Σου δώσει από αυτές τις κάψουλες που έδινε στον παππού. Πες πώς
Λεγόμαστε και θα μας θυμηθεί, μας ξέρει. Πες του ότι είναι για τον πατέρα μου τώρα και μη ξεχάσεις να ρωτήσεις πόσες θα παίρνω." Συμφώνησε ο μικρός, πάει στον φαρμακοποιό, του δίνει αυτός ολόκληρο σακούλι κάψουλες ( για ξόδεμα τις είχε) και
Όταν ο μικρός τον ρώτησε πώς θα τις παίρνει ο πατέρας του, αυτός του είπε:
"Μία κάθε τρεις.. το θυμάσαι; Είπαμε, κάθε τρεις μία.."
Το λεγε και το ξανάλεγε στο δρόμο ο μικρός για να μην το ξεχάσει:
"Τρεις.. μία... Τρεις... Μία..."
Ώσπου στο τέλος φυσικά και μπερδεύτηκε και είπε στον πατέρα του:
"Τρεις (κάψουλες) κάθε
Μία (μέρα)...
Πέρασε κάμποσος καιρός. Μια μέρα συνάντησε ο φαρμακοποιός
Τον μικρό τυχαία στο δρόμο. "Τί έγινε μικρέ; Τί κάνει ο πατέρας
Σου;" τον ρωτάει. "Μωρέ, ο πατέρας μου είναι μια χαρά, εμάς τους
Άλλους μας πήρε και μας σήκωσε..."
"Γιατί, παιδί μου; Τί πάθατε;"
"Τί άλλο να παθαίναμε! Πέθανε η μάνα μου, πέθανε η γιαγιά μου,
Πέθανε η θεία μου, πέθανε η ξαδέλφη τους, εγώ δεν μπορώ να κάτσω
Στην καρέκλα κι η μαϊμού δεν κατεβαίνει από το δέντρο..."
Ο Τοτός πηγαίνει σπίτι του και μπαίνει στο μπάνιο. Εκεί, βλέπει την μητέρα του να γαμιέται με έναν και την ρωτάει:
- Τι κάνεις εκεί;
Απαντά η μητέρα του:
- Αέρας, παιδί μου, αέρας.
Ο Τοτός παραξενεύεται. Πάει στην κουζίνα και ο πατέρας του γαμιόταν με μία και ο Τοτός ρωτάει:
- Μπαμπά τι κάνεις εκεί;
Και ο πατέρας απαντά:
- Πλημμύρα, παιδί μου, πλημμύρα.
Ο Τοτός παραξενεύεται πάλι και λέει:
- Αέρας, πλημμύρα... τι γίνεται εδώ;
Πάει στο σαλόνι και βλέπει την αδερφή του να γαμιέται και τη ρωτάει:
- Τι κάνεις εκεί;
Εκείνη απαντά:
- Φουρτούνα, Τοτό, φουρτούνα.
Ο Τοτός λέει:
- Αέρας, πλημμύρα, φουρτούνα... Τι γίνεται εδώ;
Πάει στο δωμάτιο του και αρχίζει να παίζει το πουλάκι του και εκείνη την ώρα μπαίνει η θεία του και τον ρωτάει τι κάνει εκεί.
Και ο Τοτός απαντά:
- Αέρας, πλημμύρα, φουρτούνα... ε, και εγώ κάνω κουπί για να σωθούμε!