Ένας ηλικιωμένος πλησιάζει την ταμία μιας τράπεζας και λέει:
- "Θέλω ν ανοίξω ένα γαμη***ο λογαριασμό"
- "Συγνώμη κύριε; Τι είπατε;"
- "Ένα γαμη***ο λογαριασμό θέλω ν ανοίξω"
- "Συγνώμη αλλά δεν είμαι υποχρεωμένη ν ακούω τέτοια γλώσσα, κύριε", είπε η ταμίας, απομακρύνθηκε από το ταμείο και πήγε στο διευθυντή της. Του εξήγησε την κατάσταση κι εκείνος πλησίασε τον ηλικιωμένο κύριο που περίμενε στο ταμείο.
- "Τι συνέβη με την υπάλληλό μας κύριε; Τι της είπατε;"
- "Είπα ότι κέρδισα 500.000.000 στο γαμη***ο λόττο, και θέλω, ο διάολος να με πάρει, ν ανοίξω ένα γαμη***ο λογαριασμό στη γαμη***η την Τράπεζά σας, γαμ* το μπελά μου, γαμ*!"
Και ο Διευθυντής.
- "Και αυτή η που***α σας τυραννάει, κύριε, ε! Χίλια συγνώμη"

Kαλό κορίτσι η Μαρία, αλλά πολύ αθώα. Η μητέρα της ανησυχούσε συνεχώς για το τι θα απογίνει.
Όταν έμαθε ότι η κόρη θα έβγαινε ραντεβού και με έναν άγνωστο κόντεψε να πάθει έμφραγμα με τη σκέψη του τι μπορεί να συνέβαινε.
Την έπιασε λοιπόν, λίγο πριν φύγει, και την συμβούλεψε τα παρακάτω:
- Πρόσεξε κόρη μου. Τώρα που θα πας στο ραντεβού, αν, λέω αν, τυχόν ο > συνοδός σου προσπαθήσει να σου πιάσει τα βυζιά, θα του πεις, μη, έχει αγκάθι και τρυπάει. Εντάξει;
Και αν, αν λέω, προσπαθήσει να σε πιάσει χαμηλά, ξέρεις, ανάμεσα στα πόδια, θα τον σταματήσεις λέγοντας του:
Μη, είναι φούρνος και καίει. Να θυμάσαι.
Χαρούμενη, και σίγουρη με τις συμβουλές τις μάνας της, φεύγει η Μαρία.
Περνούν οι προκαθορισμένες ώρες, περνά και άλλη μία, περνούν δύο τρεις, η μητέρα της έβγαλε σπυράκια από την ανησυχία της.
Τι κάνει τόσες ώρες, τι να έπαθε, δεν τα συνηθίζει αυτά, και άλλα τέτοια.
Τελικά, λίγο πριν η μητέρα της ειδοποιήσει το στρατό να πάει να τη βρει, κατά τις τέσσερις το πρωί, εμφανίζεται στο κεφαλόσκαλο η Μαρία.
Η μάνα της, σίγουρη ότι είναι καλά, αρχίζει το κλασσικό μοτίβο:
- Που ήσουν παλιοκόριτσο, λωρίδες θα βγεις από τα χέρια μου, λέγε γρήγορα τι σου συνέβη και καλύτερα να είναι πιστευτό.
- Ήμουν με το Γιώργο μαμά. Με πήγε για φαγητό.
- Τόσες ώρες για φαγητό, ε; λέγε που πήγατε.
- Ε, να, μετά το φαγητό, πήγαμε μια βόλτα στην παραλία.
- Τι, βόλτα στην παραλία η δική μου κόρη! παλιοκόριτσο, θα σε ταράξω.
Και μετά τι έγινε;
- Ε, καθίσαμε στα βραχάκια.
- ΑΑΡΡΓΓΚΚ, βραχάκια. άκου βραχάκια. Και τι διάολο κάνατε στα βραχάκια;
- Ε, μιλούσαμε, και, να, κάποια στιγμή πήγε να μου πιάσει τα βυζιά.
(στο σημείο αυτό, πρέπει να σημειώσουμε ότι η μαμά έχει πάρει μια απόχρωση ροζ-προς το σάπιο μήλο και κάνει μια μεγάλη παύση πριν μπορέσει να αρθρώσει την επόμενη κουβέντα) - Και εσύ πως αντέδρασες;
- Ε, φυσικά του είπα, σταμάτα, έχει αγκάθι και τρυπάει.
(ξεφύσημα ανακούφισης από τη μεριά της μαμάς) - Α, πάλι καλά. Και τότε σε έφερε πίσω, ε; Ε; (προσδοκία).
- Εεεεε, όχι τότε ήταν που προσπάθησε να με πιάσει κάτω χαμηλά, ανάμεσα στα πόδια.
Μια έντονη έκφραση πανικού στο πρόσωπο της μητέρας. Το χρώμα γίνεται ωχρό λαχανί, και η παύση μεγαλύτερη) - Και εσύ τι έκανες; τι έκανες, ε;
- Ε, μα ότι με συμβούλεψες. Του είπα, μη, σταμάτα, είναι φούρνος και θα σε κάψει. (ξανά ανακούφιση) - Μπράβο κόρη μου. Τότε ήταν που σε παράτησε και γύρισες με τα πόδια, ε;
- Εεε, όχι ακριβώς, τότε είπε:
- Να βάλω ένα σουβλάκι στον φούρνο να το ψήσω;
(... Ησυχία...) - Και τι έγινε;
- Ε, ρε μάνα, δυόμισι ώρες το έψηνε, και όταν το έβαλα στο στόμα μου, ακόμη ωμό ήταν.
Ο λευκός ιεραπόστολος ζούσε ειρηνικά σε ένα Αφρικάνικο χωριό εδώ κι ένα χρόνο περίπου. Μια μέρα ο αρχηγός του χωριού τον κάλεσε στη σκηνή του για να συζητήσουν για ένα μεγάλο πρόβλημα. - Τι συμβαίνει αρχηγέ; ρώτησε ο ιεραπόστολος. - Εσύ σε μεγκάλο μπελά! Χτες ανιψιά μου γκέννησε λευκό παιντί. Εσύ μόνος λευκός στο χωριό. Αποφασίσω αν εσύ ζήσεις. Ο ιεραπόστολος κοίταξε πίσω από τον αρχηγό προς την πλαγιά του βουνού. - Κοίταξε γέρο μου. Ξέρω ότι φαίνεται άσχημο. αλλά είναι απλώς μια παραξενιά της φύσης. Λέγεται αλβινισμός. Η διαφορετικότητα δε σημαίνει τίποτε. Παντού υπάρχουν εξαιρέσεις. Για παράδειγμα, κοίταξε εκείνο το κοπάδι με τα άσπρα πρόβατα που βόσκουν στο λόφο απέναντι. - Τα βλέπω. - Τότε θα πρόσεξες ότι στο κοπάδι υπάρχει κι ένα μαύρο πρόβατο. Είναι το μοναδικό μαύρο πρόβατο σε όλο το χωριό αρχηγέ. - Εντάξει, εντάξει. Αν εσύ ντεν μιλήσεις, ντεν μιλήσω κι εγκώ, είπε χλωμιάζοντας ο αρχηγός.
Πάει ένας πελάτης σε ένα μπουρδέλο. Μπαίνει μέσα στο δωμάτιο όπου υπήρχε μία γκομενάρα!
Αρχίζει να ξεντύνεται και πέφτει στο κρεβάτι. Τότε η πουτ.. ρωτάει:
- Έχεις μαζί σου προφυλακτικά;
- Όχι - Αα χωρίς προφυλακτικό δε γίνεται η δουλειά.
- Και τώρα τι θα κάνουμε¨;
- Ακου - του λέει - τι θα κάνεις. Θα τυλίξεις ένα χιλιάρικο στον π... Τσο σου και θα αρχίσεις.
Όταν αυτός τελείωσε και βγήκε από μέσα της το χιλιάρικο είχε ξετυλιχτεί και είχε παραμείνει στο κόλπο της.
Μετά από λίγο δέχεται τον δεύτερο πελάτη.
Ακολούθησε ο ίδιος διάλογος.
Τότε του ζήτησε και αυτούνου το ίδιο πράγμα.
- Μα δεν έχω χιλιάρικο. Μόνο πεντοχίλιαρο.
- Δε με χαλάει καθόλου!
Όμως κατά τη διάρκεια της ερωτικής πράξης ξετυλίχτικε το πεντοχίλιαρο από τον π.. Τσο του αλλά συχρόνως τυλιγόταν το χιλιάρικο που είχε μείνει απο τον προηγούμενο πελάτη και βγάζοντας τον έξω είδε το χιλιάρικο.
Έκπληκτος ξεφωνίζει!
- Αμάν, Μουνί να δίνει και ρέστα πρώτη φορά βλέπω!

Η κακογαμημένη σύζυγος, που έχει να δει καιρό τώρα χαρά στα σκέλια της, διαμαρτύρεται στο γιατρό της:
- "Δεν πάει άλλο, έχει να με γαμήσει πέντε μήνες. Θα του πεις πως έχω μια σπάνια αρρώστια και πως η μόνη θεραπευτική μέθοδος - πειραματική όμως- είναι να με γαμάει ανελέητα."
Τι να κάνει και ο γιατρός, καλεί τον σύζυγο, τον ενημερώνει για το δυσάρεστο της υπόθεσης και τη μόνη θεραπεία που υπάρχει. Γυρνώντας στο σπίτι και χωρίς να πει ούτε καλησπέρα, την στήνει στα τέσσερα και της τραβάει ένα ξεγυρισμένο γαμήσι. Η ιστορία συνεχίζεται μέρες πολλές κι όταν πλέον έχει χορτάσει το μουνί της κυρίας, του λέει:
- "Μάλλον νιώθω καλά, πολύ καλύτερα θα έλεγα. Ας κάνουμε και λίγο κράτει!"
Ο άμοιρος σύζυγος ανάβει ένα τσιγάρο εξουθενωμένος και κοιτώντας το ταβάνι λέει:
- "Κοίτα να δεις που είχα το φάρμακο στα χέρια μου κι άφησα τον πατέρα μου να πεθάνει αβοήθητος."
Ήταν μια φορά και ένα καιρό, η χιονάτη με τους επτά νάνους. Μια μέρα, η χιονάτη νιώθοντας βρώμικη, λέει στον αρχηγό νάνο:
- "Νιώθω βρώμικη. Πού μπορώ να κάνω ένα μπάνιο";
Της λέει λοιπόν:
- "Κάνε μπάνιο στο δικό μας μπάνιο και επειδή το μπάνιο μας, δεν έχει πόρτα, εμείς θα βγούμε έξω από το σπίτι".
Καθώς η χιονάτη ετοιμάζονταν, οι νάνοι έβγαιναν έξω. Σε μια στιγμή, λέει ο πονηρός ο νάνος:
- "Πρέπει να πάρουμε μάτι. Aπό πού όμως";
Λέει ο έξυπνος νάνος:
- "Πάμε στο παράθυρο".
Πάνε λοιπόν στο παράθυρο, μα το παράθυρο ήταν πολύ ψηλά. Λέει λοιπόν ο έξυπνος νάνος:
- "Θα ανέβει ο ένας, στην πλάτη του αλλού και ο πάνω-πάνω, θα λέει στον κάτω, ο κάτω στον πιο κάτω κ. Λ. P.".
Ανεβαίνουν ο ένας στην πλάτη του αλλού και ο πάνω ξεκινά:
"Βγάζει το σουτιέν"
"Βγάζει το σουτιέν" (2) "Βγάζει το σουτιέν" (3).
"Βγάζει την κιλότα"
"Βγάζει την κιλότα" (2) "Βγάζει την κιλότα" (3).
"Χύνω"
"Χύνω" (2) "Χύνω" (3) "Χύνω" (4) "Χύνω" (5) "Χύνω" (6) "ΠΝΙΓΟΜΑΙ" (7)